Utopia Avenue (Μεταίχμιο)
H αποθέωση ή μήπως η απομυθοποίηση μιας ουτοπίας; Του Αντώνη Ξαγά
Δεν το φτιάχνουν πια το… μέλλον όπως παλιά (συνοδεία αναστεναγμού βαθιού)... Και άδικο έχει ο ανώνυμος θυμόσοφος; Μετά από τόσα χρόνια κρίσεων, πανδημιών, πολεμικών ονειρώξεων και εξουσιαστικού αυταρχισμού το μέλλον δεν είναι μια άγνωστη ασφαλώς πλην όμως ελπιδοφόρα χώρα, αλλά φαντάζει τρομακτικό, hic sunt dracones, με την προοπτική «τα παιδιά μας» να ζήσουν σε έναν πολύ χειρότερο κόσμο να είναι σχεδόν εμπεδωμένη (ακόμη κι αν στην ουσία της είναι ιστορικά αστήρικτη, παρεκτός εντός ενός πλαισίου γραμμικότητας του χρόνου και μιας θεολογίας της διαρκούς «προόδου».) Από την άλλη είναι έμφυτη η ανάγκη του ανθρώπου να φαντάζεται/φαντασιώνεται ιδεατές κοινωνίες, τόπους, καταστάσεις, μπορούμε να γυρίσουμε χρονικά ακόμη και στην αρχαία εποχή του Αριστοφάνη και της Νεφελοκοκκυγίας του ή στην «Πολιτεία» του θείου Πλάτωνα ή στον ίδιο τον κατασκευαστή της λέξης «ουτοπία», τον Τόμας Μορ. Ο ζοφερός ωστόσο 20ος αιώνας, με τις δραματικές απογοητεύσεις από την εφαρμογή διαφόρων ‘υπαρκτών’ ουτοπιών και τον προϊούντα ατομικισμό και την έκπτωση των συλλογικών προ(σ)ταγμάτων μετέτρεψε τις ουτοπίες είτε σε ατομικιστικά πρότζεκτ φιλοδοξιών είτε σε «δυστοπίες», έναν παράξενο και μάλλον θολό όρο (που δεν είναι αντιθετικός της «ουτοπίας» αλλά μάλλον υποσύνολο αυτής). Οι δε συγγραφείς «μιας όχι και τόσο επιστημονικής και όχι και τόσο φαντασίας έχουν πλέον την τάση να μας τσιγκλάνε δείχνοντας μας πως η νοητή ευθεία του κόσμου που ζούμε είναι ένα πολύ δυστοπικό σενάριο» (όπως γράφει και ο Techie Chan για τον Ουελμπέκ). Και κάπως έτσι η ουτοπική ματιά έχει αρχίσει πλέον να στρέφεται (καταφεύγει;) στο παρελθόν. Το οποίο μπορεί μεν να είναι μια άλλη χώρα, δεν είναι διόλου ξένη όμως, και είναι επιπλέον λίαν ασφαλής και πρόσφορη και εύπλαστη, σχεδόν ανυπεράσπιστη, για κάθε είδους εκ των υστέρων κατασκευή/μηχανική.
