Νίκος Σαραντάκος

Δέκα τραγούδια που μ’ αρέσει να τραγουδάω

Κι αν οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, από μια τέτοια έχουν και τα τραγούδια. Μία ξεχωριστή μάλιστα για κάθε ακροατή τους.

Στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερα. Μου αρέσει πολύ να τραγουδάω, είτε με παρέα είτε μονάχος, είναι κάτι που με ανανεώνει και με καθαρίζει από τις σκοτούρες της καθημερινότητας. Θα φανερώσω βέβαια την ηλικία μου, μια και διάλεξα τραγούδια παλιά, αφού κανένα από τα 10 της λίστας δεν είναι τούτου του αιώνα –μερικά μάλιστα είναι πολύ πολύ παλιότερα. Βλέπετε, στον σκληρό δίσκο του μυαλού μας χαράζονται κυρίως τραγούδια που τα γνωρίζουμε και τ’ αγαπάμε στα νιάτα μας. Αλλ’ ας είναι.

Τα περισσότερα τραγούδια της λίστας μου, είναι, φυσικά, πασίγνωστα· όχι όμως όλα. Μάλιστα, καναδυό πρέπει να τ’ ακούνε για πρώτη φορά οι περισσότεροι. Θα ξεκινήσω με ένα μάλλον άγνωστο.

Όταν ήμουν μαθητής στο Λύκειο (πιο σωστά, στις τελευταίες τάξεις του εξαταξίου Γυμνασίου) άκουγα, φυσικά, κάθε απόγευμα από τις 4 στις 5 την εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη στο Πρώτο Πρόγραμμα. Ο Πετρίδης έκανε συχνά-πυκνά διαγωνισμούς. Κάποια περίοδο είχε παρουσιάσει έναν κατάλογο με 100 καλλιτέχνες, τον οποίο κατέγραψα με τη θρησκευτική ευλάβεια των εφήβων, και αρκετές μέρες αργότερα έβαλε ένα τραγούδι, λέγοντας ότι είναι από το συγκρότημα (έτσι τα λέγαμε τότε, όχι μπάντες) που βρίσκεται στον αριθμό 69 του καταλόγου. Ήταν οι Three Dog Night, πήρα τηλέφωνο και το είπα, κι έτσι ύστερα από μερικές μέρες μου ήρθε στο σπίτι το βραβείο, ένα σαρανταπεντάρι δισκάκι. Και βέβαια, είπε και τ’ όνομά μου ο Πετρίδης από τον σταθμό, και το καμάρωνα επειδή κάποιοι και κάποιες με άκουσαν -την ιστορία αυτή την έχω αφηγηθεί και σ’ ένα παλιό μου διήγημα, στο πρώτο μου βιβλίο. Φυσικά, τις επόμενες μέρες άκουγα συνέχεια το δισκάκι που είχα κερδίσει και έμαθα απέξω τους εύθυμους στίχους του.

Λοιπόν, το «Oh what a shame» του Roy Wood.

Την ίδια περίπου εποχή άκουγα συνεχώς Σαββόπουλο. Δεν μπορεί να λείπει ένα δικό του τραγούδι από τον κατάλογο, παρ’ όλα όσα ακολούθησαν.

Διαλέγω ένα που μας είχε απασχολήσει ο στίχος του, και τον συζητούσαμε, εκείνα τα χρόνια: Δημοσθένους λέξις.

Λίγο αργότερα αρχίσαμε ν’ ακούμε μανιωδώς ρεμπέτικα –μάθαινα και μπαγλαμά με τον Σπύρο τον Καλφόπουλο, που είχε το γραφείο του σε μια πολυκατοικία στην Ομόνοια, αλλά δεν τα’παιρνα τα γράμματα. Από εκείνη την εποχή μου έχει μείνει και το τραγουδάω συνέχεια, κάποτε παρέα και με τις κόρες μου (διότι είναι εντυπωσιακό φαινόμενο η αντοχή του ρεμπέτικου σε σύγκριση με άλλα είδη) τα Μπλε παράθυρα του Μάρκου Βαμβακάρη.

Θα διαλέξω την εκτέλεση από την οποία το έμαθα, δηλαδή όχι την αυθεντική με τον Μάρκο, παρά την επανεκτέλεση της Ρεμπέτικης Κομπανίας που μας έμαθε το τραγούδι, το 1975.

Ακούγαμε και πολλά πολιτικά τραγούδια τότε, ανάμεσά τους και αντάρτικα. Θα διαλέξω ένα που με αγγίζει πολύ επειδή το τραγουδούσαν οι δικοί μου, ένα αντάρτικο της Μυτιλήνης, σε μυτιληνιά διάλεκτο. Δεν έχει δισκογραφηθεί, απ’ όσο ξέρω, οπότε θα μου επιτρέψετε να βάλω μιαν ερασιτεχνική ηχογράφηση που είχαμε κάνει με τον αείμνηστο πατέρα μου, φυσικά α καπέλα.

Η μελωδία είναι από ένα διεθνές σουξέ, το Bel ami, από την ομώνυμη ταινία του 1939, με στίχους από τον λαϊκό ποιητή και αντιστασιακό Αργύρη Αραβανόπουλο.

Εδώ.

Μια και ανέφερα τον πατέρα μου, ένα άλλο τραγούδι που του άρεσε να το λέει, όταν ήμουν μικρό παιδί, είναι ο Απρίλης του Μίκη Θεοδωράκη. Στο ρεφρέν υπάρχει ο στίχος «την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ μα το’χω μυστικό», αλλά ο πατέρας μου, για να μη μένω εγώ παραπονεμένος, μια και η αδελφή μου η Λένα μνημονευόταν στο τραγούδι, το έλεγε διασκευασμένο σε «τον γιο μου Νικολό».

Δεν είναι υποχρεωτικό μετά τον Θεοδωράκη να ακολουθεί ο Χατζιδάκις, αλλά δεν είναι κι εύκολο ν’ αποφύγεις τον συνειρμό. Μου αρέσει πολύ να τραγουδάω ένα από την Αθανασία, του 1976, φυσικά σε στίχους Γκάτσου, με τον Μητσιά και τη Γαλάνη. Ένα σπίρτο στο τραπέζι.

Να περάσουμε στην επόμενη ή ίσως στη μεθεπόμενη γενιά συνθετών του έντεχνου τραγουδιού. Παραλείπω έτσι πάρα πολλούς πολύ άξιους, βέβαια. Λοιπόν, αγαπάω πολύ τον Σταμάτη Κραουνάκη, είναι ίσως ο μοναδικός συνθέτης που εξακολουθώ πια να παρακολουθώ συστηματικά· από έναν από τους καλύτερους δίσκους του, σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, Ο γάτος:

Από τότε που ζω στο εξωτερικό ακούω περισσότερα γαλλικά τραγούδια –όχι καινούργια όμως. Αγαπώ πολύ τον Ζορζ Μπρασένς, και από τις δεκάδες τραγούδια του που μ’ αρέσει να τραγουδάω θα διαλέξω ένα από τα πιο γνωστά, την Κακή φήμη, για κάποιον που επιμένει να κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα κι έτσι όλοι οι συχωριανοί του τον έχουν άχτι και θα τον εκδικηθούν ευκαιρίας δοθείσης –εκτός από, κατά σειρά, τους μουγγούς, τους κουλούς, τους κουτσούς και τους τυφλούς.

Μεγαλώνοντας επίσης άρχισα να ακούω πολλή κλασική μουσική και ειδικότερα όπερα, και ακόμα πιο ειδικά ιταλική όπερα –μέχρι και τον Βέρντι, όχι πιο πέρα. Ίσως ο βασικότερος λόγος που έμαθα ιταλικά να είναι ακριβώς οι όπερες. Ωστόσο, η αγαπημένη μου όπερα δεν είναι ιταλική, ή μάλλον είναι ιταλική ως προς τη γλώσσα, σε λιμπρέτο του μέγιστου Κάρλο ντα Πόντε. Εννοώ τον Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ, που τον ξέρω απέξω μέχρι και τα ρετσιτατίβα.

Από το αριστούργημα αυτό διαλέγω την εναρκτήρια άρια του Λεπορέλο, Notte e giorno faticar, όπου ο υπηρέτης του άταχτου άρχοντα παραπονιέται για τα βάσανα του επαγγέλματος πλάι στον αφέντη του. Στο γιουτουμπάκι ακούμε επίσης το ντουέτο του ντον Τζοβάνι με τη ντόνα Άννα και τη μονομαχία του με τον Κομεντατόρε –που καταλήγει στον θάνατο του τελευταίου.

Και για να κλείσω θα βάλω ένα ακόμα τραγούδι από τα νιάτα μου, που δεν πρέπει να είναι πολύ γνωστό.

Όταν ήμουν φοιτητής, ο φίλος μου ο Ντίνος μού είχε δώσει μια κασέτα με τα «Τραγούδια για να γίνεται τζόγος», που τα είχε γράψει και ηχογραφήσει ένας φίλος φίλου του, ο Μιχάλης Λαμπρίδης, που σπούδαζε στην Πάτρα. Καναδυό μου άρεσαν πολύ και τα έμαθα και φυσικά τα θυμάμαι ακόμα. Την κασέτα την έχω αλλά δεν έχω τολμήσει να την ακούσω εδώ και πολλά χρόνια, θα έχει απομαγνητιστεί φοβάμαι. Αλλά κατά μαγικό τρόπο αρκετά τραγούδια του Λαμπρίδη υπάρχουν στο γιουτούμπ, ανάμεσά τους και αυτό που τραγουδάω πιο συχνά, το «Με λεν Λαμπρίδη».

Φτάσαμε κιόλας στο νούμερο δέκα κι έχω τύψεις που άφησα απέξω τόσα τραγούδια που μ’ αρέσουν. Ίσως ξαναδοκιμάσω μιαν άλλη φορά, με ψευδώνυμο.

(Ο Νίκος Σαραντάκος έχει σπουδάσει χημικός μηχανικός και αγγλική φιλολογία. Δουλεύει ως μεταφραστής στο Λουξεμβούργο. Ενδιαφέρεται για τη γλώσσα (φρασεολογία, ετυμολογία, λεξικογραφία) και τη λογοτεχνία. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων και αρκετά βιβλία για τη γλώσσα. Δημοσιεύει κείμενά του στο ιστολόγιο sarantakos.wordpress.com)