ΠΕΡ ΟΠΕΡ ΛΕΚ
Ένα βιβλίο από τον "σημαντικότερο Έλληνα μουσικό της γενιάς του". Του Αντώνη Ξαγά
Δεν ξέρω σε πόσους (...θρησκευόμενους ή μη) λέει κάτι το όνομα Άγγελος Κυρίου. Δεν είναι πάντως διόλου απίθανο να τον έχετε πετύχει σε κάποιο από τα πολλά λάιβ που δίνει στην πόλη αυτός ο ;;;;; μουσικός. Στα οποία εμφανίζεται με μια ήσυχη σεμνότητα, τακτοποιεί τα ηλεκτρονικά του, τα μαραφέτια και τα κουτάκια του, πιάνει την κιθάρα, και παίζει με την ίδια προσήλωση τα τραγούδια του, είτε είναι μπροστά σε κοινό μετρημένων 10 ατόμων είτε 500. Από τις περιπτώσεις που τις λες ...περίπτωση, σε ξεβολεύει, κάποιοι ξιπάζονται, εξού και τα παραπάνω ερωτηματικά, μα τι παίζει ρε παιδιά ετούτος, κάμποσοι συνάδελφοι του τον εκτιμούν ιδιαίτερα, μεταξύ αυτών και ο Larry Gus, ο οποίος σε μια σπάνια κίνηση στα ελληνικά χρονικά του αφιέρωσε κοτζάμ τραγούδι στο επτάιντσο του πλάι στον Αχιλλέα Κυριακίδη (λίγο αργότερα ανταπέδωσε και ο Άγγελος), ο οποίος Larry τον θεωρεί "τον πιο ιδιαίτερο μουσικό που έχει γνωρίσει και τον σημαντικότερο Έλληνα μουσικό της γενιάς του, θα έδινα τα πάντα να μπορούσα να είμαι τόσο πηγαίος και αληθινός όσο αυτός". Εμείς οι υπόλοιποι το παλεύουμε με ακόμη περισσότερα επίθετα, ιδιαίτερος, ιδιάζων, ιδιοσυγκρασιακός, άλλοι προσπαθούν να τον εντάξουν στο ελληνικό αλλόκοτο ρεύμα σε μεταφορά της μοδάτης έκφρασης από το σινεμά, δεν ξέρω αν λένε τίποτε όλα αυτά, όλοι οι καλλιτέχνες δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, να έχουν μια πετριά, κάτι τις το διαφορετικό, το προσωπικό, αλλιώς ποιο το νόημα;
Πολλά επίθετα πάντως... Γενικά είναι ένα θέμα τα πολλά επίθετα...
Προσπαθώ να φανταστώ εκείνη την αυστηρή φιλόλογο, καθηγήτρια έκθεσης στο λύκειο, αν έπεφταν στα χέρια της με το κόκκινο στυλό κείμενα σαν αυτά του ΠΕΡ ΟΠΕΡ ΛΕΚ. Γιατί εν προκειμένω με κείμενα έχουμε να κάνουμε, το βιβλίο είναι μια συλλογή, με αντίστροφη χρονολογική σειρά, κειμένων που γράφτηκαν από το 2010 έως το 2014 και είχαν πρωτοδεί το φως στο ιστολόγιο του και τα περισσότερα έχουν βρει την μουσική τους συνοδεία, λέω τα περισσότερα γιατί ομολογώ δεν κατέχω πλήρη εικόνα της δισκογραφικής παραγωγής του Άγγελου Κυρίου, η οποία είναι καταιγιστική, συνεχής και αχανής σε έκταση (και ψηφιακή στο κυριότατο της μέρος). Πίσω λοιπόν στην εικόνα της καθηγήτριας, αυστηρός κότσος, αυστηρό φουστάνι, αυστηρά συντηρητικά τακούνια, αυστηρό ύφος, τα γυαλιά έχουν γλιστρήσει στο ακρόμυτο, βλέμμα συνοφρυωμένο, μα τι είναι αυτά, είναι λογοτεχνία, είναι ποίηση, και τα σημεία στίξης και οι συντακτικοί κανόνες, τους ξέρεις και τους παραβιάζεις ή τους αγνοείς; Και κυρίως, που είναι τα καλολογικά στοιχεία, ε, με αυτά δεν νομίζω να έχεις και πολλές ελπίδες στις πανελλήνιες αν συνεχίσεις έτσι.