Μια ουτοπία επιλέγει ως κεντρικό του θέμα (ήδη από τον τίτλο του βιβλίου) ο άγγλος συγγραφέας David Mitchel. Ο Mitchel (του οποίου έχουμε δει μεταφρασμένα στα ελληνικά κάμποσα βιβλία, οι περισσότερες θυμόμαστε το «Cloud Atlas» που έγινε και ταινία από τις αδελφές Wachowski) γυρίζει στην εποχή η οποία έχει καταγραφεί στην ποπ αφήγηση ως «Swinging London» και παρακολουθεί την πορεία ενός συγκροτήματος, των Utopia Avenue προς το όνειρο, τον πρώτο δίσκο, τον δεύτερο δίσκο, την καταξίωση, την περιοδεία στις ΗΠΑ (αναπόφευκτη, για Βρετανούς μιλάμε γαρ, με εισβολικές φαντασιώσεις), την διάλυση και… σπόιλερ αλέρτ, την επανασύνδεση (πρωτότυπο ε;). Οι οποίοι Utopia Avenue δεν έχουν κάποιον συναρπαστικό ιδρυτικό μύθο, δεν γνωρίζονταν π.χ. εξ απαλών σχολικών ονύχων ούτε συναντήθηκαν στον δρόμο κουβαλώντας δίσκους (όπως συνέβη με άλλους συγκαιρινούς τους, πιο... υπαρκτούς), αλλά είναι δημιούργημα του ευφυούς σχεδιασμού ενός μάνατζερ, του Λέβον Φράνκλαντ ο οποίος και «συναρμολογεί» το συγκρότημα κάνοντας σκάουτινγκ στα ύποπτα νυχτερινά κλαμπ του Σόχο ως «ένα μείγμα του R&B του Ντιν, της παράξενης βιρτουοζιτέ του Γιάσπερ, των φολκ καταβολών της Ελφ, της τζαζ του Γκριφ…». Ή αλλιώς: «αν δεν είστε φολκ συγκρότημα, τι σόι συγκρότημα είστε;» ρωτά η Ελφ στην πρώτη γνωριμία της με τους άλλους· η απάντηση που παίρνει από τον Γιάσπερ είναι «Πρισματικό. Σφετεριστικό. Υποχθόνιο» (δεν θυμίζει η όλη φάση λίγο Monkees, τους μάλλον υπερβολικά λοιδωρημένους ως ‘γκρουπ του σωλήνα’; «Λες ότι είμαστε οι γαμημένοι οι Monkees»; ενίσταται μάλιστα κάπου στο βιβλίο ο Γκριφ).
Ο Λέβον είναι πάντως ένας μάνατζερ βγαλμένος από την χώρα των πιο καλών προθέσεων, ο πιο τίμιος μάνατζερ επί της Γης και των περιχώρων, δεν θα σου φάει λεφτά, δεν θα σε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί με ψιλά γράμματα, θα σε στηρίξει σε κάθε σου μπελά και θα υπομείνει κάθε σου ιδιορρυθμία (που κι αν οι μάνατζερ δεν είναι γενικά η πλέον συμπαθής φυλή, εκείνες τις εποχές ο ρόλος τους πράγματι ήταν καθοριστικός στο να δαμάσουν πολλές και αχαλίνωτες ατομικές φιλοδοξίες στο άρμα ενός συλλογικού οράματος, στο οποίο οι ίδιοι πίστεψαν πολλές φορές πριν καν το… δουν οι ίδιοι οι δημιουργοί - κι ας μην μάθουμε ποτέ τι θα ήταν οι Beatles χωρίς τον Brian Epstein, οι Stones χωρίς τον Andrew Oldham ή ακόμη-ακόμη κι ο Elvis χωρίς τον συνταγματάρχη του).
