Αλέξης Σταμάτης - Αμερικάνικη φούγκα
H σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία δεν αφορά πάντα τη σύγχρονη Ελλάδα, και ακόμη λιγότερο το σύγχρονο έξω κόσμο. Πολλά από τα βιβλία που κυκλοφορούν και διαβάζονται αναφέρονται σε περασμένες εποχές και καταστάσεις. Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά. Συγγραφείς, κυρίως νέοι, που βλέπουν και καταλαβαίνουν τον κόσμο με τους τρέχοντες όρους του. Ένας από αυτούς είναι ο Αλέξης Σταμάτης. Το τελευταίο βιβλίο του το διάβασα επειδή άκουσα και διάβασα καλά λόγια γι' αυτό από ανθρώπους που εκτιμώ και εμπιστεύομαι, αλλά και γιατί με τράβηξε το θέμα του. Αμερικάνικη Φούγκα.
Φούγκα σημαίνει φυγή. Μια από τις πολλές λέξεις που τα λατινικά δανείστηκαν από τα αρχαία ελληνικά και την επέστρεψαν στον κόσμο σαν αντιδάνειο, εννοιολογικά εμπλουτισμένη, μια που σαν μουσικός όρος η φούγκα είναι μια σύνθεση στην οποία η βασική μελωδία "φεύγει", αλλάζοντας κλίμακα και τονικότητα. Όπως η ιστορία που μας αφηγείται ο Αλέξης Σταμάτης. Μια ιστορία φυγής, με έναν ήρωα χωρίς τίποτε το ηρωικό, του οποίου το πραγματικό όνομα ούτε καν αναφέρεται, που από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας προσπαθεί να φύγει και να ξεφύγει. Αρχικά από τα δαιμόνια του. Το παρελθόν του είναι γεμάτο οδυνηρές εμπειρίες, τραύματα, ενοχές, διαψεύσεις και αποτυχίες. Ο ήρωας του βιβλίου είναι επαγγελματίας συγγραφέας, δηλαδή άνθρωπος με άφθονο χρόνο και εγγενή προδιάθεση για ανάλυση και ενδοσκόπηση, γεγονός επιβαρυντικό για την ψυχολογική του κατάσταση. Ο ήρωας πιάνεται από την τελευταία σανίδα διαφυγής που του προσφέρεται, μια πρόσκληση σε μια συνάντηση συγγραφέων από όλο τον κόσμο στην Iowa City, μια φαινομενικά ασήμαντη πόλη της Αμερικής, που ωστόσο στο πανεπιστήμιό της διοργανώνεται ένα από τα πιο σοβαρά προγράμματα δημιουργικής γραφής για νέους συγγραφείς, το περιβόητο Writers Workshop. Η πρώτη φυγή λοιπόν είναι από την πατρίδα του και ό,τι άσχημο του θυμίζει. Όλη του τη ζωή. Η ιδιότητα του συγγραφέα και η συνάντηση στην Iowa, όπου πήρε μέρος σε ένα πρόγραμμα του Writers Workshop που λέγαμε, είναι αυτοβιογραφικά στοιχεία από τα οποία πιάστηκε ο Σταμάτης για να αναπτύξει τη μυθοπλασία του. Τα γεγονότα δείχνουν ότι μάλλον είναι και τα μόνα.
Η δεύτερη φυγή του ήρωα είναι από τον εαυτό του. Ωθούμενος από μια σειρά συμπτώσεων, σαν να έπρεπε να ακολουθήσει το πεπρωμένο του, για να χρησιμοποιήσω την αργκό των πιτσιρικάδων της Iowa, οικειοποιείται την ταυτότητα ενός ξένου που βρίσκεται στο δρόμο του κάτω από περίεργες συνθήκες, και αποφασίζει να ζήσει τη ζωή του. Αυτή είναι και η πιο δύσκολη φυγή από όλες, όπως ξέρουμε καλά και όπως μας το λένε και οι Sound στο Ι Can't Escape Myself. Ο ήρωάς μας ωστόσο τα καταφέρνει μια χαρά, μια που μεταμορφώνεται από παθητικός και παραιτημένος από τα πάντα άνθρωπος σε μυστηριώδη και ριψοκίνδυνο τυχοδιώκτη, ένα είδος διανοούμενου Roger Thornhill. Η αναφορά σε ροκ τραγούδι δεν είναι τυχαία, μια που στο βιβλίο τα τραγούδια αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο. Με μεγάλη μου χαρά θα παίξω αυτό το παιχνίδι, γιατί η λατρεία για τα τραγούδια αυτά είναι κάτι που μοιραζόμαστε ο συγγραφέας, ο ήρωάς του και εγώ.
Από 'κει και πέρα, ο ήρωας συνεχώς φεύγει. Φεύγει από πόλεις και ερημιές κυνηγημένος. Ξεφεύγει από ανθρώπους που τον καταδιώκουν. Φεύγει μακριά από ανθρώπους που προσπαθούν να τον καταλάβουν, να τον αποκρυπτογραφήσουν, ακόμη και να τον αγαπήσουν. Η αφήγηση μετατοπίζεται συνεχώς από το εσωτερικό δράμα ενός ανθρώπου που έκοψε συνειδητά όλες τις γέφυρες με το παρελθόν του και έκλεψε την ταυτότητα ενός άλλου, με αποτέλεσμα να τον κυνηγάνε τα φαντάσματα δύο ζωών αντί για μίας, σε ένα παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι του ήρωα με τους ανθρώπους που τον καταδιώκουν, ένα κυνηγητό βγαλμένο από τα καλύτερα θρίλερ. Λογοτεχνία και περιπέτεια εναλλάσσονται, και ανάμεσά τους βρίσκουν θέση κομμάτια καθαρής ποίησης, όπως είναι οι ινδιάνικοι μύθοι, χωρίς να χαλάνε τη ροή της αφήγησης.
Σκηνικό όλης αυτής της ιστορίας, αλλά και πρωταγωνιστής της, είναι η Αμερική. Και δεν πιστεύω ότι αυτό είναι τυχαίο. Η χώρα αυτή είναι ένας θρυλικός τόπος για 'μας, και μιλάω για τα παιδιά που γεννήθηκαν στη δεκαετία του 60. Έστω και οριακά, μια που ο ένας από τους δυο μας γεννήθηκε τον πρώτο χρόνο της κι ο άλλος τον τελευταίο! Μια χώρα που μεγαλώσαμε με τους μύθους της και την ανακαλύψαμε μέσα από τους τραγουδοποιούς, τους σκηνοθέτες και τους συγγραφείς της. Είδαμε Μίκυ Μάους πριν να δούμε Καραγκιόζη. Ακούσαμε Chuck Berry πριν να ακούσουμε Τσιτσάνη και τον Dylan πριν από το Χατζιδάκι. Διαβάσαμε τον Kerouac πριν από τον Καραγάτση. Προηγήθηκε βέβαια ο Ιούλιος Βερν, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Μεγαλώσαμε με την Αμερική της δημιουργίας, της ατομικής ελευθερίας, της περιπλάνησης, της αμφισβήτησης, του πρόεδρου Kennedy και των Dead Kennedys, τη χώρα που η επιδίωξη της ευτυχίας αποτελεί άρθρο του Συντάγματος, όπως επισημαίνεται στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου, και όχι με την Αμερική της ξέφρενης κατανάλωσης, της βίας, της χοντροκοπιάς, των νοικοκυρών σε απόγνωση και του πρόεδρου Bush, που φαίνεται να έχει το πάνω χέρι προς το παρόν. Και εδώ δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να πω ότι ο νεοέλληνας παρά τον αταβιστικό πολιτικό αντιαμερικανισμό που επιδεικνύει, αγκαλιάζει με πάθος ό,τι χειρότερο έχει βγάλει αυτή η χώρα χωρίς να προσπαθήσει καθόλου να παραδειγματιστεί από τα θετικά της στοιχεία. Για να παραφράσω τον Nick Hornby που έχει γράψει κάτι αντίστοιχο για την πατρίδα του την Αγγλία, έχουμε γίνει μια ξενέρωτη, σοβαροφανής και πλαδαρή εκδοχή της Αμερικής, με τα εμπορικά κέντρα, τον υπερδανεισμό, τον πουριτανισμό και τη σκουπιδοτηλεόρασή της, αλλά χωρίς τη δημιουργική τρέλα της, την κουλτούρα της ατομικής ανεξαρτησίας και του ελέγχου απέναντι στην εξουσία, την αξιοκρατία και την πηγαία αισιοδοξία της.
Σε αυτή την Αμερική τοποθετεί ο συγγραφέας τη δράση του. Οι πόλεις της, οι δρόμοι της, οι ερημιές της και κυρίως τα τραγούδια, τα βιβλία και οι άνθρωποί της παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία.
Για τις διαδρομές, αστικές, σε αυτοκινητόδρομους και σε επαρχιακούς δρόμους, έχω να πω ότι είναι ακριβέστατες, και το έχω τσεκάρει με τον οδικό άτλαντα των Η.Π.Α. από τις εκδόσεις Rand McNally, που είχα ανοιχτό δίπλα μου όσο διάβαζα το βιβλίο, όχι βέβαια για να ελέγξω το συγγραφέα, αλλά για να μπω για τα καλά στον κόσμο του και να το ευχαριστηθώ περισσότερο. Το ίδιο έκανα και με το τελευταίο του Orhan Pamuk "Ιστάνμπουλ, πόλη και αναμνήσεις" με το χάρτη της Κωνσταντινούπολης. Χρησιμοποιώ χάρτες όποτε διαβάζω ένα βιβλίο που προσφέρεται και το προτείνω σε όλους, ενισχύει την απόλαυση του διαβάσματος το να βλέπεις στο χάρτη τα μέρη που περιγράφονται. Ακόμη καλύτερα βέβαια είναι να τα βλέπεις ζωντανά...
Οι σημαντικότεροι Αμερικάνοι χαρακτήρες του βιβλίου είναι καλοδουλεμένοι. Η Λόρα, η Γυναίκα της ιστορίας, είναι κι αυτή ένας άνθρωπος που έχει περάσει μέσα από την κόλαση, που έζησε καταστάσεις ακόμη πιο δύσκολες από τον ήρωα, και είχε βρει μια σχετική ισορροπία πριν να 'ρθει αυτός να της ανατρέψει τα πάντα. Είναι ζωγραφισμένη με χρώματα γήινα και σκοτεινά, και αυτό της δίνει γοητεία και μια αύρα μυστηρίου. Θα σταθώ περισσότερο στον μεγάλο ρόκερ Ρον Λάντι, αν και ο ρόλος του στην πλοκή είναι δευτερεύον, γιατί ο συγγραφέας βάζει στο στόμα του όσα σημαντικά πράγματα θέλει να πει. Το από ποιον επηρεάστηκε στο χτίσιμό του είναι προφανές. Η εβραϊκή ρίζα, η Μινεσότα, ακόμη και το όνομα: ΛάντιΛαντίΛαΝτύλαν. Ο χαρακτήρας αυτός εκπροσωπεί τη δημιουργικότητα, την επαναστατικότητα και την αντισυμβατικότητα του κομματιού της Αμερικής που θαυμάζουμε και είναι ο πιο σκληρός κριτής της Αμερικής που λατρεύουμε να μισούμε. Είναι επίσης η ανήσυχη συνείδηση ενός κόσμου που έχει χάσει το μπούσουλα, μαζί με το σοφό ινδιάνο φίλο του. To κεφάλαιο που διαδραματίζεται στη φάρμα του είναι ένα κομμάτι παραδείσου για τον ήρωα και τη Λόρα, το οποίο ο ήρωας καταστρέφει με την έμμονή του ιδέα να λύσει το γρίφο, χρησιμοποιώντας τη μοναδική και απαγορευμένη σύνδεσή του με το internet. Στο τέλος ο Ρον τον διώχνει. Αν η ιστορία σας θυμίζει κάτι, απλά θα αναφέρω ότι η Βίβλος είναι ένα από τα αγαπημένα βιβλία του Αλέξη Σταμάτη, το δηλώνει στο blog του.
Και ύστερα είναι οι τοποθεσίες. Η άγρια έρημος του Midwest που ο ήρωας αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή του, το Σικάγο, γεμάτο από αιματηρές μνήμες, που μπορεί να γίνει ακόμη πιο άγριο και αφιλόξενο, οι μικρές πόλεις που κρύβουν αποτρόπαια μυστικά κάτω από τη βιτρίνα της τάξης και της ηρεμίας, οι ειδυλλιακές εξοχές της Indiana με τις λίμνες, τα δάση, τα βουνά και τους θρύλους τους, και τέλος η Νέα Υόρκη. Η πρωτεύουσα του κόσμου, γεμάτη από μέρη που όλοι έχουν ακούσει γι' αυτά (Central Park, Times Square, Rockefeller Center), αλλά και από σημεία-ορόσημα της ποπ κουλτούρας, όπως το Greenwich Village και το Chelsea Hotel, το ξενοδοχείο που απαθανάτισε ο Leonard Cohen με τους φοβερούς στίχους "you gave me a head on an unmade bed / while a limousine wait in the street", τους οποίους αρνούμαι να μεταφράσω. Σε αυτό το σκηνικό ο συγγραφέας σκηνοθετεί τη δράση του και παίζει με τους χαρακτήρες του σαν ένας μικρός σαδιστής Θεός (αυτό δεν είναι δικό μου, το έχει πει σε συνέντευξη ο Γιάννης Ξανθούλης), οδηγώντας τους σε ένα κλιμακούμενο κυνηγητό ως την τελευταία σελίδα και το γεμάτο συμβολισμούς τέλος, το οποίο βέβαια δεν θα αποκαλύψω.
Η Αμερικάνικη Φούγκα είναι ένα βιβλίο το οποίο ευχαριστήθηκα πολύ γιατί βρήκα πολλά κοινά στοιχεία με το συγγραφέα του, αλλά και γιατί είναι καλογραμμένο, έξυπνο και σε κρατάει. Η ανάπτυξή του θυμίζει όντως φούγκα, με την ιστορία να αλλάζει συνέχεια κέντρο βάρους, ώσπου στο τέλος νομίζεις ότι διαβάζεις πολλές ιστορίες ταυτόχρονα. Είναι ένα σημερινό βιβλίο για τη σημερινή εποχή, που μπορεί να μην ευνοεί τη δημιουργία θρύλων και μεγαλεπήβολων έργων, αλλά είναι η δική μας και παράγει την τέχνη που θα μας εκπροσωπήσει στις γενιές που θα 'ρθουν.