Book or Film?
Το να γράψεις ένα αριστούργημα δεν είναι βέβαια εύκολο πράγμα, όπως δεν είναι εύκολο να μεταφέρεις επιτυχώς ένα στην οθόνη. Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Ένα συχνά επαναλαμβανόμενο κλισέ λέει ότι σπάνια μια ταινία είναι εξίσου καλή με το βιβλίο από το οποίο προέρχεται. Οι εξαιρέσεις είναι πολλές και τρανταχτές. Κάπου διάβασα ότι η κινηματογραφική προσαρμογή είναι ένα είδος μετάφρασης ανάμεσα σε δυο γλώσσες με τελείως διαφορετική γραμματική και εκφραστική δύναμη. Να προσθέσω ότι, κατά την άποψή μου, αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ο σκηνοθέτης και το όραμά του.
Ως φανατική βιβλιόφιλη/κινηματογραφόφιλη, διάλεξα μια δεκάδα βιβλίων τα οποία λάτρεψα στην κινηματογραφική εκδοχή τους - ή τα ανακάλυψα χάρη στην ταινία. Η λίστα αφορά ασπρόμαυρες ταινίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σημαντικές έγχρωμες κινηματογραφικές μεταφορές βιβλίων. Η επιλογή οφείλεται μόνο στην αδυναμία μου στον παλιό αμερικάνικο κι ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Αλλά τα πολλά λόγια είναι για τον Μπακογιαννόπουλο. Εγώ δεν είμαι κριτικός, μια απλή λάτρης του σινεμά είμαι.
Ο τρίτος άνθρωπος (Γκρέαμ Γκρην, μτφ: Δ. Τσουκαλά, Άγκυρα)
Ο αποτυχημένος αμερικάνος συγγραφέας Χόλυ Μάρτινς φτάνει στη μεταπολεμική Βιέννη, ψάχνοντας τον φίλο του Χάρυ Λάιμ, ο οποίος του έχει υποσχεθεί δουλειά. Ο Χάρυ Λάιμ όμως είναι νεκρός. Ο Μάρτινς υποψιάζεται ότι ο θάνατος του Χάρυ Λάιμ δεν οφείλεται σε ατύχημα, και αρχίζει να ερευνά τις συνθήκες του. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται σ' αυτήν την ηττημένη κι εξευτελισμένη πόλη, η οποία είναι παραδομένη στα χέρια των μαυραγοριτών και των δυνάμεων κατοχής. Ο Γκρέαμ Γκρην, προετοιμάζοντας το σενάριο της ομώνυμης ταινίας του Carol Reed, έγραψε την ομώνυμη νουβέλα η οποία κυκλοφόρησε το 1950.
The Third Man (1949, Carol Reed / Orson Welles, J. Cotton, Alida Valli)
Χρησιμοποιώντας τα διδάγματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ο Reed γύρισε ένα κλειστοφοβικό και ατμοσφαιρικό φιλμ που προσεγγίζει το film-noir, χωρίς να είναι ακριβώς. Οι ασυνήθιστες γωνίες της κάμερας, η εκπληκτική ερμηνεία του Welles (κι ας εμφανίζεται για 17 λεπτά μόνο) και το ασυνήθιστο μουσικό θέμα της ταινίας (ένα απλό zither παιγμένο από τον Anton Karas) επιτείνουν το σασπένς της ταινίας, η οποία τελειώνει με μια αγωνιώδη καταδίωξη στους υπονόμους της Βιέννης.
Το γεράκι της Μάλτας (Ντάσιελ Χάμετ, μτφ. Α. Αποστολίδης, Μεταίχμιο)
Αναζητώντας το δολοφόνο του συνεταίρου του, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ, μπλέκει την αναζήτηση ενός μυθικού αγαλματίδιου, στολισμένου με πετράδια αμύθητης αξίας. Ο Χάμετ έγραψε το βιβλίο το 1930, βασιζόμενος στις εμπειρίες του ως ντετέκτιβ του γραφείου ιδιωτικών ερευνών Πίνκερτον. Η ιστορία κυκλοφόρησε σε συνέχειες από το περιοδικό Μαύρη Μάσκα.
