We Can Be The New Wind (Earthisland Publishing)
Η αλληλεπίδραση του πανκ με το alternative (πριν τον ευτελισμό του όρου) ροκ σε ένα βιβλίο-ποταμό (ή μήπως ανεμοστρόβιλος;) Σημείωση: δεν είναι διδακτορική διατριβή. Του Άρη Καραμπεάζη
Τα τελευταία χρόνια, σχεδόν είκοσι πλέον, δηλαδή κάπου από το 2004-2005 και μετά οπότε και το ροκ παρότι μεν δεν πέθανε, εν τούτοις έπαυσε να επιδρά, και κατά τις πιο ορθά μη ευοίωνες προβλέψεις ποτέ δεν θα επιδράσει ξανά στο μέλλον όπως το έκανε στο παρελθόν, προέχει -και αρκετές φορές έχει και μεγαλύτερη σημασία- η αποτίμηση του.
Δεν λέμε η νεκρολογία του, παρότι με αυτά που διαβάζουμε εδώ κι εκεί, κοντά είμαστε στο να το πούμε. Με αυτά δε που ακούμε, ακόμη πιο κοντά. Αλλά ίσως και να έχουμε γεράσει. Και εμείς μαζί με το ροκ.
Ήδη πριν από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, η αποτίμηση αυτή όχι απλώς ανακυκλώνεται, αλλά ακόμη και το ανακυκλωμένο προϊόν της αναζητά διεξόδους ανακύκλωσης.
Συνεπώς, ειδικά όσοι την επιχειρούν, πρέπει να παραδεχτούμε, και εμείς και αυτοί, ότι είτε είναι πολύ αφελείς έως περιορισμένων ικανοτήτων, οπότε και φυσιολογικά απασχολούνται με τα ίδια και τα ίδια, χωρίς όχι μόνο αποτίμηση να προσφέρουν, αλλά επιταχύνοντας την υποτίμηση, είτε είναι απλώς ζορισμένοι και όχι ζόρικοι, όπως πρωτίστως πρέπει να είσαι για να γράψεις ένα ροκ βιβλίο.
Λίγοι βρίσκουν χώρο να καινοτομήσουν σε αυτό το -εύλογα πάντως- αδιέξοδο ενός πολυκαιρισμένου προϊόντος, που έκανε καριέρα με το να (επανα)πλασάρεται ως ‘νέο και ανατρεπτικό’ και που το κατάφερε ουκ ολίγες φορές, ακόμη και όταν βεβαιωμένα δεν ήταν. Μπράβο του. Δεν έχει ξαναγίνει, αλλά δεν πέρασε καν ένας αιώνας ιστορίας, ας μην γελιόμαστε.
Ο Αλέξανδρος Ανεσιάδης (Θεσσαλονικιός, ΠΑΟΚτζής, και Πάνκης, να τα λέμε από την αρχή αυτά) φαινόταν ήδη από το πρώτο του βιβλίο (Crossover- The Edge- Where Hardcore Punk And Metal Collide) ότι έχει μεθοδεύσει έξυπνα την εύρεση χώρου ή/και χώρων, για να γράψει ένα ροκ βιβλίο (ή και περισσότερα, ως αποδείχτηκε), εκεί που φαινομενικά δεν υπήρχε καθόλου χώρος. Καθώς δε αν με ρωτάτε πλέον, χώρος για ροκ βιβλία δεν υπάρχει ποτέ, τα περιοδικά έχουν καταγράψει την ιστορία επαρκώς, και όποιος δεν την διάβασε, κάτι λάθος έκανε.
Σε πρώτη ανάγνωση της μεθόδευσης του (αλλά όχι και του βιβλίου του ίδιου), η ιδέα του δεν ήταν καινοτόμος και παραμένει να μην εμφανίζεται ως τέτοια. Στο τέλος της ανάγνωσης όμως αναδεικνύεται ότι τελικά ο άνθρωπος δούλεψε σε ένα θέμα tabula rasa, το οποίο και δημιούργησε, χωρίς όμως να το εκβιάζει Και αν στο πρώτο βιβλίο αυτό δεν ήταν διακριτό, στο δεύτερο είναι παραπάνω από σίγουρο.