Η αφήγηση απλώνεται σε έναν ημερολογιακό χρόνο και είναι διαρθρωμένη σε ενότητες οι οποίες τιτλοδοτούνται από δίσκους και τραγούδια, με εναλλασσόμενη οπτική από τα μέλη του συγκροτήματος, της μπάντας, της συμμορίας (γιατί όχι; Κατά έναν τρόπο έτσι έβλεπαν και τους εαυτούς τότε πολλοί νεαροί φιλόδοξοι μουσικοί, δεν είναι τυχαίο ότι τα ονόματα των συγκροτημάτων εκείνων των καιρών – στο στυλ «The …»- θύμιζαν εκείνα νεανικών συμμοριών του δρόμου), ο καθένας έχει την ευκαιρία για το δικό του σολάρισμα. Έτσι άλλοτε την βλέπουμε μέσα από τα μάτια του Ντιν του μπασίστα, ενός συμπαθητικά αντιπαθούς φτωχού ‘Smalltown boy’ της εργατικής τάξης που κουβαλά τραύματα από τον πρόωρο χαμό της μητέρας του και τον κακοποιητικό μέθυσο πατέρα του μαζί με μπόλικη αλαζονεία, άλλοτε μέσα από την ελαφρώς αλλοπαρμένη σκοπιά του Γιάσπερ του κιθαρίστα, ενός παράξενου πλάσματος που κατατρύχεται από ψυχώσεις, νόμιμες και μη φαρμακευτικές ουσίες κι έναν μακρινό του… πρόγονο από την Ιαπωνία (!,) κι άλλοτε από την πιο γήινη και ανθρώπινη οπτική της φολκ τραγουδίστριας και κιμπορντίστριας Ελφ (η οποία σαν να φέρνει κάπως προς Sandy Denny), στην οποία μάλιστα ο συγγραφέας επιφυλάσσει και τον τελευταίο λόγο στο βιβλίο. Και αν ήδη ρωτάτε «μα καλά ντράμερ δεν είχε το γκρουπ;», ασφαλώς και είχε, και μάλιστα με τζαζ καταβολές, τον αθόρυβο αλλά κομβικό Γκριφ, ο οποίος έχει ωστόσο μόνο ένα δικό του κεφάλαιο (πάντα ριγμένοι οι ντράμερ, εκτός από το πεδίο των ανεκδότων όπου και πρωταγωνιστούν, υπάρχουν κάμποσα τέτοια στο βιβλίο, αλιεύω ένα: «ποια η διαφορά μεταξύ ενός ντράμερ κι ενός αποταμιευτικού ομολόγου; Το ένα θα ωριμάσει και θα βγάλει λεφτά».)
Ο Μίτσελ τοποθετεί τους ήρωες και την ηρωίδα του κάπου ανάμεσα στην επιδίωξη μιας ουτοπίας και στην βίωση μιας ετεροτοπίας με τα δικά τους τελετουργικά και σύμβολα και γλώσσα, εν προκειμένω την μουσική (για να πετάξουμε και μια αναφορά σε… Φουκώ - και όχι, δεν θα συμφωνήσουμε εδώ με την μεταφράστρια ότι η μουσική είναι άχρονη). Μια βίωση η οποία συμπεριλαμβάνει όλα τα… προβλεπόμενα: απογοητεύσεις, εντάσεις, κόντρες, τη χαρά του πρώτου δίσκου, σουξέ στα τσαρτς, εμφάνιση στο Top of the Pops, χρήμα, γκρούπις, σνιφάρισμα κόκας σε κυριλέ γραφεία.
Σε αυτό το μετέωρο αλλά συναρπαστικό (για τους ίδιους) ταξίδι, και θέλοντας προφανώς να φτιάξει μια πληρέστερη και αληθοφανέστερη τοιχογραφία της εποχής, ο συγγραφέας τους βάζει να συναντούν ένα σωρό ιστορικά πρόσωπα, κατά κανόνα πριν αυτά υποτίθεται γίνουν ευρέως γνωστά. Έτσι στις σελίδες συναντάμε σε καμέο εμφανίσεις ονόματα όπως ο Brian Jones, η Janis Joplin, ο Jerry Garcia, ο Leonard Cohen, ο John Lennon και πολλοί ακόμη. Μια διαπλοκή και διάδραση όχι πάντοτε επιτυχημένη, όσο ακριβής κι αν προσπάθησε –λέει- να γίνει από άποψης ύφους, κατά βάση φαίνεται κατασκευασμένη και επιτηδευμένη, ποτέ δεν ήταν άλλωστε ένα εύκολο εγχείρημα η οργανικά αρμονική ένταξη ιστορικών προσωπικοτήτων σε ένα λογοτεχνικό έργο. Πέραν τούτου, ο συγγραφέας παίρνει κι ορισμένες ‘ποιητική αδεία’ ελευθερίες κάνοντας κάποια χρονολογικά πρωθύστερα και αναχρονισμούς, ας μην μπούμε όμως στο κυνήγι των λαθών, με λογοτεχνία έχουμε να κάνουμε και όχι με ιστορικό δοκίμιο (ωστόσο αν πιστέψουμε τον Ιβάν Ζαμπλονκά, η Ιστορία είναι και αυτή μια λογοτεχνία).
Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι μέσα από την αφήγηση του ο Μίτσελ δρα υπονομευτικά, σχεδόν… απομυθοποιητικά (εμπρόθετα ή όχι δεν έχει τόση σημασία) για τον μύθο των 60s. Τα οποία στο branding των δεκαετιών έχουν σφραγιστεί στο συλλογικό συνειδητό, σχεδόν με παβλοφικά κατεστημένο τρόπο τολμώ να πω και σε συγκριτική αντιπαράθεση μάλιστα με τις επόμενες, ως η δεκαετία της ανατροπής, της επανάστασης, της πολιτικής και προσωπικής χειραφέτησης. Ήδη πριν καν ολοκληρωθεί ημερολογιακά η δεκαετία είχε ξεκινήσει ο θρήνος για την απώλεια (Δεκέμβρη δεν έγινε το Άλταμοντ;), τα επόμενα χρόνια μυθοποιήθηκε ακόμη πιο πολύ απ’ όσους τα έζησαν (και ακόμη πιο πολύ απ’ όσους δεν τα έζησαν), υπερφορτώθηκε με ένα συμβολικό βάρος μιας εξιδανικευμένης μνήμης στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενης και αυτο-επιβεβαιωνόμενης (μέχρι και σε κατεστημένα πλέον μνημόσυνα νοσταλγίας). Μετατράπηκε δηλαδή ακριβώς σε μια παρελθοντική Εδέμ. Μία ακόμη «ουτοπία».
Μπορεί όπως λένε οι ακαδημαϊκές γραφές να μιλάμε για την κοχλάζουσα εποχή όπου η νεολαία εισέβαλλε με ένταση στην Ιστορία (εκμεταλλευόμενη βασικά το κενό, πραγματικό ή ιδεολογικό, που άφησε η προηγούμενη αποδεκατισμένη από τον πόλεμο και αφοσιωμένη στην επιβίωση γενιά) εδραιώνοντας μια νέα δική της αποκλειστική κουλτούρα (και την νεότητα ως «I hope I die before I get old» αυταξία), ατίθαση, ηδονιστική, μποέμικη και κατά βάση αντι-αυταρχική, μπορεί κάποιες φορές να συναντήθηκε και να βάδισε δίπλα-δίπλα με τον ‘υπόκοσμο’, το underground, σε αιτήματα ανατροπής και εξέγερσης, ωστόσο αυτά στην μακρά πορεία έμειναν να τα κουβαλούν μόνες –ενίοτε και απελπισμένες- κάποιες μειοψηφίες οι οποίες τελικά κατατροπώθηκαν (ακόμη και κυριολεκτικά) από την εξουσία.