The Maltese Falcon (1941, John Huston / Humphrey Bogart, Mary Astor, Sidney Greenstreet, Peter Lorre)
Οι ιστορικοί του σινεμά θεωρούν την τρίτη κινηματογραφική εκδοχή του Γερακιού ως το πρώτο film-noir, αφού συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία του είδους: τον ιδιωτικό ντετέκτιβ, τη femme fatale, σατανικούς κακούς και όλα τα αφηγηματικά μοτίβα του είδους. Παρότι ήταν η πρώτη ταινία του, ο Huston κατάφερε να μετατρέψει μια ιστορία pulp fiction, σε μια ταινία η οποία όρισε την εξέλιξη ενός νέου κινηματογραφικού είδους. Χάρη στην ερμηνεία του στο ρόλο του Σπέιντ, ο Bogart έγινε από απλός δευτερορολάς, αστέρι πρώτου μεγέθους.
Ξένοι στο τρένο (Πατρίσια Χάισμιθ, μτφ. Λ. Μιλιλή, Ροές)
Ο Γκάι θέλει να απαλλαγεί από την άπιστη γυναίκα του, η οποία όμως δεν του δίνει διαζύγιο. Ο Μπρούνο θέλει να κληρονομήσει τον πλούσιο πατέρα του. Όταν οι δυο άγνωστοι μεταξύ τους άνδρες συνταξιδεύουν με το ίδιο τρένο, ο Μπρούνο προτείνει στον Γκάι να ανταλλάξουν φόνους, αποκτώντας έτσι ο καθένας το τέλειο άλλοθι. Criss-cross! Το πρώτο μυθιστόρημα της Χάισμιθ, το οποίο έγραψε στα 29 της χρόνια, είναι πολύ πιο "μαύρο" και δυσοίωνα αμαρτωλό από την κινηματογραφική του εκδοχή. Η "πρωθιέρεια του απεχθούς" κατασκεύασε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ψυχοπαθείς ήρωες του 20ου αιώνα, τον Τσαρλς Άντονι Μπρούνο.
Strangers on a Train (1951, Alfred Hitchcock / Farley Granger, Ruth Roman, Robert Walker).
Λέγεται ότι το βιβλίο έπεσε τυχαία στα χέρια του Χίτσκοκ, ο οποίος πήρε αμέσως τα δικαιώματα - και ανέθεσε τη συγγραφή του σεναρίου στον Ρέημοντ Τσάντλερ (όταν αρνήθηκε τη δουλειά ο Χάμετ - χα!) Όπως ανέφερε ο μαιτρ στις συνεντεύξεις που έδωσε στον Τρυφώ, η ταινία είναι γεμάτη λεκτικές και οπτικές μεταφορές οι οποίες αφορούν τη διπλή ταυτότητα, τη διασταύρωση και το δυισμό ηρώων και πραγμάτων. Ξεκαρδιστική η κωμική εκδοχή της: το Πέτα τη Μαμά απ' το Τρένο, σε σκηνοθεσία του Danny de Vito, με τον ίδιο, τον Billy Crystal και την Anne Ramsey στο ρόλο της μαμάς.
Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές (Τζέημς Κέιν, μτφ. Ι. Καρατζαφέρη, Μεταίχμιο) Ο Φρανκ, ένας περιπλανώμενος αλήτης, πιάνει δουλειά σ' ένα εστιατόριο, το οποίο ανήκει σ' έναν ηλικιωμένο Έλληνα και στην πολύ όμορφη και πολύ νεότερη γυναίκα του, την Κόρα. Ο Φρανκ και η Κόρα γίνονται εραστές και αποφασίζουν να δολοφονήσουν τον Έλληνα. Τα καταφέρνουν, αλλά η Μοίρα τους την έχει στημένη. Ο Τζέημς Κέιν είναι από τους θεμελιωτές του hard-boiled αστυνομικού μυθιστορήματος, αν και ο ίδιος αρνιόταν φανατικά την κατηγοριοποίηση. Όταν έγραψε τον Ταχυδρόμο το 1934, η απροκάλυπτη βία και η σεξουαλικότητα του βιβλίου θεωρήθηκαν άκρως τολμηρά στις ΗΠΑ.
The Postman Always Rings Twice (1946, Ty Garnett / Lana Turner, John Garfield)
Η τρίτη κινηματογραφική εκδοχή του μυθιστορήματος του Κέιν (προηγήθηκε μια γαλλική, και η εξαίσια ιταλική Ossessione του Βισκόντι` το 1981, ακολούθησε και η πιο γνωστή εκδοχή του Bob Rafelson, σε σενάριο του Ντέηβιντ Μάμετ), είναι κατά πολλούς η πιο ατμοσφαιρική κι η πιο επιτυχημένη. Η Lana Turner απέδειξε ότι εκτός από κούκλα, ήταν και μια μεγάλη ηθοποιός. Μια από τις πιο ερωτικές ταινίες όλων των εποχών.
Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων (Άλαν Σίλιτοου, μτφ. Θ. Μιχαήλ, Γράμματα)
Ο Κόλιν, ένας επαναστατημένος έφηβος, συλλαμβάνεται για διάρρηξη και κλείνεται σε αναμορφωτήριο. Εκεί, προσελκύει την προσοχή του διευθυντή χάρη στο ταλέντο του ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Επιλέγεται να τρέξει στο μαραθώνιο που διοργανώνει το ίδρυμα, αλλά φτάνοντας μπροστά στο νήμα του τερματισμού, σταματάει στερώντας συνειδητά τη νίκη από το σχολείο του, αψηφώντας και προκαλώντας τις αρχές του αναμορφωτηρίου - και ολόκληρη την κοινωνική δομή, τελικά. Ο Σίλιτοου ανήκε στους επονομαζόμενους βρετανούς Angry Young Men, και το διήγημα προέρχεται από την ομώνυμη συλλογή του 1959.
The Loneliness of the Long-Distance Runner (1962, Tony Richardson / Tom Courteney)
Ο Tony Richardson, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Free Cinema, ήταν ο ιδανικός σκηνοθέτης για τη μεταφορά της ιστορίας. Η ταινία, γυρισμένη σε φυσικούς χώρους, ασπρόμαυρη και χωρίς τεχνητούς φωτισμούς, εκφράζει τις βασικές αρχές τόσο των Angry Young Men, όσο και του Free Cinema: την αντίθεση των ηρώων στο κυρίαρχο σύστημα αξιών, χωρίς οι ήρωες αυτοί να είναι συνειδητοί επαναστάτες, και χωρίς να διαθέτουν τα ηρωικά ή θετικά χαρακτηριστικά του χολιγουντιανού σινεμά. Ο Tom Courteney, θεατρικός ηθοποιός ο οποίος στοίχειωσε με την παρουσία του το βρετανικό σινεμά, ερμήνευσε ιδανικά τον Κόλιν.
Ρεβέκκα (Δάφνη ντι Μοριέ, μτφ. Σ. Μαυροειδή - Παπαδάκη, Καστανιώτη)
"Last night I dreamt I went to Manderley again". Μ' αυτή τη φράση ξεκινάει την αφήγησή της η ανώνυμη αφηγήτρια, η οποία παντρεύεται τον πλούσιο άγγλο ευγενή Μαξίμ ντε Γουίντερ, μετά από σύντομη γνωριμία. Το ζευγάρι πηγαίνει να ζήσει στον πύργο του Μάντερλεϊ, και η νιόπαντρη κοπέλα βρίσκεται παγιδευμένη σε μια ζοφερή ατμόσφαιρα, στην οποία κυριαρχεί εφιαλτικά η ανάμνηση της μυστηριώδους πρώτης συζύγου: της Ρεβέκκας. Το πρώτο βιβλίο της ντι Μοριέ, του 1933, έγινε αμέσως μπεστ-σέλερ, ίσως χάρη στις ομοιότητές του με την Τζέιν Έυρ.
