Lung Fanzine

10 Αγαπημένες Σύγχρονες Δισκογραφικές

Το MiC φιλοξενεί τους ...έντυπους συναδέλφους του από το Lung και μάλιστα με concept: δισκογραφικές που αποδεικνύουν στην πράξη ότι η ετικέτα έχει σημασία

Issue #1Βουτώντας καθημερινά σε μια πληθώρα ήχων, συναντάμε την επιμονή κάποιων ανθρώπων και των εταιρειών που αυτοί «τρέχουν» έξω από ευμεγέθεις ομίλους, να στηρίζουν δημιουργούς των οποίων το όραμα ασπάζονται, στεγάζοντας και διαδίδοντάς το. Ο επταμελής πυρήνας και μέρος της συντακτικής ομάδας του Lung fanzine, επέλεξε μια δεκάδα από τέτοια, ανεξάρτητα δισκογραφικά labels που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη σύγχρονη μουσική σοδειά. Άξιες λόγου ετικέτες, δηλαδή, οι οποίες σε μια εποχή που η μουσική βιομηχανία παγκοσμίως κάθε άλλο παρά ευημερεί, εκδίδουν και προασπίζουν ηχητικά έργα με βάση όχι ακριβώς μια ενιαία υφολογική γραμμή, αλλά μια ομπρέλα ιδιαιτερότητας σε σχέση με την αισθητική και το γενικότερο καλλιτεχνικό επίπεδο των πονημάτων αυτών.

The Leaf (Αγγλία, από το 1994)
Ή όπου ένας αξιωματούχος του indie τιτάνα 4AD τη βλέπει αλλιώς μετά από ένα σοβαρό τροχαίο και αποφασίζει να στήσει για προσωπική του ευχαρίστηση τη δική του δισκογραφική ανεξάρτητη φάμπρικα. Ο πρώην υπεύθυνος Τύπου της 4AD Tony Morley μαζί με τον φίλο του Julian Carrera έτρεξαν την ετικέτα τους με ηλεκτρονικό προσανατολισμό, από τα πρώτα πειραματικά δωδεκάιντσα (το ντεμπούτο τους με τον Graham Shutton από τους Bark Psychosis είναι ανοιχτή πληγή για τους συλλέκτες του Discogs), μέχρι την πρώτη μεγάλη επιτυχία με τον Manitoba στα πρώτα ’00s. Ο προφεσιοναλισμός μετά από αυτό το breakthrough αποτυπώθηκε στο σφιχτό roster του label και στον ευγενή εκλεκτισμό με τον οποίο αυτό σχηματίστηκε και διατηρείται έως σήμερα μετά και τη διεύρυνση των οριζόντων της εταιρείας: από τον Murcof και τους Efterklang, μέχρι τους A Hawk and a Hacksaw και την Julia Kent, η Leaf έκανε και κάνει τη διαφορά επιμένοντας σε ένα μικρό πλην δυναμικό κομμάτι της ανεξάρτητης δισκογραφικής πίτας, αυτό που ίσως πολύ πιο ξακουσμένα ονόματα δεν τόλμησαν να κόψουν.
Τάνια Σκραπαλιώρη

Ghost Box (Αγγλία, από το 2004)
Δεκαπέντε χρόνια μετά τη σύνταξη και παράδοση του καταστατικού της, η Ghost Box προβάλλει ως μια από τις πλέον άμεσα αναγνωρίσιμες, σχεδόν σταμπαρισμένες για την αισθητική τους ετικέτες. Κεντρικοί άξονες για τις κυκλοφορίες της αποτελούν, ο ρετροφουτουρισμός, με δόσεις ψυχεδέλειας και την έφεση στα πάσης φύσεως αναλογικά ηλεκτρονικά όργανα να κυριαρχεί, μια μυστικιστική ατμόσφαιρα στα όρια του σκιαχτικού μέσα στο περιρρέον hauntology καλλιτεχνικό ρεύμα, και μια αίσθηση ξεγνοιασιάς και απομάκρυνσης από το αστικό τοπίο, μέσα από ήχους της υπαίθρου, των εστιασμένων στη φύση ντοκιμαντέρ και της παιδικής ηλικίας. Στα σημαντικότερα εγχειρήματα της δισκογραφικής, συγκαταλέγονται αυτά του Jon Brooks (Advisory Circle, Hintermass, The Pattern Forms), των συνιδρυτών του label Jim Jupp (Belbury Poly και Belbury Circle, μαζί τον Advisory Circle εαυτό του Brooks) και Julian House (The Focus Group), καθώς και το Pye Corner Audio πρόσωπο του Martin Jenkins. Ένα πέρασμα από το παραισθησιογόνο σύμπαν της Ghost Box, θα σας μαγνητίσει, οδηγώντας σας σε πολλά περισσότερα (του ενός).
Παναγιώτης Σταθόπουλος