Η ουτοπία όμως των Utopia Avenue (και κατ’ επέκταση πολλών άλλων πραγματικών σχημάτων της εποχής) δεν έχει απολύτως καμία σχέση με ανατροπή, επανάσταση, underground πνεύμα ή ακόμη χειρότερα με ‘αντικουλτούρα’ και άλλους τέτοιους βαρύγδουπους κι αυθαιρέτως αποδιδόμενους χαρακτηρισμούς, καμία σχέση με συλλογικά οράματα και κοινωνικούς πολιτικούς αγώνες και ταξικά διακυβεύματα και αλληλεγγύη. Είναι σχεδόν α-πολίτικη, πουθενά δεν ανιχνεύεται μια αγωνία για έναν καλύτερο κόσμο, παρά μόνο για έναν κόσμο καλύτερο για την δική μας ανάγκη «να πιάσουμε την καλή» και να ξεφύγουμε εμείς από την εργατική μοίρα των γονιών. «Έγραψα μερικά τραγούδια, σκέφτεται ο Ντιν, ηχογραφήθηκαν και κοίτα με τώρα. Νίκησα γαμώτο Γκρέιβσεντ. Βλέπεις; Νίκησα;» λέει κάπου αποκαλυπτικώς κυνικά ο Ντιν κολακευμένος από την επιτυχία κι από το γεγονός ότι το γκρουπ προσέλκυσε την προσοχή ανθρώπων που μέχρι τότε τους γνώριζε μόνο από την εφημερίδα. Μόνο κατά λάθος περνάνε από μια διαδήλωση κατά του πολέμου στο Βιετνάμ στην πλατεία Γκρόβερνορ, γύρω τους γίνεται ένας χαμός αλλά όλα δεν φαίνεται να τους αγγίζουν. Οι Utopia Avenue δεν είναι επ’ ουδενί ‘Street Fighting Men’ (όπως κατ’ ουσία ποτέ δεν υπήρξαν και οι ίδιοι οι δημιουργοί του κομματιού). Κι αν τελικά οι… φυσαλίδες του κοινωνικού αυτού (ανα)βρασμού μπορεί να προκάλεσαν μια κάποια αναστάτωση και μια φαινομενική κινητικότητα στην λίαν αυστηρά δομημένη βρετανική κοινωνία μέσα από ένα ψευδαισθητικό «κι εσείς μπορείτε» βασισμένο ωστόσο σε κάμποση ικανότητα αλλά και πολύ τύχη («Σαράντα εννιά στα πενήντα σχήματα αποτυγχάνουν πριν καν πάρουν μυρωδιά από τη δόξα και τα χρήματα», κάθε σακσές στόρυ άλλωστε κρύβει ανέκαθεν εκατοντάδες φέιλ στόρυ) και κάποιοι πράγματι μπορεί να κατάφεραν να κατακτήσουν αναρριχώμενοι μια θέση στον ήλιο ή στα τραπέζια και στα παλάτια της αριστοκρατίας και των γαλαζοαίματων, να αποκτήσουν και δική τους έπαυλη (βασικό status symbol στην αγγλική αριστοκρατία)…. ωστόσο όλα αυτά δεν επέφεραν (και δεν είχαν και καμία τέτοια διάθεση) καμία ανατροπή της ιεραρχίας, οι διαχωριστικές ταξικές γραμμές παρέμειναν εξίσου ισχυρές, αν δεν ισχυροποιήθηκαν κιόλας τα επόμενα χρόνια. Υπό αυτή ακριβώς την οπτική θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον η παράλληλη ανάγνωση του βιβλίου αυτού με το έργο του Shawn Levy «Η υπέροχη άνοδος και η ιλιγγιώδης πτώση του Swinging London» (εκδόσεις Κουκκίδα), θα έλεγα ότι είναι σχεδόν το δοκιμιακό του αντίστοιχο, όπου ο συγγραφέας, ακολουθώντας βέβαια το προσφιλές ανθρωπομορφικό σχήμα ‘Ακμής-Παρακμής’, περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια και ευρύτητα ένα Λονδίνο το οποίο ξεχείλιζε από ενέργεια, δημιουργικότητα και ψευδαίσθηση αταξικότητας και πως αυτό ταχύτατα και απότομα παρήκμασε μέσα στην τουριστική επιδειξιμανία, την αποθέωση του εαυτού και την αυτάρεσκη κενότητα.
Μέσα απ’ όλα αυτά νομίζω περισσότερο αναδεικνύεται, για να το θέσω και λίγο προβοκατόρικα, ο εγγενής (νεο)φιλελευθερισμός (sic) της ουτοπίας των 60s, η ναρκισσιστική εστίαση στο άτομο, στο Εγώ και στις ανάγκες του, ένα αχαλίνωτο laissez faire, μια χωρίς χαλινάρια ευδαιμονική ελευθερία (όλα αυτά τα σημάδια που είχε διαγνώσει ήδη από τότε ένας Κρίστοφερ Λας), όπου ακόμη και η περιβόητη «σεξουαλική απελευθέρωση» έφερε περισσότερο «απελευθερωμένα» κορίτσια-τρόπαια στην χέρια της πατριαρχικής εξουσίας -κάπου στο βιβλίο διαβάζουμε δια χειλιών Τζάνις: «Η φήμη μας μεγαλώνει την αξία του κοκορέματος μεταξύ των αντρών… Α, ναι η Τζάνις Τζόπλιν; Την ξέρω την Τζάνις. Μου τον πήρε τσιμπούκι στο ξέστρωτο κρεβάτι. Το σιχαίνομαι. Πώς όμως το πολεμάς αυτό; Ή, πώς το αλλάζεις αυτό;».