Rebecca (1940, Alfred Hitchcock / Lawrence Olivier, Joan Fontaine, Judith Anderson)
Η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, παρά τον "ηθικοπλαστικό εξωραϊσμό" της για να χωρέσει στα χολιγουντιανά καλούπια. Ωστόσο, όπως γράφει ο Γιώργος Σπανός, στο Χίτσκοκ (εκδ. Πλέθρο), ο μαιτρ "...δεν διηγείται τη Σταχτοπούτα, αλλά τον εφιάλτη της Σταχτοπούτας... Στη Ρεβέκκα, τίποτα δεν είναι μοναδικό, τίποτα δεν είναι οριστικό. Βασιλεύει η λογική του ονείρου..."
Δράκουλας (Μπραμ Στόκερ, μτφ. Ν. Μαστρακούλης, Λιβάνης)
Η εφιαλτική εμπειρία του Τζόναθαν Χάρκερ στο Κάστρο του Κόμη Δράκουλα, στα Καρπάθια, αποτελεί την αρχή μιας αλυσίδας μακάβριων γεγονότων και τρομακτικών συμβάντων, καθώς ο μοχθηρός Δράκουλας φυλακίζει τον Χάρκερ στο κάστρο του και ξεκινάει για την Αγγλία, αναζητώντας αθώα θύματα για το κόσμο των Νεκροζώντανων. Επιστολικό μυθιστόρημα στην παράδοση της γοτθικής λογοτεχνίας, που δημιούργησε ολόκληρη λογοτεχνική σχολή, παρότι ο ιρλανδός Στόκερ δεν επινόησε το βαμπίρ, αλλά μελέτησε τις δεισιδαιμονίες της Τρανσυλβανίας και άλλων χωρών.
Nosferatu (1922, F.W. Murnau / Max Schreck και 1931, Tod Brauning / Bela Lugosi)
Η πρώτη είναι κλασικό παράδειγμα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, η δεύτερη όμως έχει τον πιο τρομακτικό Δράκουλα όλων των εποχών: τον Bela Lugosi. Η πρώτη είναι βωβή, η δεύτερη σηματοδοτεί το πέρασμα από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο. Και οι δυο σημάδεψαν τη λαϊκή κουλτούρα, και έγιναν αντικείμενο μίμησης από δεκάδες σκηνοθέτες και ηθοποιούς: Herzog, Fisher, Coppola και Kinski, Christopher Lee, Gary Oldman).
Ο μεγάλος ύπνος (Ρέημοντ Τσάντλερ, μτφ. Ν. Καργάκου, Μέδουσα)
Ο ηλικιωμένος εκατομμυριούχος στρατηγός Στέρνγουντ προσλαμβάνει τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου για να εντοπίσει έναν εκβιαστή, ο οποίος ισχυρίζεται ότι του χρωστάει χρήματα η κόρη του στρατηγού, η ελαφρόμυαλη Κάρμεν. Από εκεί η ιστορία μπλέκεται τόσο πολύ, ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να τη διηγηθεί κανείς. Με αναφορές στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο Μεγάλος Ύπνος θεωρείται από τα κορυφαία βιβλία του Τσάντλερ.