Issue #2Rune Grammofon (Νορβηγία, από το 1998)
Η Rune Grammofon με έδρα το Όσλο, από το ξεκίνημα της το 1998 μέχρι και σήμερα αποτελεί θα λέγαμε τη λοκομοτίβα της νορβηγικής avant garde μουσικής. Με αφετηρία το άλμπουμ 1-3 των υπερ-πειραματιστών Supersilent, έχει καταφέρει να συμπεριλάβει στον κατάλογό της ονόματα που προκαλούν δέος στους ρέκτες της σύγχρονης πειραματικής μουσικής, είτε μιλάμε για jazz και avant-garde jazz, free improvisation, είτε για experimental electronica, ambient κτλ. Ο Arve Henriksen, οι Elephant 9 του Ståle Storløkken, o Reine Fiske, οι Fire! και Fire! Orchestra του (Σουηδού ωστόσο) Mats Gustafsson, οι πιο όψιμοι πειραματικοί δίσκοι των μεγάλων Motorpsycho, οι jazz-metal αλχημείες των Shining, τα ambient/drone ηχοτοπία των Deathprod, η post-punk των Fra Lippo Lippi (πρώιμου σχήματος του ίδιου του ιδρυτή της ετικέτας, Rune Kristoffersen), η art pop της Jenny Hval, είναι κάποιες πιο προφανείς αναφορές στο ρόστερ της, που όμως θέλει πραγματικά «σκάψιμο». Ένα label, πραγματικό κόσμημα για την ευρωπαϊκή μουσική.
Βασίλης Μπέκας

Erased Tapes (Αγγλία-Γερμανία-ΗΠΑ, από το 2007)
Η Erased Tapes είναι μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία που μετράει πλέον 12 χρόνια ζωής και κάμποσα βραβεία. Ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 2007 από τον Robert Raths και ήδη έχει επεκταθεί σε Λος Άντζελες και Βερολίνο. Οι καλλιτέχνες που ανήκουν στην Erased Tapes, αν και δεν χαρακτηρίζονται από κάποιο συγκεκριμένο είδος, υπηρετούν τη σύγχρονη κλασική μουσική, τους ηλεκτρονικούς ήχους, αλλά και τη μουσική δωματίου, με κύριους εκπροσώπους τους πλέον φημισμένους Nils Frahm, Olafur Arnalds, Kiasmos, Lubomyr Melnyk και δεκάδες ακόμη. Το 2017 εγκαινίασε την “Erased Tapes Sound Gallery”, έναν επίγειο παράδεισο για όποιον έχει την ανάγκη να ταξιδέψει με έναν διαφορετικό τρόπο μέσα από τη μουσική και να αποχωριστεί για λίγο τον αγχώδη βιορυθμό που τον βασανίζει, για όποιον θέλει να ακούσει -ή ακόμα και να παίξει- νότες ανάμεσα στις πρότυπες συνθέσεις του 20ού αιώνα και της ambient μουσικής.
Σάντρα Δημητρέλου

Blackest Ever Black (Αγγλία, από το 2010)
Αν υπάρχει μια και μόνο δισκογραφική εταιρεία εκεί έξω που να μπορεί να παινευτεί για τη συνεκτικότητα της αισθητικής της και το πώς αυτή αντικατοπτρίζεται στις (φαινομενικά ετερόκλητες) κυκλοφορίες της, αυτή δεν είναι άλλη από τη λονδρέζικη Blackest Ever Black. Από την αλλόκοτα στριφνή αλλά εν τέλει ακαταμάχητα θελκτική ambient/techno εναπροσέγγιση του post-punk των Raime, μέχρι τη goth/industrial ηδονική οδύνη των Tropic of Cancer και την dub/free jazz ελευθεριάζουσα εσωτερικότητα των Jac Berrocal, David Fenech & Vincent Epplay, τα πάντα στoν κατάλογο της εταιρείας του Kiran Sande παραπέμπουν στην αέναη μελαγχολία και την απόλυτη αισθαντικότητα της εποχής του ρομαντισμού. Εκεί που η σιωπή γίνεται πιο εκκωφαντική από τον ακραίο θόρυβο, εκεί που η ηρεμία μας τεντώνει τις αισθήσεις και η ένταση μας παραλύει, εκεί που το κάθε βάσανο λειτουργεί ως υπόμνηση του υψηλού μας πεπρωμένου, εκεί ακριβώς υψώνεται το σκοτεινό βασίλειο της Βlackest Ever Black.
μήτσος τρούαντ

First live @ ChimeresDenovali (Γερμανία, από το 2005)
Προσπαθώντας να σταχυολογήσει κανείς τη σοδειά των καίριων δίσκων στο πεδίο του σύγχρονου λυρισμού, θα πέσει αρκετές φορές πάνω στο όνομα “Denovali”. Με οπτική που αγκαλιάζει ένα μεγάλο φάσμα ηχητικών πειραματισμών, από την jazz, την ambient electronica και την drone, στην techno και στην κλασική σύνθεση (δωματίου και μη), η εν λόγω εταιρεία από το Μπόχουμ εκδίδει για σχεδόν μια δεκαπενταετία αυτό που μπορείς με το δίκιο σου να αποκαλέσεις «ιδιοσυγκρασική μουσική». Βλέπετε, οι ιθύνοντες του γερμανικού label αφήνουν τους ορίζοντες των αναζητήσεών τους ανοιχτούς στην εκφραστική ευρύτητα και κατ’ επέκταση στη μοναδικότητα του εκάστοτε καλλιτέχνη-σχήματος που προτείνουν. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Denovali επικοινωνεί καλαίσθητα μουσικά δημιουργήματα με αποτελεσματικά υβριδικό περιεχόμενο και καθηλωτικό εικαστικό μέρος, σαν αυτά των Dictaphone, Fogh Depot, Nanook Of The North, Hidden Orchestra, Ensemble Economique, Bersarin Quartett, The Kilimanjaro Darkjazz Ensemble, The Eye Of Time. Η συνέχεια επί των ακροάσεων…
Παναγιώτης Σταθόπουλος

Constellation (Καναδάς, από το 1997)
Eικοσιδύο χρόνια πριν, οι Don Wilkie και Ian Ilavsky αποφασίζουν να δημιουργήσουν την Constellation Records, ώστε να βοηθήσουν δημιουργούς από το Quebec. Μετά από τόσα χρόνια και πάρα πολλούς απίστευτα επιτυχημένους δίσκους, η Constellation λειτουργεί ακόμα κάτω από τις ίδιες αρχές με τις οποίες ξεκίνησε. Δεν δεσμεύουν τους καλλιτέχνες με συμβόλαια, δεν ασχολούνται με δικηγόρους και, κάνουν τα απαραίτητα ώστε να βρίσκονται εκεί και την επόμενη μέρα, για να μπορούν να δώσουν βήμα σε καλλιτέχνες και συγκροτήματα (πια παγκοσμίως) που μοιράζονται τα ίδια ιδανικά με αυτούς. Το ύφος των ονομάτων που φιλοξενεί, κινείται κάπου μεταξύ του post και του avant rock, με συστατικά που ποικίλουν. Τα πλέον κυρίαρχα στον κατάλογό της, είναι οι Godspeed You! Black Emperor και τα παράλληλα project αυτών (Thee Silver Mt. Zion Memorial Orchestra, Hrsta, οι σόλο δίσκοι του Efrim Menuck). Πέραν αυτών όμως, υπάρχουν και άλλοι αξιόλογοι εκπρόσωποί της, όπως οι Do Make Say Think, Colin Stetson, Ought, Matana Roberts, Esmerine, Carla Bozulich, κ.α.
Στέφανος Βαρδάλος

Sacred Bones (ΗΠΑ, από το 2007)
Η Sacred Bones με έδρα το Brooklyn ξεκίνησε την αξιοζήλευτη πορεία της μέσα στο χρόνο το 2007. Και παρά το ότι ειδικεύεται σε είδη όπως post-punk και noise rock (έχει στεγάσει δισκογραφικά κατά καιρούς και τους Pop. 1280, The Men, Uniform, Marching Church μεταξύ πολλών άλλων εκλεκτών εκπροσώπων των δυο ειδών), τα τελευταία (και εν πολλοίς καθοριστικά) 10 χρόνια της ύπαρξης της, επιδεικνύοντας σπάνια για την εποχή μας αντανακλαστικά, έχει επεκτείνει τους ορίζοντες της, κυκλοφορώντας τους δίσκους της κορυφαίας, ίσως, τραγουδοποιού της δεκαετίας μας, Jenny Ηval και της σκοτεινής πριγκίπισσας Zola Jesus. Ήταν η τελευταία που σε μια συνέντευξή της είχε δηλώσει ότι η περίφημη Mute της δεκαετίας του 1980 είναι ουσιαστικά ο παππούς της Sacred Bones και πραγματικά δε θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερο και συνάμα πιο ταιριαστό κοπλιμέντο για την εταιρεία του Caleb Braaten. Αν και, μεταξύ μας, ακόμα και αυτή η Mute θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει στον κατάλογο της διαμαντάκια του ηλεκτρονικού ήχου σαν το No One Dances Quite Like My Brothers των Var.
μήτσος τρούαντ

Instant Classic (Πολωνία, από το 2012)
Εδρεύει στην Κρακοβία και από το 2012 μας προμηθεύει εξαιρετικές κυκλοφορίες. Είτε με τη μινιμαλιστική nu-jazz των LAM και του κλαρινετίστα Wacław Zimpel, είτε με τη jazz-fusion με ινδικά στοιχεία των Saagara, είτε με την πολύ ιδιαίτερη free jazz των Innercity Ensemble και των Jachna / Mazurkiewicz / Buhl, η jazz ζει στην Πολωνία! Αν βάλουμε στο μείγμα και λίγο από το Tortoise-sque στυλ των LOTTO, το space ψυχεδελικό rock των Alameda και των Lonker See, την avant-folk-drone ψυχεδέλεια των Stara Rzeka αλλά και τον experimental metal ήχο των Merkabah, τότε έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα αυτού του υπέροχου label.
Σταύρος Μπέκας

Rocket Recordings (Αγγλία, από το 1998)
Δίχως να εκπίπτει ποτέ, μέσα από αξιοπρόσεκτη δραστηριότητα που έχει «γράψει» ήδη δυο δεκαετίες, η λονδρέζικη Rocket παραδίδει εκεί έξω μουσική με ένα ποιοτικό ελάχιστο, υψηλό σε κάθε περίπτωση. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι στις κυκλοφορίες της η γκάμα των ήχων απλώνεται σε διάφορες κατευθύνσεις, με το ροκ να αποτελεί συνήθως κοινό τόπο. Κι είναι συναρπαστικό το ότι κατορθώνει να διατηρεί στις τάξεις της καλλιτέχνες και σύνολα που δεν «πιάνουν» απλώς το πνεύμα της εποχής τους, αλλά στέκονται εκφραστές θέσεων και απόψεων με στίγμα χαρακτηριστικό, εντελώς μοναδικό σε ορισμένες περιστάσεις. Να όπως αυτό των Gnod, που σμπαραλιάζουν κάθε ασυνειδησία και απανθρωπιά, τόσο στο μουσικό όσο και στο στιχουργικό μέρος, από τους τίτλους των συνθέσεων και των δίσκων τους πρωτίστως. Είναι κι εκείνοι οι Goat, που μπλέκουν ξεσηκωτικά τη δυτική (acid και μη) ψυχεδέλεια με τους αφρικανικούς ρυθμούς και τις ανατολίτικες μελωδίες, οι Housewives με τον πειραματικό αναβρασμό να βγάζει λαβράκια, οι Teeth Of The Sea με μια σαγηνευτική νοοτροπία πάνω στο πως φτιάχνει κανείς φρέσκια ηλεκτρονική δομή με φυσικά όργανα και τζαζ/ροκ στηρίγματα, και πάει ακούγοντας…
Παναγιώτης Σταθόπουλος

Το Lung fanzine είναι μια προσπάθεια να «ξαναμιλήσουμε» για μουσική μακριά από τις ψυχρές οθόνες των κινητών συσκευών και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ένα diy έντυπο που «αναπνέει» για την μουσική και φιλοδοξεί να φέρει ξανά κοντά το λεγόμενο εναλλακτικό ακροατήριο, αλλά κυρίως να καταφέρει να πείσει για το αντίθετο, όσους ισχυρίζονται πως δεν βγαίνει αξιόλογη μουσική σήμερα, όχι μόνο από την έντυπή του εκδοχή, αλλά και από τα δρώμενα που διοργανώνει. Με αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου τεύχους του, το οποίο περιμένει να ανταμώσετε εκεί έξω έχοντας το Noise Rock ως κεντρικό του αφιέρωμα και πολλά ακόμη θέματα που ακουμπούν ποικίλα ηχητικά ιδιώματα, η παρέα που το στήνει διοργανώνει κι ένα Φεστιβάλ. Το Lung Fest: No Festive Stress, Breathe and Celebrate, στο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός την Παρασκευή 29 Μαρτίου, με είσοδο ελεύθερη και τα σχήματα των Bokomolech, Sigmatropic, s̶i̶s̶t̶e̶r̶, Tasos Sagris & Whodoes και Adolf Plays the Jazz (οι οποίοι θα παρουσιάζουν ζωντανά τη δική τους εκδοχή για το σάουντρακ της ταινίας Eraserhead του David Lynch, η οποία θα προβάλλεται ταυτόχρονα πίσω τους) να συγκροτούν το συναυλιακό πρόγραμμα.

Περισσότερες πληροφορίες για το Lung fanzine θα βρείτε εδώ κι εδώ. Για το Lung Fest: No Festive Stress, Breathe and Celebrate εδώ.