Η ουτοπία των 60s λοιπόν οργανικά ενταγμένη στην ουτοπία του Εγώ; Έχει επισημανθεί πολλές φορές, ενίοτε με λίγο ξυπνιτζίδικο τρόπο, η γραμμική οδός που συνδέει τους χίπηδες των 60s με τους γιάπηδες της Θάτσερ και του Ρήγκαν (στον κόσμο των οποίων ακόμη ζούμε ουσιαστικά), για τον τρόπο που «η αντιεμπορευματοποίηση εμπορευματοποιήθηκε», για το πως η εναλλακτικότητα έγινε απλά εναλλακτική ‘ταυτοτική’ κατανάλωση και μόδα η οποία τελικά έδωσε τονωτική ένεση στον καπιταλισμό τον οποίο υποτίθεται πολεμούσε. Μια πολύ ωραία και πρωτότυπη ανάγνωση του 20ου αιώνα από την σκοπιά ακριβώς της ανάδειξης του Εγώ ως πρωταγωνιστή, η οποία πιάνει από την ψυχανάλυση και την κβαντική φυσική μέχρι τον κυβισμό και την μουσική, συναντάμε και στο εξαιρετικό βιβλίο του John Higgs «Stranger than we can imagine: Making sense of the twentieth century», όπου μεταξύ πολλών άλλων είναι ευφυέστατος ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τους Rolling Stones ως case study (ανιχνεύοντας και αναδεικνύοντας π.χ. την συχνή παρουσία του ρήματος «want» στους στίχους των κομματιών τους). Ένα ερμηνευτικό σχήμα το οποίο ουσιαστικά εντάσσει οργανικά την αφήγηση των 60s στην πορεία του ανθρώπου από το συλλογικό προς το ατομικό (ή ατομικιστικό αν προτιμάτε) αντιμετωπίζοντας την Ιστορία ως μια διαρκή ισορροπία ανάμεσα στις «I want» επιθυμίες του Εγώ και τις συλλογικές επιταγές του Εμείς. Μια αντινομία (σχεδόν ανισορροπία) η οποία ενυπάρχει στο DNA και του ίδιου ροκ, εκ γενετής σχεδόν (για να μην πούμε στο ίδιο το διαφωτιστικό μιτοχόνδριο από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και της ακόμη πιο θεμελιώδους σύγκρουσης ανάμεσα στην ισότητα και την ελευθερία).
Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι ο Μίτσελ, βάζοντας το συγκρότημά του στην αμερικάνικη περιοδεία να συναντά τον Jerry Garcia των Greateful Dead, είναι λες και θέλει να φέρει σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση τα δύο βασικά κέντρα της νεανικής κουλτούρας της εποχής, το Λονδίνο και το Σαν Φρανσίσκο, αλλά κυρίως δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Μην ξεχνάμε ότι είναι στις ΗΠΑ όπου άνθισε η πραγματική αντικουλτούρα, τα πιο οργανωμένα αντιπολεμικά και ριζοσπαστικά κινήματα (βλέπε π.χ. αντιθετικά την χλιαρή στάση των Βρετανών ειρηνιστών σε ζητήματα που άγγιζαν το έθνος, π.χ. Βόρεια Ιρλανδία, λοιπές αποικίες), εκεί όπου η ψυχεδέλεια «ήταν ένα αναμμένο φιτίλι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το αντιπολεμικό κίνημα, το κίνημα για τις ελευθερίες των φοιτητών και την κοινή αντίληψη ότι οι υπάρχουσες δομές της κοινωνίας έπρεπε να κατεδαφιστούν» ενώ η βρετανική ψυχεδέλεια, βαθύτερα ριζωμένη σε μια παλαιόθεν φολκ παράδοση ήταν γεμάτη από fairies, νεράιδες, ξωτικά, και ονειρικούς (ουχί όμως ουτοπικούς) κόσμους.
