Crossover the Edge
Οι γεωλόγοι λένε ότι εκεί που συναντιούνται οι τεκτονικές πλάκες λαμβάνουν χώρα τα πιο σημαντικά κι ενδιαφέροντα (αλλά και επικίνδυνα) φαινόμενα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει ίσως και στη μουσική. Ένα βιβλίο για μια τέτοια θερμή συνάντηση μεταξύ του μέταλ και του πανκ. Του Μίλτου Τσίπτσιου
Με το βιβλίο αυτό ολοκληρώνεται κατά κάποιο τρόπο το καρέ με τις σπουδαιότερες εκφάνσεις της punk-rock μουσικής, μετά το πρώτο της ξεπέταγμα, μία τετραλογία που περιλαμβάνει τα δύο βιβλία του Ian Glasper, το ένα για το anarcho punk, το άλλο για τη δεύτερη γενιά, και η οποία μεταφέρεται στην Αμερική για το ‘American Hardcore’ του Steven Blush. Η ενότητα συμπληρώνεται –και μάλλον κλείνει– τώρα με το βιβλίο του δικού μας Αλέξανδρου Ανεσιάδη, με ένα βιβλίο το οποίο ασχολείται με το ακόμη πιο ακραίο ηχητικά μόρφωμα του είδους, το crossover, την υπό μία έννοια ζεύξη του hardcore punk με το metal.
Ξεκινώντας με μία μικρή ιστορική αναδρομή η οποία εστιάζει στις ρίζες του είδους, τα συγκροτήματα δηλαδή που έδωσαν το έναυσμα και τις επιρροές για τους μετέπειτα (από Blue Cheer και Stooges, ως Blue Öyster Cult μέχρι και Motörhead), ο συγγραφέας περιγράφει την εξέλιξη του είδους, καλύπτοντας τη χρονική περίοδο από την αρχή της δεκαετίας του ογδόντα μέχρι ουσιαστικά το τέλος της, όταν πια το είδος άρχισε να παρακμάζει.
Στο κυρίως πιάτο παρουσιάζονται τα σημαντικότερα (αν όχι όλα) τα συγκροτήματα του είδους, με επιλεγμένη δισκογραφία, ενώ συνήθως η ιστορία τους και διάφορες μικρολεπτομέρειες παρουσιάζονται από τα ίδια τα μέλη με συμπληρωματικά στοιχεία για πως το έζησαν αυτοί εκ των έσω. Μεγάλη σημασία πρέπει να δοθεί στο ότι ο Αλέξης εκφέρει και αυτός τη γνώμη του όχι αποστασιοποιημένα, μα σαν οπαδός, υμνώντας σχεδόν τις καλές στιγμές, στιγματίζοντας και καυτηριάζοντας τις άσχημες, κατακρίνοντας μάλιστα δουλειές και συμπεριφορές που δεν ήταν αξιόλογου επιπέδου.
Τη μερίδα του λέοντος κρατάει η Αμερική, ακολουθούμενη από τη Βρετανία, ενώ υπάρχει αναφορά σε αναρίθμητα συγκροτήματα του είδους από κάθε γωνιά της γης, μη εξαιρουμένης της Ελλάδος η οποία απ’ ότι φαίνεται είχε μία μικρή αλλά αρκετά σφριγηλή σκηνή.
Πραγματικά αξιέπαινη προσπάθεια η οποία θα πρέπει να αγκαλιαστεί από όλους τους φίλους του punk και του metal, όχι γιατί ο συγγραφέας είναι Έλληνας, αλλά γιατί αυτή η επίπονη δουλειά που έγινε αξίζει να βρει και την ανάλογη ανταπόκριση (πέρα από τις όποιες οπαδικές προτιμήσεις).