Κατά έναν περίεργο τρόπο η καθηγήτριά μας έχει ένα δίκιο στις παρατηρήσεις της, τα επίθετα είναι πράγματι είδος υπό εξαφάνιση στον λόγο του ΠΕΡ ΟΠΕΡ ΛΕΚ, η παρουσία τους σποραδική και όταν υπάρχει είναι υποστηρικτική μόνο, τον τόνο δίνουν το ρήμα και το ουσιαστικό, η γραφή κατά συνέπεια προκύπτει ρηματική και ουσιαστική, δρώσα, με κίνηση, το επίθετο, το σχόλιο, η συναισθηματική υπογράμμιση υπονοείται κι έτσι απομένει στον αναγνώστη το έργο αυτό. Ποίηση; Δεν ξέρω... Ορίζεται η ποίηση χωρίς να περιορίζεται; Κάποτε, κάπου είχα διαβάσει και μου έχει μείνει ίσως ο πιο επιτυχημένος ορισμός: ποίηση είναι η απροσδόκητη χρήση των λέξεων. Μου κάνει...
Κάποιοι μπορεί να ψάξουν τον δρόμο σε άλλες προσεγγίσεις και -ισμούς, να μιλήσουν για μινιμαλισμό, μεταμοντερνισμό, ακόμη και σουρεαλισμό, κάπως σαν το πιπέρι στα λάχανα ή η ...κινόα στη σαλάτα, όροι που πάνε παντού και από τη συχνότητα (κατα)χρήσης έχουν χάσει πλέον το ουσιαστικό τους νόημα. Προσωπικά θα δοκίμαζα έναν μουσικό παραλληλισμό (έτσι για να μην απομακρυνθούμε και πολύ από τον κόσμο μας) αναφερόμενος στην μικροδομική σύνθεση. Ουάοουυ που λέει και κάποιος ...γνωστός, προχωρημένο ακούγεται, δεν είναι όμως, ούτε καν μοντέρνο, granular synthesis το λένε στα ξένα και είναι μια τεχνική η οποία χρονολογείται από το 1946, την πατρότητα διεκδικούν ο Dennis Gabor και ο "δικός μας" Iannis Xenakis, εντάξει, οι πατρότητες στην τέχνη δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία όση συνήθως τους αποδίδεται. Και κατ' ουσία πρόκειται για έναν τρόπο σύνθεσης ο οποίος βασίζεται σε grains, σε κόκκους, ούτε πράσινους ούτε μπλε, αλλά ηχητικούς, κάτι σαν ένα είδος sampling, μόνο που εδώ τα δείγματα σπάνε σε ακόμη μικρότερα θραύσματα, τα οποία στη συνέχεια μπορεί να ανασυνδυαστούν και να παιχτούν με όποιον τρόπο μπορεί να φανταστεί ο δημιουργός, δίνοντας συνήθως ως αποτέλεσμα κάτι από αυτό που αποκαλούμε εύκολα "ηχοτοπίο" (πρόσφατα άκουσα ένα τέτοιο δείγμα, σε τίτλο κιόλας, ως "A granular buzuk' από τον Jerusalem in my Heart). Κάτι τέτοιο (κατ' αναλογία) μου φαίνεται ότι κάνει και ο Άγγελος Κυρίου, έτσι όπως μέσω της θρυμματισμένης γλώσσας, σπάει και την ίδια την ζωή, την "πραγματικότητα", σε μικρότερες στοιχειώδεις ψηφίδες, σε άτομα, σε στιγμές, σε μονάδες, που τις ανασυναρμολογεί για να φτιάξει το δικό του (αστικό) εικονοτοπίο.
