Η Διαλεκτική της Ποπ
Η 'σοβαρή' ακαδημαϊκή ενασχόληση με την ποπ (με τη διεσταλμένη έννοια) έχει κατά καιρούς οδηγήσει σε τέρατα. Με κάποιες εξαιρέσεις. Ο Άρης Καραμπεάζης γράφει για μία τέτοια, ολοκληρώνει το κείμενο χωρίς αναφορά σε "κουλτούρα" και -παραλίγο- σε 'Αντόρνο"
(Σημείωση: Για να πιάσουμε το νήμα σωστά, θα έπρεπε να είχαμε ασχοληθεί με ένα ακόμη βιβλίο της σειράς των γύρω από την μουσική βιβλίων του ενδιαφέροντος εκδοτικού οίκου Fagotto Books, και μάλιστα εκείνη την φορά από Έλληνα συγγραφέα. Αναφέρομαι ασφαλώς στο προ οχτώ πλέον ετών κυκλοφορημένο ‘Iστορία της μουσικής παραγωγής (οι εταιρείες, οι τεχνολογίες και τα πρόσωπα που άλλαξαν τον ήχο)’, του Νίκου Πατηνιώτη. Όταν είχα διαβάσει εκείνο το βιβλίο, το οποίο ασφαλώς και προτείνεται προς ανάγνωση, άλλωστε στα εγχώρια πράγματα είναι από καινοτόμο έως ανάδελφο, είχα θεωρήσει ως μόνο ‘μειονέκτημα’ του το ότι μέσα στη δίνη της πράγματι εξαντλητικής έρευνας και της επάρκειας τεχνικής γνώσης, φιλτράρει καθ’ υπερβολή την ιστορία ή/και την ουσία της μουσικής μέσα από τις διαδικασίες παραγωγής της, δηλαδή τα μέσα ηχογράφησης, αλλά και τα μέσα αναπαραγωγής για την ακρίβεια).
Που να ήξερα τι με περιμένει εδώ.
Το πρώτο λοιπόν δεδομένο στο οποίο πρέπει να συνηθίσει ο υποψήφιος αναγνώστης της ‘Διαλεκτικής της Ποπ’ είναι η άνευ ετέρου διασταλτική ερμηνεία του όρου, υπό τον οποίο εμπεριέχονται τα πάντα τα οποία έχει ακούσει/δεν έχει ακούσει, γνωρίζει/δεν γνωρίζει και κάποια περισσότερα που ούτε καν τα υποψιάζεται. Στη συνέχεια και καθώς προχωράει στην ανάγνωση του βιβλίου, η σύμβαση στην οποία θα πρέπει να προσχωρήσει είναι εν πολλοίς το ότι η διαφορά από τους Throbbing Gristle μέχρι την Rihanna δεν είναι απλώς τυχόν δυνατό να γεφυρωθεί, αλλά ούτε καν ως αμελητέα κρίνεται. Το ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφορά μεταξύ τόσο αυτών, όσο και μεταξύ όλων των άλλων.
Και γιατί όλα αυτά; Για τον απλούστατο λόγο ότι η pop εδώ είναι τα πάντα. Δηλαδή τα πάντα που γνωρίζουμε. Δηλαδή τα πάντα που ακούμε. Δηλαδή όλη και η κάθε ηχογραφημένη μουσική. Τίποτε δεν μένει έξω από την pop, ως ηχογραφημένη μουσική, ακόμη και οι ηχογραφήσεις της ‘σοβαρής μουσικής’. Το πρόβλημα (ή η λύση όπως το πάρει κανείς) δεν είναι δηλαδή η ποπ, αλλά είναι και παραμένει η ηχογράφηση της.
Μα ποιος τυχόν άραγε μέγιστος της Διαλεκτικής περί της Μουσικής τα υποκινεί και τα υποδαυλίζει όλα αυτά, πυροδοτώντας τον όχι και τόσο κοινό pop νου της Agnes Gayraud να γράψει και να παραδώσει αυτό το βιβλίο (στην τελική του μορφή ως pop βιβλίο αναφέρομαι, όχι στην πρωτότυπη ακαδημαϊκή); Κάποιος μου έρχεται στο μυαλό, αλλά ούτε το όνομα του δεν είμαι άξιος και δεν θέλω να γράψω. Και το τελευταίο (το δεν θέλω δηλαδή) όχι απαραίτητα επειδή το έχουμε ρίξει συλλήβδην στη jazz, κατά πως έχουμε πει.
