Σκίτσα ενός καλοκαιριού
Μεσημέρι, αποχαυνωτική λάβρα και φως τόσο δυνατό που σχεδόν θολώνει την ατμόσφαιρα, τα κλειστά παντζούρια προσπαθούν να το κρατήσουν απέξω, ετούτο όμως τρυπώνει μέσα από τις γρίλιες, ησυχία τριγύρω, οι μεγαλύτεροι κοιμούνται, οι ώρες αργοσέρνονται, εσύ βαριέσαι... H νωχελική καθημερινότητα ενός ζεστού, μακρόσυρτου καλοκαιριού. Και όμως είσαι ευτυχισμένος, κατά βάθος το ψυχανεμίζεσαι. Θα το επιβεβαιώσεις μονάχα χρόνια πολλά μετά, όταν θα αναπολείς...
"Για δεύτερη φορά στη διάρκεια του ίδιου καλοκαιριού ένιωθα αυτό που πριν θεωρούσα αδύνατο: Η ζωή μπορούσε ένα είναι μονότονη και παράλληλα ωραία".
Αν αναζητούσαμε μια μουσική η οποία θα μετέφραζε τα συναισθήματα αυτά σε νότες, ίσως και να φτάναμε σε εκείνο τον προκλητικό πρώτο δίσκο των Durutti Column (εκείνον με το εξώφυλλο από γυαλόχαρτο, με τον ύπουλο σκοπό να ...γδέρνει όποιον δίσκο βρισκόταν δίπλα του) και στο κομμάτι που τον ανοίγει, το "Sketch for summer" με τις τεμπέλικες ταξιδιάρικες πενιές του μάστορα της κιθάρας Vini Reilly.
Ίσως από μια ανάλογη διαδρομή να έφτασε και στον τίτλο του βιβλίου του και ο Γερμανός συγγραφέας Αντρέ Κούμπιτσεκ. "Σκίτσα ενός καλοκαιριού", μπαίνουμε στη μηχανή του χρόνου και του χώρου και βγαίνουμε το 1985, στο Πότσνταμ της Ανατολικής (ακόμη) Γερμανίας. Όπου συναντάμε μια παρέα αγοριών, ταιριαστών και συνάμα αταίριαστων, στα sweet sixteen τους να προσπαθούν να βρουν τον δικό τους δρόμο στον κόσμο. Προσπαθούν να ξεχωρίσουν από το κιτς στυλ της εποχής (από όσους είχαν "κοντό μαλλί μπροστά και χαίτη "λασπωτήρα" πίσω, δηλαδή ακριβώς το ανάποδο από το κανονικό. Μερικοί μάλιστα είχαν σηκώσει το κοντοκουρεμένο μαλλί τους με ζαχαρόνερο και το είχαν φτιάξει καρφάκια. Τα κοριτσόπουλα της υπαίθρου είχαν όλα περμανάντ"), βάζουν μαύρους κύκλους στα μάτια, βάφουν με μαύρο βερνίκι τα γκρίζα παπούτσια τους, κάνουν τις μικροεπαναστάσεις τους (π.χ. το γυάλινο μπουκαλάκι στον κάδο ανακύκλωσης των χαρτιών!), καπνίζουν, βαριούνται, κυνηγάνε κορίτσια που φοράνε λευκά Adidas όπως ο Robert Smith, τριγυρίζουν σε καφετέριες, στην ντίσκο, στο πάρκο, στα παγκάκια της γειτονιάς, καπνίζουν, πίνουν, ανταλλάσουν μουσικές και ψάχνουν βιβλία, με ιδιαίτερη προτίμηση σε εκείνα με την αύρα του "καταραμένου" και του απαγορευμένου, Μπωντλέρ, Μπρεχτ και Σαρτρ είναι οι ήρωες τους, τα βιβλία των οποίων το Κόμμα (ένα ήταν το Κόμμα) "τα έβρισκε πολύ παρακμιακά, διαφθείρουν τη νεολαία μας και αποπροσανατολίζουν από τον ταξικό αγώνα". Το καλοκαίρι έχει κατέβει στην πόλη και βρίσκει τον ήρωα, επίκεντρο παρέας και της αφήγησης, τον Ρενέ, στην συναρπαστική για κάθε έφηβο κατάσταση του "home alone", με τον πατέρα, έναν προνομιούχο αξιωματούχο του καθεστώτος να λείπει σε αποστολή στο εξωτερικό ("για να δώσει ...μάχη για την ειρήνη"), έχοντας αφήσει πριν φύγει στον γιο του, πέρα από συμβουλές φρονιμάδας και 1000 μάρκα για να την βγάλει. Οι προοπτικές φαντάζουν λαμπρές, ίσως για ένα "Hell of a summer" όπως στο τραγούδι των Triffids, το οποίο όμως δεν απέχει τόσο από ένα "Cruel summer", σαν στο κομμάτι των Bananarama, μεγάλο σουξέ της εποχής. Οι βδομάδες περνάνε όπως κυλάει ο χρόνος, γρήγορα, σαν την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα, όπως αδειάζουν και τα μπουκάλια από το πολύτιμο "Napoleon" μπράντυ του πατέρα, στο τέλος ελλοχεύει σαν απειλητικός σκόπελος ο Σεπτέμβρης. Με μια νέα ζωή κάπου αλλού σε μια άλλη πόλη, σε ένα οικοτροφείο της ελίτ.
Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι ο συγγραφές έχει βάλει μπόλικη ψυχή και συναίσθημα σε όσα γράφει, η αφήγηση είναι ζωντανή και σε συνεπαίρνει, άλλωστε για τον εαυτό του μιλάει, για τον έφηβο που ο ίδιος υπήρξε σε αυτά εδώ τα μέρη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο Πότσνταμ, μια πόλη τόσο κοντά και τόσο μακριά συγχρόνως από το Βερολίνο και την πανταχού σκιαχτική παρουσία του τείχους. Ας το σημειώσουμε όμως με την ευκαιρία: Ο Κούμπιτσεκ κρατάει εχμμ ίσες αποστάσεις από αμφότερες τις συνήθεις απεικονίσεις της Ανατολικής Γερμανίας στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ούτε γκρίζα χρώματα μιζέριας, απελπισίας και φόβου (όπως πολύ καλά αποτυπώθηκαν π.χ. στην θρυλική πλέον ταινία η "Ζωή των Άλλων") ούτε όμως και παστέλ-ροζ χρώματα μιας εξωραϊστικής αναπόλησης, μιας διεστραμμένης νοσταλγίας ή ...ostalgie όπως λέγεται η με ακραιφνώς ποπ χαρακτηριστικά αναπόληση των κατά φαντασία παλιών καλών ημερών. Δεν γράφει καμία πολιτική αλληγορία, ούτε ψυχροπολεμικό ρομάντζο, δεν θέλει να αποτυπώσει κανένα κλίμα "σε 4 χρόνια θα πέσει το τείχος", ούτε επιδιώκει να γράψει ένα ιστορικά στυλιζαρισμένο μυθιστόρημα με την υπεροψία του εκ των υστέρων ντετερμινισμού. Ναι, το αδιανόητα ολοκληρωτικό σύστημα είναι εκεί, είναι το καταθλιπτικό υπόβαθρο και σκιαγραφείται υπαινικτικά, αλλά για τον Ρενέ και την παρέα του, προέχει η ζωή. Η μία και η μοναδική για τον καθένα. Άλλωστε, όπως ανέδειξε με σχεδόν σοκαριστικό τρόπο ο σπουδαίος Ούγγρος συγγραφέας και νομπελίστας Ίμρε Κέρτες, υπήρχε χώρος για στιγμές ευτυχίες ακόμη και στο ...Άουσβιτς. Καλός λοιπόν ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός, υπάρχει όμως και η καθημερινότητα...
Και η μουσική φυσικά... Πανταχού παρούσα στο βιβλίο, ξεκινώντας ήδη με τον τίτλο, ακολουθεί προμετωπίδα-στίχος του Billy Bragg (από το "Greetings to the new brunette"), παράθεμα από Prefab Sprout, ενώ η πρώτη-πρώτη πρότασή του είναι ένα κλείσιμο του ματιού στον Nick Hornby του "High Fidelity" ("Δεν έχω ιδέα ποιος εμφανίστηκε πρώτος σε ποιον, η μελαγχολία σε μένα ή εγώ στη μελαγχολία"). Δεν έχουμε όμως να κάνουμε με ένα ακόμη περίκλειστο βιβλίο επίδειξης μουσικολογικών αναφορών. Η μουσική εδώ είναι οργανικά, σχεδόν αξεδιάλυτα ενταγμένη στην ιστορία, στις ζωές των ηρώων, με τα τραγούδια να ορίζουν συντεταγμένες, να λειτουργούν ως οδοδείκτες, να δίνουν ταυτότητα, και τις κασέτες να υποκαθιστούσαν τα ερωτικά ραβασάκια. "Sketch for summer" π.χ. βαφτίζει την συλλογή που γράφει ο Ρενέ στο "ομορφότερο κορίτσι του κόσμου", η μία πλευρά η σκοτεινή είχε Clan of Xymox, Sisters, Cure, Cocteau κ.ά, η άλλη, η φωτεινή είχε Aztec Camera, Simple Minds, Killing Joke (η ...φωτεινότητα τελικά είναι μια μάλλον σχετική έννοια) "Είναι όμορφο, λυπητερό μα όμορφο. Μου αρέσει όταν κάτι είναι λυπητερό και παράλληλα όμορφο" λέει το κορίτσι. Κι ένα άλλο (γιατί φευ, υπάρχουν και άλλα ομορφότερα κορίτσια στον κόσμο, ειδικά αν είσαι στην ηλικία της ορμόνης) αντεπιτίθεται με πιο σκληρά χτυπήματα, Einstürzende Neubauten και Throbbing Gristle. "Δεν υπήρχε παρηγορά σ' αυτή τη μουσική, στο τσίριγμα. στο κροτάλισμα, στο τρίξιμο, στα σαμπλαρισμένα ουρλιαχτά και στις φωνές μέσα από τους τάφους που ξεπρόβαλαν ξαφνικά μέσα από το πανδαιμόνιο πατώντας για μερικά δευτερόλεπτα σε μελωδικά περάσματα ουρανοκατέβατων συνθεσάιζερ (...) Άρχισα να ανησυχώ πραγματικά για την Ρεμπέκα ακούγοντας τους Throbbing Gristle" (εξαιρετική ανάλυση του πρωτοπόρου industrial σχήματος, ο Ρενέ προσλαμβάνεται στο MiC αβλεπί). Παρακάτω σημειώνει στο ημερολόγιο του για "Hell of a summer" των Triffids: "αυτό πάντως το τραγούδι είναι λάγνο, αρχαϊκό, σαγηνευτικό και ακούγεται σαν να 'ναι μιξαρισμένο με το εκτυφλωτικό φως του καλοκαιρού που έρχεται από το πουθενά και σκάει στο πρόσωπό σου".
Το μυθιστόρημα είναι από εκείνα που οι αγγλοσάξονες ονομάζουν "coming of age". Και διατρέχεται από μια μελαγχολία, ανάλαφρη και μπαμπακένια σαν τα καλοκαιρινά σύννεφα, τρυφερά συγκινητική, ειδικά αν το διαβάζεις σε εχμμμ μεσόκοπη ηλικία ("ήταν καλοστεκούμενη για την προχωρημένη ηλικία της...Ήταν σίγουρα άνω από τριάντα πέντε" λέει κάπου ο Ρενέ για την μάνα ενός κοριτσιού). Γιατί είναι κι ένα γλυκόπικρο ταξίδι σε μια εποχή η οποία ...ταλανίζει την σημερινή μεσαία ηλικία (και τάξη!), τα 80s (που συμπερασματικά, δεν βιώνονταν τόσο πολύ διαφορετικά από την νεολαία, όσο χαοτικά διαφορετικά κι αν ήταν τα πολιτικο-οικονομικά συστήματα). Συγχρόνως είναι και ένας υπεράνω χρονικών περιορισμών ύμνος στην νεότητα, στην ηλικία εκείνη με την αυθάδεια και το αίσθημα του "forever young" που έλεγαν οι Alphaville, που την βιώνεις δύσκολη και την αναπολείς ανέμελη, όταν όλα πλέον μοιάζουν σαν μην υπήρξαν ποτέ. Τότε που μικρά δράματα φαντάζουν μεγάλα και σοβαρά, όπου οι δηλώσεις είναι μεγάλες, οι υποσχέσεις έντονες και φυσικά παντοτινές, όπου ακόμη και το σκιάχτρο του θανάτου είναι μακρινό, σχεδόν φιλολογικά ασαφές, ακόμη και γοητευτικό.
"Σκέφτηκα λοιπόν πως είχαν απόλυτο δίκιο οι Triffids. Αν δεν ήθελες να λιώσεις από μιζέρια και λύπη στην καρδιά σου, έπρεπε να σκοτώσεις ότι δεν μπορούσες να έχεις δικό σου. Έπρεπε να το ξεριζώσεις από τη μνήμη σου, να μην περιμένεις χρόνια μέχρι να ξεθωριάσει η ανάμνηση"
Υ.Γ. Καλή η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού, όσο μπορεί βέβαια να κριθεί από μια απλή ανάγνωση, με κάμποσα τυπογραφικά να έχουν ξεφύγει, αλλά κι ένα πραγματολογικό λάθος του ίδιου του συγγραφέα: το βίντεο-κλιπ της Madonna στο οποίο "δεν ήταν καθόλου άσχημη στη Βενετία επάνω σε μια γόνδολα" δεν ήταν το "Into the groove" αλλά το "Like a virgin" φυσικά.