Ευνόητο το γιατί. Η διακλάδωση των διάφορων υπο-ειδών του ροκ-εν-ρολ σε πραγματικό χρόνο απασχολεί τους πάντες και οι πάντες είτε θα την κατακρίνουν (το σύνηθες), είτε θα παρασυρθούν από αυτήν και θα περάσουν από το ένα είδος στο άλλο, αγνοώντας (ίσως και έτσι πρέπει) τις συνθήκες που την επέβαλλαν. Αλίμονο αν αναλύουμε την ροκ εφηβεία μας στο μικροσκόπιο της ροκ ενηλικίωσης μας.
Αυτό είναι πιο ευκρινές στην ροκ θεματική με την οποία απασχολείται το πρώτο βιβλίο του Ανεσιάδη. Το πέρασμα από το punk στο metal, το αντίστροφο πέρασμα, και κατά μείζονα λόγο το τυχόν ψαλίδισμα μεταξύ τους, ως μπασταρδεμένο υβρίδιο, που απολαμβάνουν ακόμη και όσοι το αποστρέφονται, είναι ζωτικής σημασίας για τις ροκ φυλές των δεκαετιών ’80-‘90, την αισθητική, κάποτε νομίζαμε και την ιδεολογία τους, αλλά αυτό δεν ισχύει.
Τι γίνεται όμως με την διακλάδωση του punk (και όταν λέμε punk δεν ξεκινάμε μεν από, αλλά εννοούμε το H/C punk και εδώ κατά βάση) με το alternative rock και ό,τι αυτό εμπεριέχει (που πλέον ξέρουμε ό,τι εμπεριέχει πραγματικά τα πάντα) ;
Καθώς μετά από τριάντα κάτι χρόνια παλινδρομήσεων, θεωρώ (τώρα που μιλάμε, το αύριο κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει) πως οτιδήποτε λέω και σκέφτομαι για κάθε ροκ είδος είναι από την σκοπιά του alternative rock, και οριοθετείται από τους ιδιότυπα περιορισμένους και ανοιχτούς ταυτόχρονα ορίζοντες του, θεωρώ εαυτόν αρμόδιο να διακηρύξω ότι σε αυτό το δεύτερο βιβλίο του ο Ανεσιάδης είχε εν τέλει μια – και όχι μόνη- πραγματικά καινοτόμο ιδέα, την οποία και δεν την είχε ποτέ κανείς, και δεν θα την είχε ποτέ κανείς, αν δεν την υλοποιούσε με αυτόν τον όντως εντυπωσιακό τρόπο ο ίδιος.
Κάπου εδώ να υπενθυμίσουμε και να υπερθεματίσουμε στο ότι όταν λέμε ροκ, αναφερόμαστε και εμπεριέχουμε τα πάντα που ξέρουμε ότι μας αφορούν. Από τους Celtic Frost μέχρι τους Autechre και από τους Cindytalk μέχρι τον Perry Blake (εντάξει ίσως όχι ειδικά αυτόν), καθώς κανέναν από αυτούς δεν θα ακούγαμε αν κάποτε δεν ξεκινάγαμε να ακούμε ροκ. Μόνον υπό αυτή την παραδοχή μπορούμε να συνεχίσουμε.
Σκιαγραφώντας τον μουσικό ιδεαλισμό του Ανεσιάδη μέσα από τα γραφόμενα του, καθώς αυτό είναι απόλυτα ευχερές, ενόσω ο ίδιος επιμένει σε ένα βιβλίο που πλησιάζει τις χίλιες σελίδες, με αναφορές και συνεντεύξεις σε εκατοντάδες ονόματα, να ‘σπάει’ την εγκυκλοπαιδική αφήγηση, με θέσεις σταράτες και όχι μεσοβέζικες, που διακρίνουν την ορμή και την ποιότητα των εκάστοτε πραγμάτων και προσώπων, και δεν αρκούνται απλώς στο να τα βάλουν σε μία τάξη, διακρίνω ότι έχει κατανοήσει το προφανές, το οποίο μόνον οι ηλίθιοι δεν παραδέχονται από όσους απασχολούνται με το ροκ-εν-ρολ:
Δεν υπάρχει έστω και ένα ροκ συγκρότημα το οποίο να έγινε έστω και ελάχιστα καλύτερο από την στιγμή που εξασφάλισε και στη συνέχεια θεμιτά ή μη απήλαυσε και εκμεταλλεύτηκε ακόμη και την πιο περιορισμένη εμπορικότητα στο πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε. Κανένα. Έστω και αν μετά έβγαλε τυχόν καλύτερους δίσκους, όπως ένα-δυο-τρία-ίσως τέσσερα- αλλά όχι πέντε, που μπορώ να παραθέσω κι εγώ τώρα.