Από λογοτεχνική άποψη (για να μην ξεχνιόμαστε!) το βιβλίο είναι σίγουρα καλογραμμένο (και άριστα μεταφρασμένο από μια έμπειρη τεχνίτρια του κλάδου την Μαρία Ξυλούρη), με χιούμορ και σπιρτάδα, αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, έχει μπόλικο διάλογο ο οποίος προσδίδει πάντοτε ζωντάνια. Η αφήγηση είναι λίγο-πολύ οριοθετημένη, πάει βέβαια μπρος πίσω στον χρόνο, σαν ένα νευρικό rewind-fast forward σε παλιό κασετόφωνο, ωστόσο δεν ξεφεύγει στις γνωστές μεταμοντερνιές του συγγραφέα και την παρακολουθεί κανείς εύκολα. Ωστόσο οι γαλαντόμες και υπερενθουσιώδεις κριτικές (βοηθούμενες κι από μια λίαν επιθετική εχμμμ προώθηση) με τις οποίες έγινε δεκτό το βιβλίο μου φαίνονται μάλλον υπερβολικές (τις κατανοώ περισσότερο ως προϊόν κάποιων ‘a priori έτοιμων να ενθουσιαστούν’, κυρίως λόγω της χαράς για την μυθιστορηματική/λογοτεχνική αποτύπωση ενός αγαπημένου παρελθόντος). Δεν είναι μόνο η εμφανής προσπάθεια του Μίτσελ να κάνει πιο… ζωντανό το ταμπλώ βιβάν της εποχής μέσα από ένα καταιγιστικό name dropping και μια διαρκής παράθεση αναφορών και πληροφοριών που ίσως απομακρύνει τον μη-εξοικειωμένο αναγνώστη. Δεν λείπουν επίσης κάμποσες άσκοπης ύπαρξης σελίδες, με την φυτευτή εμφάνιση προσώπων από άλλα έργα του Μίτσελ, με την στόχευση προφανώς να συνεχίσει να δημιουργείται ένα «μιτσελικό σύμπαν» με ‘σκουληκότρυπες’ που μπορεί να οδηγούν από το ένα βιβλίο στο άλλο (δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει). Σύνηθες λογοτεχνικό παίγνιο αυτό βέβαια, υπό προϋποθέσεις μπορεί να έχει κι ένα ενδιαφέρον, αρκεί να μην γίνεται εις βάρος της ουσίας και της πλοκής και να καταλήγει μια εύκολη αυτο-διακειμενικότητα (sic), όπως συμβαίνει εν προκειμένω.