Ακόμη και σε επίπεδο ευφυολογημάτων και λογοπαίγνιων με το αντικείμενο της, η Agnès Gayraud είναι περισσότερο διαβασμένη από όλους μας, και τα εμπεριέχει όλα. Και το Pop Will Eat Itself, αφήνοντας μας χωρίς υπέρτιτλο του κειμένου. Και τους ‘pop κριτικούς’, σοβαρούς και μη, trendsetters και ανίκανους προς αυτό, για τους οποίους, ας μας επιτραπεί να πούμε, ότι διατηρεί μία αδιόρατη υπεροψία σε κάθε αναφορά προς αυτούς. Σχεδόν σαν να τους τσουβαλιάζει και αυτούς στο άρμα της pop, και να τους λέει ‘καλά μας τα είπατε μέχρι τώρα, αφήστε όμως να μιλήσουμε και εμείς οι φιλόσοφοι και να πούμε κάτι σοβαρό’. Δεν θα διαφωνήσω στη στάση της, παρότι δεν με βολεύει, και θα εξηγήσω λίγο παρακάτω το γιατί (νομίζω τουλάχιστον).
Θα σημειώσω πάντως ότι παρότι σε έναν διόλου αμελητέο πρόλογο σχεδόν πενήντα σελίδων, επιχειρείται υπό της φιλοσόφου-συγγραφέως να επεξηγηθεί το πως και γιατί συλλήβδην άπαντα τα ηχογραφημένα είναι και θα τα λέμε pop, εν τούτοις σε μόνες αυτές τις σελίδες είναι που μάλλον δεν πείθει, καθώς επεξηγεί μεν, αλλά δεν αποτιμά τελικά, όπως δεν θα αποφύγει (ευτυχώς) να κάνει στη συνέχεια. Διότι και ποπ φιλόσοφος να είσαι, αν δεν πάρεις τελική θέση επί του αντικειμένου σου, δεν θα μας έχεις πει και πολλά στο τέλος είναι αλήθεια.
Και δεν πείθει σε αυτό το πρόωρο σημείο του βιβλίου, σε βαθμό, που μπορεί και να σε παρασύρει να παρατήσεις την ανάγνωση, αν τυχόν θέλεις την pop σου ανόθευτη και την improv jazz σου άνευ pop (δεν μου βγήκε το λογοπαίγνιο εδώ).
Παρόλα αυτά στις αμέσως επόμενες σχεδόν 500 σελίδες και δη μετά το (όχι και τόσο κοπιώδες όσο θα φαντάζονταν κανείς), τέλος αυτών, η Gayraud το κερδίζει το στοίχημα. Ναι. Τα πάντα γύρω και μέσα μας, στη δισκοθήκη και στους σκληρούς δίσκους μας, στις streaming πλατφόρμες μας, αλλά και στα γνωστικά ράδια τύπου NTS που επιδιώκουν να υποκαταστήσουν την σημασία της προσωπικής επιλογής στη μουσική, στο βωμό της εγνωσμένα έγκριτης αισθητικής, είναι pop και τίποτε περισσότερο.
Συνεπώς, και αν είναι pop, δεν τα φοβόμαστε, αλλά δυνάμεθα ακόμη και να διαλεχθούμε με αυτά, μιας και τόσα χρόνια απλώς και μόνον αόριστα διαλογιζόμαστε επ’ αυτών καθώς φαίνεται (να και ένα ευφυολόγημα που της ξέφυγε της Agnes, καθότι όσα philosophopop πτυχία και να έχει κανείς στην Eσπερία, είναι μάλλον αδύνατο να ζει για να ακούει Βασίλη). Πάμε παρακάτω.