Η πρώτη ύλη, το μετάλλευμα για τη σύνθεση αυτή υπάρχει άφθονο τριγύρω μας. Άφθονο και σπάνιο ταυτόχρονα, σπάνιο επειδή είναι κατά βάση απαρατήρητο από ένα βιαστικό βλέμμα. Και για να το βρει ο ΑΚ τριγυρίζει στην πόλη με τα μάτια ανοιχτά και την εγρήγορση οξυμμένη, είναι η Αθήνα η πόλη, κι ας μην κατονομάζεται, σε αυτή τριγυρίζει από το "πρωί που ξυπνά με κλειδιά", τους ήχους της πολυκατοικίας, το ξυπνητήρι, το ραδιόφωνο, τις φωνές των από κάτω, μετά έξω, τρέχει πίσω από λεωφορεία, στριμώχνεται στα τρόλεϊ, ακυρώνει εισιτήρια, ανεβαίνει σκάλες, κατεβαίνει σκάλες, κυλιόμενες και μη, ασανσέρ (όταν δεν είναι χαλασμένα), στέκεται σε ουρές, βγαίνει στους δρόμους οι οποίοι έχουν τις δικές του ιστορίες, σαν συλλέκτης/κλέφτης εμπειριών, ασήμαντων απλών στιγμών που περνούν και χάνονται, εκείνων που αποτελούν την "σκοτεινή ύλη" του ασυνείδητου μας, την συμπιεστή ύλη η οποία εξαλείφεται από τη μνήμη η οποία κρατά μόνο τα σημαντικά (ή "σημαντικά" αν προτιμάτε). Και μετά, ξαναμπαίνει στο τρόλεϊ, και κοιτάζει έξω, τον κόσμο, το βλέμμα είναι επιλογή, τώρα που το σκέφτομαι, το βιβλίο θα μπορούσε να παρομοιαστεί και με ένα παράθυρο τρόλεϊ (είναι και κίτρινο το εξώφυλλο, αν και φευ, τα τρόλεϊ δεν είναι πια κίτρινα).
Κι αν έτσι έχουν γραφτεί τα κείμενα, θα μου πείτε τώρα πώς διαβάζονται; Ειδικά έτσι που σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να φαντάζουν και κάπως χαοτικά, δαιδαλώδη (το τίμημα του πηγαίου και του αυθόρμητου;). Κάπου λέει μέσα σε μια έμμεση υπόδειξη "ψιλογουστάρω, ψιλοβαριέμαι, προχωρώ" Μόνο έτσι. Ξαναχάνομαι, αφήνομαι στην ροή των λέξεων, δεν είναι από τα βιβλία που στέκεσαι να καταλάβεις, κάθε λέξη, κάθε πρόταση, προχωράς, και κάποια στιγμή αναδύεται ένα pattern, κάτι σου τραβάει την προσοχή, κι ένα λαμπάκι ανάβει πάνω από το κεφάλι. Σάμπως η τέχνη όλη, για σκεφτείτε το, με συνειρμούς δεν λειτουργεί; Συνειδητούς και ασυνείδητους, ωππ, κάτι μου θυμίζει αυτό, αφορμή μπορεί να είναι ένας ήχος, ένας στίχος, μία εικόνα, κάπως έτσι μπορεί να εκκινήσει μια ολάκερη αλυσωτή αντίδραση, ένα νετρόνιο που σπάει άλλους πυρήνες, και παράγει κι άλλα κι άλλα νετρόνια και μετά χάνεσαι στον δικό σου κόσμο.
Από τέτοιες αφορμές πάντως στο ΠΕΡ ΟΠΕΡ ΛΕΚ δεν υπάρχει έλλειψη. Οι οποίες μπορεί να είναι σπαρταριστές παρατηρήσεις οι οποίες μπορεί να ξυπνήσουν μνήμες
"τίκι τίκι τίκι ταα ήχος από χτύπημα κλειδιών σε σιδερένια ας πούμε επιφάνεια, ναι ναι στην πόστα του ανελκυστήρα, εκνευριστικό όσο -αλλά ίσως περισσότερο από- χτύπημα χεριού με δαχτυλίδια σε έδρα δημοτικού σχολείου"
μικρά θεατρικά υποδόριας μελαγχολίας
"μέρες που ο μόνος ζωντανός διάλογος στον οποίο συμμετέχεις είναι
-60 λεπτάκια
-ορίστε
-τα ρέστα σας και η απόδειξή σας, ευχαριστούμε
-ευχαριστώ"
ή ολάκερες συμπυκνωμένες ιστορίες, σαν την αγαπημένη μου, ευφυέστατη και ...βγαλμένη από τη ζωή:
"Η σχέση μας ορίστηκε από δύο οδοντόβουρτσες
και κράτησε δύο οδοντόκρεμες"
Ντάξει...
Γαμώ...
(που θα έλεγε και ο ίδιος)
(Εκδόσεις Μαστός)