Η λίστα των 10 της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα
Μια ποιήτρια ψηλαφεί τον κόσμο με λέξεις. Γράφοντας αλλά και διαβάζοντας...
Πάει πολύς καιρός που δεν έχω γράψει κάτι εκτενές και μου φαίνεται λίγο δύσκολο το αποψινό εγχείρημα. Ωστόσο είπα ότι θα το κάνω και ξεκινώ. Λίγο πριν την εκπνοή του 2018 ο Μ., βλ. ο καλύτερός μου φίλος, μου είπε μέσω messenger να γράψω κάτι σχετικό για τα βιβλία που διάβασα και ξεχώρισα. Πριν όμως αναφερθώ στα βιβλία αυτά, πρέπει να πω πως οι πιο όμορφες στιγμές μέσα στην εβδομάδα είναι εκείνες που μοιράζομαι με τον Μ. Δεν είναι πολλές, ελάχιστες μπορώ να πω, αλλά μέσα σε μία με δύο, άντε το πολύ τρεις, ώρες την εβδομάδα, με καφέ, καλύπτουμε τα βασικά θέματα της δικής μας επικαιρότητας, του κόσμου γύρω μας, αλλά και των βιβλίων που διαβάζουμε τη συγκεκριμένη στιγμή. Ο Μ. είναι δεινός αναγνώστης, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τέτοιο επίθετο, και δεν τον προλαβαίνω ποτέ, ούτε όσον αφορά στο ρυθμό ανάγνωσης ούτε στην ποσότητα – για την ποιότητα ούτε λόγος (εδώ χαμογελάκι).
Ας αφήσουμε τον Μ. στην ησυχία του και ας έρθουμε στα δικά μας. Φέτος διάβασα αρκετά βιβλία – δε θεωρώ απαραίτητο να δώσω αριθμό, καθώς το «αρκετά» είναι διαφορετικό για τον καθένα μας. Διάβασα και δύο ποιητικές συλλογές, τις οποίες θα αναφέρω στο τέλος, μετά τη λίστα των βιβλίων.
Ξεκινώ τα βιβλία από το τέλος.
Λίγο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, αποφάσισα να διαβάσω Julian Barnes και το «Ένα κάποιο τέλος» που με περίμενε υπομονετικά στη βιβλιοθήκη μου πολύ καιρό, μήνες ολόκληρους. Να σημειώσω εδώ ότι με τα περισσότερα βιβλία που διαβάζω γίνεται το ίδιο: παραμένουν μήνες ή και χρόνο ολόκληρο μέχρι που κάποια στιγμή αισθάνομαι πως ήρθε η σειρά τους. Δεν ξέρω πώς κάνω την επιλογή κάθε φορά ή γιατί αφήνω κάποια βιβλία να περιμένουν τόσο πολύ καιρό. Έλεγα λοιπόν για τον Barnes. Το πρώτο βιβλίο του που είχα διαβάσει ήταν «Η ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια». Ομολογώ ότι είχα γελάσει πολύ με τις περιπέτειες του Νώε – ναι, του γνωστού – και της οικογένειάς του. Με το «Ένα κάποιο τέλος» κατέταξα τον Barnes ανάμεσα σ’ αυτούς που εγώ ονομάζω ευφυείς συγγραφείς. Δύο βιβλία του με εντελώς διαφορετικό ύφος, αλλά με το ίδιο εξαιρετικό συγγραφικό ταμπεραμέντο.