Κάπου εδώ λοιπόν θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μέσες-άκρες, λίγο-πολύ, κάπου εδώ-κάπου εκεί, από όπου και να το πιάσει κανείς, η ‘Διαλεκτική της Ποπ’ είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Αναμφίβολα δε το πλέον σημαντικό από όσα μπορούμε να διαβάσουμε στο αντικείμενο του, τουλάχιστον εμείς οι εκτός ακαδημαϊκής έρευνας και πρόσβασης, καθώς μας προσφέρεται και αυτό με τη σειρά του ως ένα ποπ ανάγνωσμα. Δεν μπορώ να φανταστώ καν το μανίκι που θα τρώγαμε αν δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά και ούτε θέλω να αναμετρηθώ εδώ με την μετάφραση του, η οποία πάντως στο τέλος της ημέρας είναι τουλάχιστον χρηστική και σίγουρα όχι παραπλανητική, αν και όχι απαραίτητα μη επιδεχόμενη αντιλόγου σε επιμέρους σημεία.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα στα χέρια μας, και έχοντας αφομοιώσει το δίχως άλλο όλη την βιβλιογραφική pop γνώση των τελευταίων δεν-ξέρουμε-κι-εμείς πόσων ετών, είναι το βιβλίο των βιβλίων για το αντικείμενο του. Και για ένα δύο παράπλευρα αντικείμενα ακόμη, θα λέγαμε.
Δεν καταδέχεται να αντιπαρατεθεί με τα θεμέλια της πίστης μας, είτε αυτά είναι τα λόγια γραπτά του Greil Marcus, είτε τα αλήτικα λόγια του Nick Kent, αλλά σχεδόν τα συνθλίβει με την τακτική που αμέσως παραπάνω εντοπίσαμε. Συνδιαλέγεται όμως με την ‘Retromania’ του Simon Reynolds, και έχω την αίσθηση ότι σχεδόν συγκρατείται να μην την χρησιμοποιήσει περισσότερες φορές ως σημείο αναφοράς, καθώς θα αυτοϋπονομεύσει την βασική στόχευση της, σε σημείο που μπορεί και να την ανατρέψει με ίδια μέσα.
Aλλά όπως και να έχει πρόκειται για ένα βιβλίο, μετά το πέρας της ανάγνωσης του οποίου, είτε καλυφθεί από μία δυσαναπλήρωτη ματαιότητα περί του τι άκουγε και τι διάβαζε όλα αυτά τα χρόνια (πρακτικά όλη του τη ζωή, που είναι ήδη δραματικά περισσότερη από όση του απομένει), είτε αναβαπτιστεί παρασυρόμενος στην ιδέα του ότι ανοίγεται μπροστά του ένας ολότελα νέος κόσμος προσωπικής του διαλεκτικής με την ποπ και πως να την αποφύγει στη συνέχεια της (δραματικά εναπομείνασας) ζωής του, ο σοβαρός μουσικόφιλος αναγνώστης θα αναγνωρίσει στις σελίδες του το μουσικό βιβλίο, που πέρα και πάνω από όλα ενέχει τον κίνδυνο να τον απομακρύνει για τώρα και για πάντα από όλα τα μουσικά βιβλία.
Και αυτό δεν το λέω ως αστείο. Εδώ και ένα μήνα, δεν έχω πιάσει μουσικό βιβλίο από όσα περιμένουν να ξεκινήσουν ή/και να τελειώσουν, και τελικά δεν νομίζω να απασχοληθώ ποτέ ξανά με εκείνη την περιβόητη βιογραφία της Miki Berenyi, που ούτως ή άλλως εξαρχής δεν κατάλαβα ακριβώς για ποιο λόγο χαιρετίστηκε ως το νέο ημερολόγιο της Άννας Φρανκ.
Καθότι τι μένει να ειπωθεί, τι μένει να αναλυθεί, τι να κριθεί και τι να αναθεωρηθεί, όταν τα πάντα πλέον έχουν αφομοιωθεί στο φάσμα (για να μην πούμε στο μπλέντερ), μίας αλόγιστα ενημερωμένης διανοούμενης.