Ο Ανεσιάδης λοιπόν υιοθετώντας όχι μοιρολατρικά, αλλά ρεαλιστικά την παραπάνω αφετηρία, αναζητάει – και βρίσκει- τις ζυμώσεις εκείνες οι οποίες πραγματικά γίνονται στην ροκ-εν-ρολ χωροταξία που ερευνά, και στο χρονικό σημείο που παύουν να γίνονται ζυμώσεις, αλλά το ροκ γυρίζει γύρω από τον εαυτό του έστω και μεγαλουργώντας, στρέφει το βλέμμα και την έρευνά του λίγο πιο πέρα, και κυρίως λίγο πιο χαμηλά.
Συνεπώς σημασία δεν έχει το ότι (και) με αυτό το βιβλίο του κάνει έρευνα, ψάχνει, παραθέτει, ρωτάει, συνομιλεί κλπ, αλλά προς τα που και κυρίως γιατί το κάνει εκεί που το κάνει, και όχι τυχόν αλλού.
Όλα τα παραπάνω ασφαλώς σας ακούγονται (αλλά δεν είναι) αοριστολογικές θεωρίες και αρλούμπες, αλλά τέλος πάντων ακόμη και αν είναι θεωρώ ότι αδρομερώς περιγράφουν τους λόγους για τους οποίους θα ξεκινήσετε να διαβάζετε το βιβλίο του Ανεσιάδη από τα κεφάλαια για τους Hüsker Dü, τους Superchunk ή ακόμη και τους Mega City Four, αλλά στο τέλος της ανάγνωσης θα του στείλετε -αν είστε άνθρωποι σωστοί τέλος πάντων- ένα ευχαριστήριο e-mail για τα κεφάλαια για τους The Texas Instruments, τους Parkinson Square, ακόμη και τους Yo.
Τα κεφάλαια μέσα λοιπόν, και επιδοθείτε στην πρώτη ανάγνωση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχατε διαβάσει το ‘Our Band Could Be Your Life’, παρότι εκεί δεν είχαμε μάθει και τίποτε καινούργιο για να ακούσουμε, ενώ εδώ ακούμε ήδη πολλά που δεν ξέραμε, όσο και να μην το παραδεχόμαστε.
Κυκλοφορεί εδώ κι εκεί η άποψη περί του ότι το πανκ, που ήρθε κάπου στα 20χρονα του ροκενρολ, αυτομαστιγώνεται αιωνίως είτε στον φορμαλισμό, είτε στην αδυναμία του να αφομοιώσει και να μην αφομοιωθεί, που δήθεν το καθιστά πιο καθεστωτικό από τους επικριτές του. Σαχλαμάρες. Αν τυχόν δεν το αντιλαμβάνεστε δια ακροάσεων, διαβάστε και εδώ και θα καταλήξετε κάπως καλύτερα στην ουσία του πανκ, που δεν είναι το να δηλητηριάζει το παραδοσιακό ροκ, αλλά στο να το διατηρεί δηλητηριώδες. Αν τώρα το ροκ δεν υπήρξε ποτέ δηλητηριώδες κατά βάση, αυτό είναι δικό του πρόβλημα, όχι του punk, που αφελώς πίστεψε σε κάτι τέτοιο. Και αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα.