The Big Sleep (1946, Howard Hawks / Humphrey Bogart, Lauren Bacall)
Η ταινία είναι εξίσου μπερδεμένη, και παρότι στο σενάριο είχε βάλει το χέρι του και ο Γουίλιαμ Φόκνερ, κανείς από τους συντελεστές δεν ήξερε πού ακριβώς πάει, στη διάρκεια των γυρισμάτων. Η χημεία όμως του Bogart και της Bacall και η μαεστρία του Hawks, την έκαναν ένα αρχέτυπο film-noir. Ενδιαφέρουσα είναι και η εκδοχή του 1978, με τον Robert Mitchum στο ρόλο του (γερασμένου) Μάρλοου.
Τα σταφύλια της οργής (Τζων Στάινμπεκ, μτφ. Κ. Πολίτης, Γράμματα)
Η οικογένεια του Τομ Τζόουντ αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Οκλαχόμα, μαζί με χιλιάδες άλλους μικροκαλλιεργητές, κατεστραμμένους από την ξηρασία και την κρατική αγροτική πολιτική. Με τα σαραβαλιασμένα φορτηγά τους κατευθύνονται ομαδικά στη Γη της Επαγγελίας: την Καλιφόρνια. Εκεί, όμως, όπως οι σύγχρονοι λαθρομετανάστες, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια καινούργια φρίκη, εκμετάλλευση και απελπισία. Το βιβλίο του Τζων Στάινμπεκ κυκλοφόρησε το 1939, τιμήθηκε με Πούλιτζερ και Νόμπελ Λογοτεχνίας.
The grapes of wrath (John Ford, 1940, Henry Fonda, Jane Darwell, John Carradine)
Την επόμενη χρονιά, ο Φορντ ανέλαβε τη μεταφορά του βιβλίου στο σινεμά. Παρότι άλλαξε το τέλος του βιβλίου, παραμένει εντυπωσιακό το γεγονός ότι το Χόλυγουντ επέτρεψε τη δημιουργία μιας ταινίας, η οποία αμφισβητούσε τόσο κατάφωρα το αμερικάνικο όνειρο. Με τον Henry Fonda στο ρόλο του Τομ Τζόουντ, η ταινία έκανε πάταγο. Λεπτομέρεια: βγαίνοντας από την ταινία, ο Woody Guthrie έγραψε τη μπαλάντα του Tom Joad, πάνω στη μουσική του παραδοσιακού τραγουδιού John Henry. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1995, ο Springsteen έγραψε το The Ghost of Tom Joad επηρεασμένος κι αυτός από την ταινία.
Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια (Χάρπερ Λη, μτφ. Β. Τράπαλη, Bell)
Σε μια μικρή αμερικάνικη πόλη, την εποχή της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης, ο δικηγόρος Άτικους Φιντς αναλαμβάνει την υπεράσπιση του νεαρού μαύρου Τομ Ρόμπινσον, ο οποίος κατηγορείται για το βιασμό μιας λευκής. Παρότι αποδεικνύει την αθωότητά του, ο Τομ καταδικάζεται και λιντσάρεται από το πλήθος. Το μυθιστόρημα της Χάρπερ Λη εξερευνά με ιδιαίτερη εντιμότητα και αστείρευτο χιούμορ τον παραλογισμό της στάσης των ενηλίκων απέναντι στις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, στον Αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του '30. Κυκλοφόρησε το 1960, τιμήθηκε με Πούλιτζερ και είναι το μοναδικό βιβλίο της συγγραφέως, η οποία εξαφανίστηκε έκτοτε από τη δημοσιότητα.
To kill a mocking bird (1962, Robert Mulligan / Gregory Peck, Robert Duvall) Πιστή μεταφορά του βιβλίου, με τον Peck σ' ένα ρόλο που του ταίριαζε ιδανικά. Ρεαλιστική απόδοση της εποχής και της ατμόσφαιρας, εξαιρετικά τα πιτσιρίκια που παίζουν τους μικρούς αφηγητές (μη επαγγελματίες ηθοποιοί). Στο ρόλο του μυστηριώδους Άρθουρ "Μπου" Ράντλεϊ, ο Robert Duvall στην πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση.