O δρόμος για τη Δαμασκό
Επτά άνθρωποι, επτά ζωές, επτά ιστορίες και επτά τραγούδια
Το νέο βιβλίο του δημοσιογράφου/ αναλυτή διεθνών σχέσεων/ συγγραφέα Ευάγγελου Αρεταίου μπορεί να δείχνει κάποιον δρόμο προορισμού; διαφυγής; πραγμάτωσης; όπως λέει στον τίτλο, μπορεί να είναι γραμμένο με ευγένεια, σεβασμό και διακριτικότητα, αλλά το περιεχόμενό του είναι λες και γράφτηκε στην κόλαση. Προσωπική, υπαρξιακή, πανανθρώπινη, επίγεια, μεταφορική, πάντως κόλαση.
“Ο Δρόμος για την Δαμασκό” (εκδόσεις Oξύ, 2021) είναι επτά ξέχωρες ιστορίες ανθρώπινων Βατερλώ που δεν θες να είσαι όχι πρωταγωνιστής, ούτε καν θεατής, γιατί ξέρεις ότι είναι αληθινές, δημοσιογράφος τις λέει, όντως συνέβηκαν. Αυτό φαίνεται να προσπαθεί να ξεπεράσει κι ο Ευάγγελος Αρεταίος, επιχειρώντας με την ιδιότητα του συγγραφέα να κατανοήσει όσα έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας σε διάφορα μέτωπα του μεγαλείου της ανθρώπινης ανεπάρκειας.
Του ζητήσαμε να ντύσει την ανάγνωση του βιβλίου με τραγούδια, ένα για κάθε ιστορία.
Την άλλη μέρα είχαμε το κείμενο. Καλά κάναμε, μας είπε.
Γιάννης Πλόχωρας
Ο Λίαμ, ένας παλιός του IRA, με τα χέρια του βαμμένα με αίμα αθώων, προσπαθεί να ζήσει με το παρελθόν του, να αποδεχθεί την παλιά του ζωή και τα όσα είχε κάνει αλλά και να βρει τον δικό του δρόμο για την Δαμασκό.
«Ο Άγιος Παύλος ήταν τυχερός. Σε μερικές στιγμές μονάχα άλλαξε, μετανόησε, είδε το φως. Ο δικός μου δρόμος για την Δαμασκό δεν ήρθε έτσι. Βυθίστηκα πρώτα στο σκοτάδι. Ή μάλλον συνειδητοποίησα ότι είμαι βυθισμένος στο σκοτάδι. Σε βαθύ και παχύ σκοτάδι. Ήμουν πιο πολύ σαν τον Ιακώβ μου πάλευα με τον Άγγελο στις όχθες του χείμαρρου Ιαβώκ. Πάλευα για χρόνια. Κι ακόμα παλεύω. Δεν ξέρω αν τον πέρασα τον χείμαρρο, δεν ξέρω αν θα τον περάσω ποτέ. Αυτός όμως είναι ο δικός μου δρόμος για την Δαμασκό”…
“I'll love you 'til I die”
Dire Straits - Romeo and Juliette
Μια συντηρητική Βελγίδα, των βελγικών υπηρεσιών πληροφοριών ανακαλύπτει ότι ο άντρας που είχε αγαπήσει παράφορα, αφήνοντας πίσω της τον σύζυγο και τα παιδιά της, αγαπούσε και μια άλλη γυναίκα με την οποία είχε ένα παιδί. Στην κηδεία του, συνειδητοποιεί ότι «όλα έγιναν από αγάπη και για την αγάπη» και αποφασίζει να συνεχίσει να τον αγαπά και να αγαπά και όσους αυτός είχε αγαπήσει.
“Άκουσα την φίλη μου να σκουπίζει το μάτια της και να φυσάει διακριτικά την μύτη της. Ένιωσα το κορμί της να αλλάζει θέση, να φεύγει από το παράθυρο και να έρχεται πιο κοντά σε μας. Η φωνή της είχε ακουστεί σα να έρχεται από πολύ βαθιά μέσα της, από τον εαυτό της αυτόν που είχε αρχίσει να αναπνέει όταν αγάπησε τον Γιοχάνες.
“Τον αγαπάω. Κι αυτός με είχε αγαπήσει. Αληθινά. Έζησα την μεγάλη αγάπη της ζωής μου. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Όλα αυτά, όλα, έγιναν από αγάπη και για την αγάπη. Κι η γυναίκα του και η Ίγκριντ κι εγώ και τα παιδιά, όλοι μας. Γεννηθήκαμε μέσα από αγάπη και θα γυρίζουμε για πάντα γύρω από την αγάπη του για μας. Αυτός είναι ο δρόμος μας»”...
O Πέτρος κι ο Ιούδας
Chris Stapleton - Daddy doesn’t pray anymore
O Νίκος έχει γίνει ένας υπερόπτης διεφθαρμένος δικηγόρος, φτιάχνοντας μια ταυτότητα σε αντίδραση στον πατέρα του που είχε χωρίσει με την μητέρα του για μια άλλη γυναίκα. Όταν όμως το ίδιο συμβαίνει και σε αυτόν, να αγαπήσει μια άλλη γυναίκα από την γυναίκα του, ο Νίκος παλεύει με τον εαυτό του και στο τέλος έρχεται κοντά στον πατέρα του.
«Θα σου πω λοιπόν για τον Άγιο Πέτρο», είχε ψιθυρίσει ο φρερ Λουκάς, που είναι ο πιο ανθρώπινος χαρακτήρας στα Ευαγγέλια. Μας μοιάζει όσο κανείς άλλος στην ανθρώπινη φύση μας, στους φόβους και στα πάθη μας. Στο χάος μας. Πριν πιάσουν τον Χριστό στην Γεσθημανή, ο Πέτρος έλεγε στον Χριστό ότι θα μείνει πάντα μαζί του, ότι θα μείνει πάντα πιστός, ότι θα τον προστατέψει πάντα. Κι ύστερα, όταν ο Χριστός είχε συλληφθεί, κι όταν τον αναγνώρισαν τον Πέτρο ότι ήταν μαζί με τον Χριστό και τον ρώτησαν αν τον ήξερε αυτός τον απαρνήθηκε όχι μία αλλά τρεις φορές. Από φόβο. Και μετά, όταν άκουσε τον πετεινό να λαλεί τρεις φορές κατάλαβε πόσο χαμηλά είχε πέσει, πόσο πρόστυχα είχε απαρνηθεί τον Χριστό και έκλαψε. Για πες μου τώρα εσύ, τι ήταν πιο άσχημο, πιο πρόστυχο; Ο Ιούδας που πρόδωσε τον Χριστό ή ο Πέτρος που τον απαρνήθηκε; Εγώ σου λέω ότι αυτό που έκανε ο Πέτρος ήταν χειρότερο, ήταν πιο πρόστυχο, ήταν τόσο μικρόψυχος από τον φόβο του. Κι όμως, ο Ιούδας κρεμάστηκε, επέλεξε τον θάνατο ενώ ο Πέτρος επέλεξε να ζήσει με την ντροπή του και να συνεχίσει…
Η ρωγμή της καρδιάς
Ένας Κούρδος πατέρας που σκότωσε την κόρη του για να «ξεπλύνει» την τιμή της οικογένειας του βγαίνει από την φυλακή και καταφεύγει σε έναν μουσουλμάνο μυστικιστή που βοηθάει κορίτσια να κρυφτούν από τις οικογένειες τους που θέλουν να τις σκοτώσουν.
«Δε θέλω να πάω πίσω. Δεν μπορώ να πάω πίσω. Θέλω να μείνω εδώ. Σε παρακαλώ Σεΐχ Αμπντουλαζίζ, θέλω να μείνω εδώ. Να σας βοηθάω για τα κορίτσια που σώζετε, ότι θέλεις θα κάνω, θα καθαρίσω, θα πλένω, ό,τι θέλεις. Να βοηθάω για τα κορίτσια να σωθούν. Αυτό μονάχα. Σε παρακαλώ Σεΐχ Αμπντουλαζίζ».
Το πρόσωπο του Σεΐχ Αμπντουλαζίζ μου φάνηκε σα είχε χάσει την έκφραση του, σα να είχε γίνει διάφανο. Το βλέμμα του κοίταζε γαλήνια τον Νουρετίν κι φωνή του ακούστηκε σαν αγκαλιά: «Ο Προφήτης μας είχε κάποτε πει ότι αν δεν έπεφτες ποτέ στην αμαρτία, ο Αλλάχ θα σου έπαιρνε την ύπαρξη και θα έβαζε στην θέση σου αυτούς τους ανθρώπους που πέφτουν στην αμαρτία και που παρακαλούν την συγχώρεση του Αλλάχ και Αυτός θα τους συγχωρούσε»…
Οι δυο κλέφτες
Nick Cave and the Bad Seeds - I need you
O Ουγκώ, ένας αποφυλακισμένος Βέλγος βαρυποινίτης, ακολουθώντας την συμβουλή ενός γέρου βαρυποινίτη που πέθανε στις φυλακές, προσπαθεί να μετατρέψει το κακό που είχε κάνει σε καλό.