Εν κατακλείδι (ή και όχι)… Τι μας αφήνουν και πόσο τις χρειαζόμαστε τελικά τις ουτοπίες; Ακόμη (ή και ειδικά) κι αν αυτές μας γέλασαν; Τούτο είναι ένα ερώτημα που παραμένει εκκρεμές μετά από όλους τους άνωθεν προβληματισμούς. Μήπως οι ουτοπίες εμπεριέχουν εκ φύσεως την διάψευση και την απογοήτευση; (έχει πλάκα ότι το βιβλίο και η τραγουδιστική πορεία των Utopia Avenue ξεκινάει με μια δαντική, δίκης κυνικής προειδοποίησης (;) παραπομπή, «Abandon Hope»). Ή μήπως οι ουτοπίες δεν επιδέχονται καμία διάψευση καθώς …. «ποτέ δεν εφαρμόζονται σωστά»; (η βασική γραμμή άμυνας των απανταχού φανατικών, από τους διάφορους –ισμούς μέχρι τα… μνημόνια). Όσο κι αν η ιστορική αποτίμηση ρίχνει το βάρος της προς μια θετική απάντηση, η ίδια ακριβώς αναδεικνύει και την αξία των ουτοπιών όχι ως προγραμματικών εφαρμοστέων (ή εφαρμόσιμων!) δηλώσεων μιας κάποιας νεόκοπης wannabe εξουσίας (δεν είναι συνταγές για τα μαγειρεία του μέλλοντος, όπως θα έλεγε και ο Μαρξ), αλλά ως λαμπερών άστρων στον ορίζοντα, άπιαστων κι απρόσιτων μεν, που όμως φωτίζουν και δείχνουν δρόμους αφάνταστους. Ακόμη (ή και ειδικά) κι όταν ένας ψευδο-ορθολογικός και βαθιά αμοραλιστικός (ψευδο)τεχνοκρατισμός που ομνύει στο αιώνιο Τώρα και στην ‘ΤΙΝΑ’ φυσικότητα της κατεστημένης κατάστασης επιμένει (ή καλύτερα επιβάλλει) ότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Πράγματι δεν υπάρχει δρόμος για την ουτοπία (πόσο μάλλον λεωφόρος). Μένει ωστόσο να ανοιχτεί…
Και η μουσική ποια θέση έχει σε όλα αυτά; Σημειώνει κάπου σε ψύχραιμη αποτίμηση ο Levy για τα χρόνια του ‘60: «υπήρχε η αίσθηση ότι οι κοινωνικές αδικίες δεν θα άντεχαν για πολύ˙ η φυλετική, η σεξουαλική και η ταξική καταπίεση, ο εκφοβισμός και το μπούλινγκ, η ανεξέλεγκτη καταστροφή του περιβάλλοντος (…) Αυτές οι αλλαγές – συσκευασμένες σε ένα χαρούμενο περιτύλιγμα, επενδυμένες με ένα χορευτικό ρυθμό και απαστράπτουσες από την αισιοδοξία της νεότητας- ήταν αυθεντικά βήματα προς μια πιο δίκαιη νεωτερικότητα». Μόνο έτσι ίσως μπορεί να αλλάξει η μουσική (η Τέχνη γενικότερα) τον κόσμο. Ως ένα πεδίο δοκιμής και άσκησης ιδεών μη-ανεκτών από τους κατά καιρούς εξουσιαστικούς μηχανισμούς, που αφήνει αέρα ελεύθερο στις πάσης φύσεως ουτοπίες και σε τρόπους σκέψης που (ενίοτε) προηγούνται της κοινωνίας. «Αυτά τα παιδιά απέχουν πολύ απ’ τους μοχλούς της εξουσίας. Για την ώρα. Μακροπρόθεσμα όμως; Αυτοί οι ψίθυροι είναι τα προσχέδια του μέλλοντος» υπερθεματίζει ο Jerry Garcia (ίσως η μοναδική cameo εμφάνιση στο βιβλίο που έχει νόημα). Για να συμπληρώσει και ο νεραϊδοπαρμένος κι ελαφρώς… καμένος Γιάσπερ, που όμως είναι εκείνος που θέτει τα πράγματα με τον πλέον πραγματιστικό και συνάμα ελπιδοφόρο τρόπο: «τον κόσμο δεν τον αλλάζουν τα τραγούδια, τον αλλάζουν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι περνάνε νόμους, εξεγείρονται, σκοτώνουν, κάνουν παιδιά, αρχίζουν πολέμους. Το να κάνεις τέχνη είναι ήδη μια πολιτική πράξη. Ο καλλιτέχνης απορρίπτει την κυρίαρχη τροπή του κόσμου. Αν όμως ένα τραγούδι φυτέψει μια ιδέα ή ένα συναίσθημα σε έναν νου, έχει ήδη αλλάξει τον κόσμο».