Η οποία εκτός των άλλων, εκεί που είσαι έτοιμος να της προτάξεις την απλούστατη (αλλά αμάχητη) κατηγορία περί του τι να μας πει και αυτή και αυτή, αυτή απ’ την ζωή της, μια νύχτα από την pop ζωή μας ολόκληρη η δική της, σου αποκαλύπτεται και η ιδιότητα-ειδικότητα της ανθυποπσταρ, που έχει σε ένα νεφελώδες indie στερέωμα του σήμερα, το οποίο βέβαια καθιστά πλέον τους κάθε Stereolab ως το απόλυτο εργαστηριακό πρότυπο, χωρίς να εξετάζει τον βαθμό περιεκτικότητας σε βιώματα, και μια και καλή σε κολλάει και από αυτό το μετερίζι στον τοίχο. Είμαστε πολλοί και πολύ λίγοι, μπροστά στη Agnés Gayraud στο ζήτημα με το οποίο εξαντλείται και επιχειρεί να μας το εξαντλήσει, και ούτε αυτό το αναφέρω ως αστείο.
Αν είστε pop μουσικοί (δηλαδή αν είστε είτε ο Burzum, είτε ο Πασχάλης των Olympians) δεν συνιστώ να διαβάσετε το βιβλίο. Μάλλον θα πέσετε σε βαριά κατάθλιψη, και όποιος και από τους δύο παραπάνω είστε, είναι σίγουρο ότι δεν θα την αντέξετε την κατάθλιψη ακόμη και στην ελαφρά της μορφή.
Αν είστε pop μελετητές, κριτικοί, επίδοξοι συγγραφείς κλπ, πέραν του ότι θα νιώσετε μειονεκτικά, συνιστώ να καταπιείτε την περηφάνια σας, και να το διαβάσετε το βιβλίο. Με προσεχτική σταχυολόγηση και σημειώσεις, θα ξεσηκώσετε πολλά περισσότερα από όσα σας χρειάζονται για να εμπλουτίσετε με τον πλέον ακατανόητα εντυπωσιακό τρόπο τα αμέσως επόμενα τουλάχιστον εκατό κείμενα σας, περί του αντικειμένου που πραγματεύεστε. Θα το κάνω προς το τέλος του εδώ κειμένου, και βλέπουμε για τα επόμενα ενενήντα εννέα.
Αν είστε απλώς ακροατές pop μουσικής, ειλικρινά δεν βλέπω με ποιο δήθεν τρόπο θα καταλήξετε όχι τυχόν στο να μπείτε στον κόπο να διαβάσετε, αλλά έστω και να αγοράσετε αυτό το βιβλίο, συνεπώς δεν έχω καμιά σύσταση ή/και προτροπή προς εσάς.
Αν ανήκετε όπως εγώ σε μία γενιά επίμονων μουσικόφιλων/ ακροατών/ αναγνωστών και ίσως και γραφιάδων περί μουσικής, η ‘Διαλεκτική της Ποπ’ είναι το ιδανικό τέλος σε μία πορεία που ξεκίνησε διαβάζοντας με τα χίλια ζόρια τον ‘Ήχο της Πόλης’ του Gillet Charlie, παρότι γρήγορα στην ανάγνωση κατανοήσατε με πίκρα ότι δεν γράφει για τίποτε που πραγματικά σας ενδιαφέρει, κατόπιν περάσατε σχεδόν αμέσως στον ‘Ωκεανό του Ήχου’ του David Toop, καθυστερώντας όμως εκεί να κατανοήσετε πως όσα σας ενδιαφέρουν, δεν έχουν καν το πραγματικό ενδιαφέρον το οποίο προσδοκούσατε και επιδιώκατε και καταλήγοντας στο ότι καλά μας τα είπε ο Simon Raynolds, αλλά τελικά είμαστε πάντοτε καταδικασμένοι να τριγυρνάμε γύρω από την retro pop ουρά μας.
Είναι μάλιστα ένα βιβλίο, τόσο επιβλητικό στην συστηματική του εμβάθυνση, και τόσο αναπόδραστα άνετο στο να ελίσσεται ανάμεσα σε όσα νόμιζε ότι γνωρίζει εξαντλητικά ο καθένας μας (αλλά δεν, τελικά) και να εξελίσσει αυτά, που αν θέλαμε να το αντιστοιχίσουμε με κάποια από τις γνωστές μας παλιές και νεότερες διαθήκες, θεωρώ ότι θα έπρεπε να το προκρίνουμε ως το Κοράνι της περί της ποπ σκέψης και διανόησης. Διότι και πολλά πολλά δεν σηκώνει ως αντίλογο και πολέμους δύναται να κινήσει, αν τα πάρει κανείς στα πολύ σοβαρά όσα θα του καταρριφθούν εδώ μέσα. Ας το πάρει ο καθένας (από τους πέντε-δέκα που θα το διαβάσουν) στο χέρι του λοιπόν, ας το υψώσει και ας προχωρήσει κραδαίνοντας την μόνη του αλήθεια. Αν ασφαλώς έχει καταφέρει να την κατανοήσει προηγουμένως.
Κλείνοντας δεν έχω παρά να σημειώσω ότι νωρίτερα σήμερα το μεσημέρι συνάντησα τον Θοδωρή Βλαχάκη των Magic De Spell στη γνωστή γωνία της Κωλέττη με Θεμιστοκλέους στα Εξάρχεια (όχι σε κάποιο δισκάδικο δηλαδή, αλλά στα σουβλάκια των κατ’ ευφημισμό πλέον, μετά την αποχώρηση του δεύτερου, Μάνου-Γιώργου), και μου έλεγε – προς τιμήν του- ότι παίζει εδώ και αρκετά χρόνια πλέον μια τρομερή γεροντολαγνεία στη φάση που παρότι τον βολεύει δεν την περίμενε και μάλλον τον ξαφνιάζει, καθώς ‘ενώ κάπου στο 2010 ήταν σχεδόν αστείο έως και ντροπιαστικό να λέει κάποιος ότι ακούει και ασχολείται με εμάς, σήμερα γίνεται τέτοιος χαμός που ούτε οι ίδιοι το πιστεύουμε’.
- ‘Η ιστορική συνείδηση της pop είναι πιο υπερμνησιακή από ποτέ’.
Αυτή είναι μάλλον η μέχρι νεωτέρας διερεύνησης οριστική πρόταση κατακλείδα της Gayrud κάπου στην σελ. 505 του βιβλίου και ως έναρξη στο υποκεφάλαιο υπό τον τίτλο ‘Υπερμνησία’, όπου μεταξύ άλλων μας υποδεικνύει αυτό που πάντοτε ξέραμε, αλλά δεν είχαμε το γνωστικό υπόβαθρο να ερμηνεύσουμε ως την πραγματική έννοια του guilty pleasure, που μας βασανίζει σαν ακροατές ποπ μουσικής από τα γεννοφάσκια έως το σάβανο μας, δηλαδή το ότι ‘τα revival φορτίζονται με μία νέα ενοχή, καθώς το βάρος της μνήμης του παρελθόντος, υπερισχύει του ενθουσιασμού της εκ νέου ανακάλυψης’. Για να καταλήξει και πάλι στον Simon Reynolds, ο οποίος σαν να τον βλέπω να την παραφυλάει από μια γωνιά και να χαμογελάει σαρδόνια με το ότι δεν καταφέρνει τελικά να τον κοιτάξει με υπεροψία, τουλάχιστον αυτόν.
Συνεπώς, τι είναι προτιμότερο να επιλέξει κανείς για να κοινωνήσει διάφορες τέτοιες μικρές αλήθειες περί της pop ουσίας; Να διαβάσει 550 σελίδες σκληρά πυκνής γραφής που θα τον κολλήσουν στον τοίχο σε ζητήματα επίκαιρου, διαχρονικού, αλλά και μελλούμενου να θεσπιστεί μουσικού περί της ποπ δικαίου ή απλώς να κάνει μια συνηθισμένη βόλτα για σουβλάκια και μπύρες, σε ανυποψίαστα περί της ‘Διαλεκτικής της ποπ’ στέκια;
Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Αυτό που σίγουρα θα πρέπει να αποκλειστεί όμως είναι το ότι για να διαβάσει κανείς το βιβλίο της Agnés Gayraud, ή πολύ περισσότερο για να προτρέψει τον οποιοδήποτε να το διαβάσει ή όχι, πρέπει δήθεν σώνει και καλά να αναφερθεί στον Adorno. Προσωπικά, θα προτιμήσω να ανοίξω τον διακόπτη του φωτός για να δω τον ελέφαντα στο δωμάτιο, χωρίς να χρειαστεί να πω κουβέντα ούτε για τον Έντισον, ούτε για τον Τέσλα.