Στην ίδια κατηγορία των ευφυών κατέταξα φέτος, αφού φέτος τον ανακάλυψα, ξέρω, λίγο καθυστερημένα, τον Ian McEwan. Για μήνες έβλεπα στα ράφια του βιβλιοπωλείου της πόλης μας το «Καρυδότσουφλο». Ήταν το πιο πρόσφατα μεταφρασμένο του τότε. Η κεντρική ιδέα ήταν ιδιαίτερα ευρηματική, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι λίγο πριν το τέλος με κούρασε. Ωστόσο, ο τρόπος γραφής του με πήγε στο επόμενο που βρήκα διαθέσιμο στο βιβλιοπωλείο, το «Στην ακτή». Αυτό ήταν από εκείνα τα βιβλία που θέλεις να σκίσεις από τα νεύρα σου, να το πετάξεις, γιατί αναγνωρίζεις κάτι από τον παλιό σου εαυτό στους ήρωες· και από την άλλη να μην μπορείς να σταματήσεις πριν φτάσεις στο τέλος, για να δεις ποια τιμωρία επέλεξαν οι ήρωες για τον εαυτό τους και να φτάσεις και συ σε κομμάτια της μνήμης σου που θα ήθελες να είχες ξεχάσει (μεγάλο ψέμα φυσικά· κάποτε έλεγα πως πρώτη θα έμπαινα στη διαδικασία διαγραφής μέρους της μνήμης μου – βλ. ταινία «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», αλλά είπαμε, μεγάλο ψέμα).
Πάμε για το τέταρτο βιβλίο. Λίγο πριν τον Julian Barnes και το «Ένα κάποιο τέλος» διάβασα το «Η δική μου Εύα» του Σπύρου Γλύκα. Τον Σπύρο τον γνώρισα τυχαία μέσω του facebook σε μια από αυτές τις ομάδες όπου μπαίνει κανείς για να πει τι διαβάζει (ε, κάνουμε και λίγο επίδειξη, το παραδέχομαι), να μάθει τι διαβάζουν οι άλλοι (ολίγον κουτσομπολιό) και –πέρα από την πλάκα– να πληροφορηθεί για νέες κυκλοφορίες, μεταφράσεις και επανεκδόσεις. Εκεί λοιπόν τον «συνάντησα» και μετά από πολύ καιρό είπε ότι γράφει. Κατά καιρούς διάβαζα κείμενά του για κλασικά λογοτεχνικά έργα και αφού μου άρεσαν, έψαξα ένα δικό του. Για να πω την αλήθεια δεν ήξερα τι να περιμένω, καθώς δεν το είχα δει πουθενά πριν, μόνο στο πωλητήριο μεγάλου ηλεκτρονικού βιβλιοπωλείου. Επιπλέον, είμαι μάλλον από τους ελάχιστους αναγνώστες που δε διαβάζουν ποτέ το οπισθόφυλλο ή τις σχετικές πληροφορίες στην ιστοσελίδα του βιβλιοπωλείου. Όταν έφθασε, το άφησα να περιμένει λίγες μόνο μέρες (πρωτότυπο και περίεργο). Όταν το άνοιξα ήταν ήδη 10:00 μμ και εγώ άρρωστη και με επιβεβλημένη αφωνία κλεισμένη στο σπίτι μου. Σταμάτησα γύρω στις 3:00 πμ και περίμενα να ξημερώσει για να ξαναρχίσω. Δεν υπερβάλλω. Το τελείωσα το απόγευμα της άλλης μέρας. Ένα έργο γρήγορο με έντονους χαρακτήρες και μεγάλη ψυχολογική ένταση. Στον κεντρικό ήρωα βρήκα ξανά ένα κομμάτι του εαυτού μου που κάποτε είχε διαλυθεί – σήμερα ακουμπώ τις πληγές και όταν αλλάζει ο καιρός, πονάω μέσα μου.
Το πιο λυρικό βιβλίο που διάβασα φέτος ήταν της Σόνιας Ζαχαράτου, «Τα νερά στα μάτια σου». Αφηγείται τον έρωτα του Αντίνοου για τον αυτοκράτορα Αδριανό. Την ιστορία του έρωτά τους αφηγείται το άγαλμα του ίδιου του Αντίνοου, το οποίο έστησε ο αυτοκράτορας μετά το θάνατο του νεαρού εραστή του. Η σφοδρότητα με την οποία μιλάει το άγαλμα για τον έρωτα και τα δεινά του, αλλά και η ένταση που μπορεί να προκαλέσει στον αναγνώστη μου θύμισαν πολύ το “De Profundis” του Oscar Wilde. Φέτος ανακάλυψα και τη Ζαχαράτου –πρόταση του αγαπημένου μου καθηγητή, κυρίου Πέτρου Θέμελη– και έχω σκοπό να την ξανασυναντήσω. Ήδη τα βιβλία της είναι καθοδόν.
Συνεχίζω με δύο ακόμα γυναίκες. Η πρώτη εμφάνιση της Βίβιαν Στεργίου με το «Μπλε υγρό» της δικαιολογημένα κέρδισε τις εντυπώσεις και ήδη σημαντικές διακρίσεις. Έργο γρήγορο, με κοφτή γλώσσα, εκείνη των σύγχρονων παιδιών.
Στη «νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου» της Μαρίας Ξυλούρη οι ήρωες κινούνται ανάμεσα στον ονειρικό εφιάλτη και την πραγματικότητα, σε τόπους σταθερούς που καταστρέφονται και σε νησιά που δεν μπορούν να ρίξουν άγκυρα και συνεχώς μετακινούνται.
Στο νούμερο 8 της λίστας μου, αν και η κατάταξή τους είναι τυχαία, βρίσκεται ο Ambrose Bierce με το βιβλίο «Λέσχη γονεοκτόνων». Η πρώτη μου επαφή με τον Bierce δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε. Διάβασα πριν από λίγα χρόνια το «Αλφαβητάρι του διαβόλου» και για να λέμε τα πράγματα όπως είναι, το βαρέθηκα. Ωστόσο, ένας διαδικτυακός φίλος, πάλι σε μία από αυτές τις ομάδες για βιβλία αναφέρθηκε με τόσο πάθος στη «Λέσχη» που με έπεισε να δώσω στο συγγραφέα μία δεύτερη ευκαιρία· και δεν το μετάνιωσα. Πρόκειται για μία μικρή συλλογή διηγημάτων που ανταποκρίνονται πλήρως στο περιεχόμενο του τίτλου – καλύτερα να μην το αναλύσω περισσότερο. Οι περιγραφές είναι τόσο λεπτομερείς που σου προκαλούν φρίκη. Να το διαβάσετε.
Ο Anthony Marra έγραψε για τον «Τσάρο της αγάπης και της τέκνο», διηγήματα τα οποία ωστόσο φαίνεται να έχουν μικρούς ή και μεγαλύτερους μυστικούς δεσμούς, γεγονός που καθιστά το βιβλίο σχεδόν μαγικό. O «Αστερισμός ζωτικών φαινομένων» του ίδιου με περιμένει υπομονετικά και μάλλον φέτος είναι η σειρά του.
Θα κλείσω τη λίστα των 10 με το «Γκόλεμ» του Pierre Assouline. Ο Assouline έγινε γνωστός στην Ελλάδα με το «Ξενοδοχείο Lutetia», το ιστορικό ξενοδοχείο στις όχθες του Σηκουάνα. Έκτοτε έχουν μεταφραστεί έξι μυθιστορήματά του και γω έγινα φανατική αναγνώστριά του. Το Γκόλεμ είναι για την Ιουδαϊκή θρησκεία μία μυθική, άβουλη αλλά παντοδύναμη μορφή που λειτουργεί σύμφωνα με τις εντολές εκείνου που την ενεργοποιεί. Στο βιβλίο του Assouline το Γκόλεμ ταυτίζεται μερικώς με τον κεντρικό ήρωα. Μέχρι εκεί όμως θα πω.
Αφήνω για το τέλος και εκτός λίστας τις ποιητικές συλλογές που διάβασα και μου άρεσαν πολύ. Πρόκειται για το «Έσχατο έρμα» του Τέλλου Φίλη και τις «Έγχρωμες σκιές» του Φραγκίσκου Καλαβάση.
Καλή Χρονιά! Πάμε για νέες αναγνώσεις!
(Η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα γεννήθηκε στη Ρόδο. Σπούδασε αρχαιολογία και ταξίδεψε στο παρελθόν. Ως ξεναγός ταξιδεύει μέσα από τα μάτια άλλων σε άλλους τόπους τώρα. Με την πρώτη της ποιητική συλλογή "Ακροδάχτυλα" (εκδόσεις Πόλις) ψηλαφεί τον κόσμο της.)