Μετά το τέλος της ανάγνωσης - και θα πρότεινα το βιβλίο να διαβαστεί ολόκληρο από την αρχή μέχρι το τέλος και όχι αποσπασμαστικά ως μία έγκριτη alternative/punk rock εγκυκλοπαίδεια, τουλάχιστον όσο είναι ακόμη ‘ζεστό’- ο ικανός αναγνώστης θα έχει επιτέλους οριοθετήσει σωστά στο μυαλό του το πώς το alternative rock ήταν το πρώτο εκείνο από τα διάφορα ροκ στην πιάτσα (του metal συμπεριλαμβανομένου) που προσέφερε εαυτόν προς κατανάλωση στις μάζες και οδήγησε τελικά στον πραγματικό θάνατο του ροκ, που δεν είναι άλλος παρά η διαφαινόμενη πλέον αδυναμία του να ξεκινάει από τα υπόγεια και να σαπίζει στις μάζες. Διότι παραμένοντας στα υπόγεια δεν καταφέρνει καν να σαπίσει ένδοξα.
Και καθώς το παραπάνω έρχεται από ένα βιβλίο που ΔΕΝ απασχολείται με αυτό το θέμα (όπως δεκάδες άλλα βιβλία την τελευταία σχεδόν εικοσαετία), αυτό είναι και το τελικό και πλέον σημαντικό επίτευγμα του ‘We Can Be The New Wind’.
Ερευνά, συνομιλεί και παραθέτει ιστορίες, αποτιμήσεις και προτάσεις εντός αυστηρών μεν ορίων και συνόρων, αλλά τελικά σου εξηγεί -επιτέλους- τι στο καλό έγινε και κάπου στη δεκαετία του ’90 οι R.E.M. ήταν το μεγαλύτερο συγκρότημα του κόσμου, ενώ παράλληλα ήταν και κάπως πασέ να ακούς David Bowie (και ορθώς).
Όταν λέμε στο εξηγεί βέβαια- ξαναλέω- δεν λέμε ότι στο δίνει μασημένο.
Αυτές τις τροφές καλώς ή κακώς τις έχουν αναλάβει εργολαβικά ανθυποβιβλία που διαπερνούν τα ίδια και τα ίδια κλισέ της ροκ ιστορίας, μέσα από δίσκους και ονόματα ορόσημα κλπ, που όμως απλώς ανεπιτυχώς προσπαθούν να υποκαταστήσουν την από αιώνες ξεθωριασμένη μυθολογία των 60s-mid 70s με τις δύο επόμενες δεκαετίες.
Εκεί είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ροκ κιτάπια που κινούνται στο χώρο του merchandising και τα αγοράζει κανείς όπως αγοράζει ένα ροκ μπλουζάκι από τα H&M ή τα ZARA, που αν με ρωτάτε είναι πολύ καλύτερο σαν ιδέα από το να αγοράσει ένα τέτοιο ‘ροκ βιβλίο’. Που δεν θα το διαβάσει άλλωστε (και καλά θα κάνει).
Δεν ξέρω βέβαια αν σας έπεισα να αγοράσετε - ή και να διαβάσετε, που θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο- αυτό το δεύτερο ροκ βιβλίο του Αλέξανδρου Ανεσιάδη, όπως θα έπρεπε να έχετε κάνει ήδη και για το πρώτο, είμαι όμως σίγουρος πως όταν μία των ημερών θα έχει φτάσει στο έκτο του βιβλίο, θα αγχωθείτε πολύ για να αναπληρώσετε όλον αυτόν τον χαμένο χρόνο αναγνώσεων και γνήσιου ροκ προβληματισμού, με σαφείς οπαδικές διαστάσεις, που αν απουσιάζουν ζήτω που καήκαμε (όχι άλλες διδακτορικές ροκ διατριβές- ξαναλέμε), και που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ακόμη και αν δεν γράψει την ιστορία του ροκ από την αρχή, τότε σίγουρα θα έχει αποκαταστήσει κάποια πολύ σοβαρά κενά, που έχασκαν ως τέτοια για χρόνια.
Έχω πάντως να καταθέσω ότι πολλά punk βιβλία έχουν δει τα μάτια μου (τελευταία), μα αυτό μόνο μου έφερε τρόμο.