«Εκείνο το βράδυ, ο Νταβίντ μου μίλησε για την Τεσουβάχ, την μετάνοια στην Καμπάλα των μυστικιστών Εβραίων, ένα από τα θεμέλια του Ιουδαϊσμού. Είχε ανακαλύψει τον Ιουδαϊσμό και τον μυστικισμό του μέσα στην φυλακή, όσο ήταν έξω είχε ζήσει μακριά από την θρησκεία του. Η Τεσουβάχ είναι αυτό που δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να αλλάξει τον ρου της ζωής του. Όχι μόνο επειδή τον καθιστά εντελώς ελεύθερο αλλά κυρίως επειδή του δίνει την δυνατότητα να αλλάξει το παρελθόν του και τους νόμους της αιτιότητας που μοιάζουν σαν να οδηγούν τους ανθρώπους σε προδιαγεγραμμένες καταστάσεις και πράξεις. Χωρίς την Τεσουβάχ, ο χρόνος μοιάζει σαν μια ευθεία γραμμή χωρίς επιστροφή όπου κάθε πράξη του ανθρώπου είναι όχι μόνο μη αναστρέψιμη αλλά τον οδηγεί μέσω της αιτιότητας σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Η Τεσουβάχ όμως, η μετάνοια, δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα και την ικανότητα να αλλάξει τον χρόνο, να παρέμβει στον χρόνο και να γλιτώσει από το αμείλικτο δίχτυ της αιτιότητας. Η πράξη που έχει γίνει έγινε, αυτό δεν αλλάζει, η πράξη δεν σβήνεται, δεν αναιρείται. Αλλά μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία του χρόνου και την δική μας πορεία αν μετανοήσουμε κι αν από την πράξη μας αυτή βγάλουμε το καλό και όχι το κακό…
Η τελευταία εικόνα
Η Τζένιφερ, μια Καναδέζα ακαδημαϊκός ζει στους δρόμους μαζί με τον άντρα που είχε αγαπήσει και που τον είχε προδώσει άθελα της.
«Τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς ο γιός μου αυτοκτόνησε. Δεν είχα δει τίποτα. Δεν είχα καταλάβει. Ούτε εγώ, απασχολημένη με την αγάπη και τον έρωτα μου, ούτε κι ο πατέρας του, παρόλο που αυτός ήταν πιο κοντά πάντα στον γιό μας. To αγόρι μου, το αγοράκι μου, αυτοκτόνησε. Μετά την κηδεία ήρθα πίσω στο Τορόντο. Τα είχα χάσει όλα, την αγάπη μου, τον γιό μου. Δεν είχα πια τίποτα, δεν ήμουν πια τίποτα. Μπορούσα όμως να είμαι κάτι. Ναι, είμαι πιστή στην αγάπη μου για εκείνον. Ακόμα και με τον τρόπο που ζούσε πια αυτός. Ο μόνος δρόμος μου ήταν η πίστη μου στην αγάπη. Δεν είχα πια τίποτα. Είχα χάσει το Εγώ μου, την εικόνα μου, την εικόνα ως γυναίκας και ερωμένης, την εικόνα μου ως μητέρας. Ήμουν ένα τίποτα, ήμουν ελεύθερη, κι ήμουν ελεύθερη να διαλέξω τον δρόμο της αγάπης, της πίστης στην αγάπη ακόμα κι αν αυτή με φέρνει στους δρόμους. Είναι αυτό το τίμημα του Εγώ που με τύφλωνε για χρόνια; Δεν ξέρω. Ξέρω μονάχα ότι εδώ και πέντε χρόνια ζω μαζί με εκείνον που αγάπησα και που ξανα-αγάπησα, τον φροντίζω, τον προσέχω, είμαι εκεί ότι τον ξυπνούν οι εφιάλτες του, είμαι εκεί ότι θέλει να πιει, είμαι εκεί όταν έρχονται οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι νοσοκόμοι που μας φροντίζουν. Τον αγαπάω. Αυτόν που πρόδωσα εκείνο το βράδυ στο Άμστερνταμ. Όπως πρόδωσα και τον γιό μου που δεν είδα πόσο υπέφερε, που δεν ήμουν εκεί για να μην αυτοκτονήσει τη νύχτα της πρωτοχρονιάς. Αλλά αγαπάω χωρίς κανένα τίμημα πια, και χωρίς καμία προσδοκία, χωρίς κανέναν δεσμό, ούτε της σάρκας ούτε του εγώ μου, μονάχα αγαπάω, είμαι γεμάτη αγάπη για εκείνον και τίποτε άλλο, ο εαυτός μου έχει σβήσει και στον καθρέφτη φαίνεται μονάχα η αγάπη, ούτε εκείνος ούτε εγώ. Αυτός είναι ο δρόμος μου, ο δρόμος που διάλεξα. Ναι, ο δρόμος που διάλεξα»...
Ο αφηγητής
Ένας αλκοολικός νομικός που εργάζεται σε μια διεθνή οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα συναντά στα ταξίδια του όλους αυτούς τους ανθρώπους και ανακαλύπτει και τον δικό του δρόμο για την Δαμασκό...
Καθώς έφευγα την είδα να κουλουριάζεται γύρω του, να τον σκεπάζει με μια ακόμα κουβέρτα και να του κρατάει με τρυφερότητα το κεφάλι, ακουμπώντας το δικό της πάνω του.
Την θυμάμαι πάντα πολύ καθαρά αυτή την εικόνα, εκείνη κουλουριασμένη γύρω του, εκείνον βυθισμένο στον λήθαργο του. Αγάπη στον δρόμο για την δική της Δαμασκό.
Ναι, την θυμάμαι πάντα αυτή την τελευταία εικόνα τους. Παρόλο που έχουν περάσει χρόνια.
Γιατί κάθε βδομάδα που πηγαίνω στην συνεδρία μου με τους Ανώνυμους Αλκοολικούς, η εικόνα αυτή έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου…
«O δρόμος για τη Δαμασκό» του Ευάγγελου Αρεταίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΞΥ.