Mars by 1980 - The story of electronic music
Η ηλεκτρονική μουσική είναι μια ιστορία που ακόμη γράφεται (αλλά και ξαναγράφεται). Στην πράξη αλλά και στα βιβλία... Του Αντώνη Ξαγά
«Πιστεύετε ότι ο ρόλος της μουσικής είναι πάντοτε να αντικατοπτρίζει την ζωή του Σήμερα; Προσωπικά πιστεύω κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, δεν θα έπρεπε να αντικατοπτρίζει μόνο την ζωή του σήμερα αλλά να δείχνει και τις δυνατότητες για το μέλλον. Και τις δυσοίωνες αλλά και τις ευχάριστες. Δεν θα πρέπει να της ζητάμε να φοράει ροζ γυαλιά».
Τάδε έφη Daphne Oram το 1972. Κι αν αυτή η σπουδαία συνθέτρια, η οποία εσχάτως χάρις και στις νέες (έως και φεμινιστικές) αναγνώσεις ανακαλύφθηκε ξανά από μια επόμενη γενιά, αναφερόταν εδώ στην μουσική εν συνόλω, δεν θα ήταν άτοπο να ισχυριστούμε ότι ήταν ειδικά η ηλεκτρονική μουσική (και όχι απλά η μουσική που παίζεται με ηλεκτρονικά μέσα) αυτή που υπήρξε για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα ακριβώς αυτή η μουσική που είχε την ματιά της στραμμένη προς το μέλλον, που το οραματιζόταν (σε αγαστή συνάφεια με την επιστημονική -και μη- φαντασία), που ήλπιζε όχι μόνο να το προφητεύσει αλλά και να το διαμορφώσει και να το καθορίσει.
Λόγω της εξ ορισμού τεχνολογικής της διάστασης (και εξάρτησης) ταυτισμένη με τον ήχο του Αύριο, σκαπανέας ενός παρθένου πεδίου που ξανανοιγόταν συναρπαστικό, δεν απετέλεσε απλά ένα νέο “genre” αλλά μια νέα γλώσσα, με νέους κώδικες, γραμματική και συντακτικό. Κάποιοι την είχαν οραματιστεί από πολύ παλιά (μερικοί φτάνουν μέχρι τον Φράνσις Μπέικον και τα μελλοντολογικά του οράματα πίσω στον… 17ο αιώνα), άλλοι την είχαν φανταστεί και ασφυκτιούσαν περιμένοντας τις τεχνολογικές εξελίξεις που θα τους επέτρεπαν να υλοποιήσουν τις θεωρίες και τα μανιφέστα τους (όπως συνέβη π.χ. με τον Ενγκάρ Βαρέζ – και ουχί Βαρέζε, σαν την… θρυλική ομάδα μπάσκετ). Μπορεί βέβαια το νέο μέσο να μην έγινε νέο μήνυμα, ωστόσο το καθόρισε, στον τρόπο έκφρασης και διατύπωσης του, με μια προσέγγιση της μουσικής απελευθερωμένη από τον «ντο ρε μι» εναγκαλισμό, ξεφεύγοντας από τις αυστηρές αρμονικές και ξανοιγόμενη στο πέλαγος των συχνοτήτων.
«The future's so bright, I gotta wear shades» (για να θυμηθούμε ένα παλιό κομμάτι των Timbuk 3), υπήρξε μια εποχή εκεί στα τέλη 60s-αρχές 70s όπου ο κόσμος ατένιζε το μέλλον με έναν φουτουριστικό ιδεαλισμό (μακριά όμως από το ομώνυμο και αδιέξοδα επιθετικό ρεύμα του Μαρινέτι και των συνοδοιπόρων του), κατά βάση αισιόδοξο, ο κόσμος αυτός μπορεί να αλλάξει, να γίνει καλύτερος, η κάθε νέα γενιά είχε δικαίωμα να ζήσει καλύτερα από την προηγούμενη, εξέλιξη και τεχνολογική ανάπτυξη συνεπάγονται de facto πρόοδο, κι εντυπωσιακά επιτεύγματα, διαστημικά ταξίδια, συναντήσεις με εξωγήινους, ανώτερους πολιτισμούς, τηλεμεταφορές, τα πάντα έμοιαζαν εφικτά. Ένα πνεύμα που εκφραζόταν και μέσα από την μουσική, η οποία για πολλούς μπορούσε η ίδια να γίνει φορέας αλλαγών, ακόμη και επαναστατικών (και όχι μόνο στους χίππικους κύκλους, ακόμη και φαινομενικά μηδενιστές κι ακραίοι όπως π.χ. οι Throbbing Gristle είχαν μια τέτοια θετική οπτική, «είχαμε κάτι πολύ ιδεαλιστικό σε ότι κάναμε» είχε πει κάποτε ο –ακόμη- ο, P-Orridge) Και που πάτε λοιπόν παλικάρια, που πάτε ορέ παιδιά; Πάμε για να πατήσουμε τον Άρη… Πριν από το 1980 θα ήμαστε εκεί.
Εν τω μεταξύ είναι 2020, ο Άρης είναι ακόμη όνειρο μακρινό και προς το παρόν αρκούμαστε να κρατάμε στα χέρια μας το βιβλίο του David Stubbs το οποίο –ξεκινώντας από τον τίτλο– είναι στην ουσία του περισσότερο ένας φόρος τιμής σε αυτό το εξατμισμένο πια πνεύμα.
Γιατί καλά είχε προειδοποιήσει η Δάφνη Όραμ για τα παραμορφωτικά ροζ γυαλιά (εδώ το έχω να θυμηθώ κλασική ατάκα του… Φίλιππα Συρίγου για κάποια άλλα κόκκινα γυαλιά, αλλά ας μην ξεφύγουμε από το θέμα). Και εν τέλει από μία άλλη άποψη, η ουτοπία και η δυστοπία πάνε χέρι χέρι - αφήστε που πολλές φορές η ουτοπία του ενός είναι η δυστοπία του άλλου. Έτσι τα «Imaginary landscapes» που φιλοτεχνούσε η ηλεκτρονική μουσική για πολλούς ήταν μάλλον σκιαχτικά, όχι μόνο από λουδίτικη και αναμενόμενα συντηρητική (ανθρώπινη φύσις γαρ) άποψη (κι ας μην είναι τα ηλεκτρονικά όργανα λιγότερο …φυσικά απ’ ότι π.χ. μια κιθάρα ή ένα όμποε, απλά σε αυτά οι ταλαντώσεις ηλεκτρομαγνητικών πεδίων που παράγουν τον ήχο είναι λιγότερο «ορατές» από εκείνες μιας χορδής π.χ. – χωρίς να αγνοήσουμε και μια μάτσο ανδροκρατική-δυσανεκτική «ροκ» άποψη που θεώρησε τα υποτιμητικώς αποκαλούμενα «μπλιμπλίκια» toys for girls, σε αντίθεση προφανώς με την φαλλική αποθέωση της κιθάρας που κράδαινε σαν… τσεκούρι ο αρχηγός της φυλής).
Πέραν αυτών και άλλα αρχέγονα φοβικά σύνδρομα βγήκαν στην επιφάνεια. Φόβοι για ολοκληρωτικές κοινωνίες ελέγχου και παρακολούθησης για τα «we are the robots» που θα σηκώσουν κεφάλι και θα μας μετατρέψουν σε δικούς τους σκλάβους, φόβοι που τροφοδότησαν μια ολόκληρη ποπ κουλτούρα από κινηματογραφικούς εξολοθρευτές μέχρι ψεκασμένες αποκαλυπτικές διαδόσεις. Σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες σελίδες του βιβλίου αυτού, ο Stubbs συσχετίζει στον πυρήνα τους αυτές τις φοβίες με εκείνες που διατύπωναν οι λευκοί αφέντες του αμερικανικού Νότου την εποχή της μαύρης χειραφέτησης, «κουμπώνοντας» μάλιστα τον συλλογισμό του αυτό με τον μάλλον αμφισβητήσιμο ακαδημαϊκό όρο του «αφρο-φουτουρισμού», με το εύστοχο επιχείρημα ότι οι μαύροι κοιτώντας προς τα πίσω δεν έχουν τίποτε άλλο να «νοσταλγήσουν» παρά μόνο χρόνια καταπίεσης και ευτελισμού. Όπως μάλιστα έδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα στις ΗΠΑ, και η ματιά στο Σήμερα λίγη αισιοδοξία επιτρέπει…
Ο συγγραφέας του βιβλίου, ο David Stubbs, έχοντας περάσει από πολλά μετερίζια της μαχόμενης μουσικοκριτικής (από το Wire μέχρι το NME και το Uncut), γνωρίζει καλά το θέμα που πραγματεύεται, έχει γραφή με στυλ ακονισμένο στην πράξη, σπιρτόζικη και με χιούμορ, φτάνοντας μέχρι τις λυρικές εξάρσεις τις συνήθεις στον χώρο που παλεύει με το αμετάδοτου του συναισθήματος και την περιγραφή του απερίγραπτου (ένα ανοιχτό youtube δίπλα βοηθάει για το κλίμα της ανάγνωσης). Και το βασικότερο ως λόγος ύπαρξης για κάθε βιβλίο: έχει άποψη –πολιτική και αισθητική– και δεν κρύβει λόγια, δίνει τροφή για σκέψη και αιχμηρές γωνίες για συμφωνίες και διαφωνίες. Ίσως το μόνο «λάθος» να εντοπίζεται στον τίτλο, όπου το αόριστο άρθρο «a» θα στεκόταν καλύτερα από το οριστικό «the». Όχι μόνο επειδή έτσι είναι η ιστορία, «αόριστη», μη-στατική, ανοιχτή σε κάθε λογής αναθεωρήσεις και επανερμηνείες. Δεν είναι γαρ εύκολο να γράψει κανείς «την» ιστορία της ηλεκτρονικής χωρίς να χαθεί στο ατελείωτο, σχεδόν παραποτάμιο fractal δίκτυο της, αναπόφευκτα, αν δεν θέλει να καταλήξει σε έναν άχρηστο ψευδο-αντικειμενικό εγκυκλοπαιδικό σχολαστικισμό, πρέπει να επιλέξει μια πορεία, ένα αφήγημα, και φυσικά να επιλέξει… παραλείψεις και εστιάσεις (συνειδητά ή και μη, μικρή σημασία έχει). Ο ίδιος στην εισαγωγή σπεύδει να παραδεχτεί ορισμένες από αυτές, π.χ. μορφές όπως ο Halim El-Dabh, ο Todd Rundgren, ο Vangelis ή ο Jean Michel Jarre, και οι ρέκτες του είδους σίγουρα θα μπορούν να προσθέσουν και άλλους και άλλες, ωστόσο προσωπικά τέτοιου τύπου κριτικές τις θεωρώ εξ ορισμού άνευ νοήματος, α-νόητες δηλαδή.
Η διαδρομή λοιπόν που επιλέγει ο συγγραφέας έχει μεν χονδρικό κορμό την κλασική γενεαλογική σειρά Φουτουριστές-Varese-Stockhausen–BBC Radiophonic Workshop–Kraftwerk–Electopop-Acid House-Rave-EDM, ωστόσο φροντίζει να λοξοδρομήσει στο μαύρο ρεύμα και να αναφερθεί εκτεταμένα στον Sun Ra και φυσικά στον Stevie Wonder, αλλά και να σταθεί σε όχι συχνά αναφερόμενα ονόματα όπως οι Scritti Politti, οι Godley & Creme ή η Δανέζα Else Marie Pade (που ο μύθος λέει ότι σκάλιζε μελωδίες στον τοίχο της ναζιστικής φυλακής της με την… πόρπη της ζαρτιέρας της).
Οι πιο ωραίες και ευδιάβαστες σελίδες είναι εκεί όπου ο ίδιος γουστάρει (συμβαίνει σε όλους μας), δεν κρύβει π.χ. ότι θεωρεί τον Στοκχάουζεν τον μεγαλύτερο συνθέτη του 20ου αιώνα, όπου αν και έχει γράψει κοτζάμ βιβλίο πάνω στο ερώτημα («Fear of music: why people get Rothko but don’t get Stockhausen») δεν έχει βρει απάντηση στο γιατί και αυτός και άλλοι συνοδοιπόροι του δεν έχουν καταφέρει να περάσουν στο συλλογικό συνειδητό (ούτε καν στο ασυνείδητο εδώ που τα λέμε). Δεν ξέρω αν η παρατήρηση μπορεί να συμβάλει σε μία απάντηση, ωστόσο έχει πλάκα (πραγματικά!) να παρατηρήσει κανείς μέσα από το βιβλίο ότι οι περισσότεροι από τους λεγόμενους πρωτοπόρους του είδους όχι μόνο δεν διέθεταν τίποτις χαρισματικές προφητικές ικανότητες (να μνημονεύσουμε την πρώιμη απαξίωση του Joe Meek για τους Beatles ή τις στα όρια του ψεκασμού καταστροφολάγνες προβλέψεις του ίδιου του Στοκχάουζεν- ας θυμηθούμε και την εντελώς άστοχη δήλωση του για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους), αλλά το κυριότερο, δεν είχαν καμία ευμενή διάθεση απέναντι στους πνευματικούς τους επιγόνους, πολλοί κατέληξαν μίζεροι και δύστροποι ξινόγεροι που δεν χάριζαν του αγγέλου τους νερό, πιάνοντας από τον ίδιο τον Στοκχάουζεν (υπάρχει ένα διαβόητο θέμα που είχε κάνει το Wire το 1995 όπου του έβαλαν να ακούσει σύγχρονα τότε ακούσματα, μεταξύ άλλων Aphex Twin και Plastikman, όπου δεν βρήκε τίποτε που να του αρέσει, φτάνοντας να στηλιτεύσει τις «μετα-αφρικανικές επαναλήψεις» και να απαξιώσει κάθε απόπειρα διασταύρωσης της υψηλής με την λαϊκή –υπανάπτυκτη– μουσική) μέχρι τον «homme seul» Pierre Schaeffer (θεωρούσε την ροκ μουσική «θλιβερή και μάλλον νοσηρή») ή τον Luciano Berio (ο οποίος χαρακτήριζε τα συνθεσάιζερ «ψευδο-όργανα» (τελικά από όλους δαύτους μακρά ο πιο συμπαθής και λιγότερο κομπλεξικός ήταν ο John Cage, ο οποίος δεν δίσταζε να βγει ακόμη και σε δημοφιλή τηλεοπτικά σώου του «λαού» (δείτε τον εδώ και απολαύστε). Με όλο αυτό τον ελιτισμό δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει –με μια δόση χαιρεκακίας– ότι «αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου», και ότι πολλά από τα έργα των πρωτοπόρων παραμένουν μοναχικά, μακριά από κάθε κοινωνική απεύθυνση και απειλούμενα πλέον από την λήθη.
Όσο πάντως η αφήγηση του συγγραφέα πλησιάζει προς τις μέρες μας, ειδικά μετά το ΄90 και ακόμη περισσότερο μετά το millennium, καθίσταται όλο και λιγότερο μελετημένη, κάπως βιαστική, σχεδόν αμήχανη, μια παράθεση πολλών ονομάτων με σύντομες πινελιές. Ας αναγνωρίσουμε πάντως το ελαφρυντικό ότι είναι λίαν δύσκολο το εγχείρημα της ιστορικής προσέγγισης γεγονότων και έργων που έζησες την εποχή τους, δεν έχεις την άνεση της εκ των υστέρων (και ενίοτε αφ υψηλού) αποτίμησης τους. Από την άλλη αποτυπώνει ίσως έτσι την διαρκώς θραυσματοποιούμενη πραγματικότητα, την κατάτμηση σε όλο και πιο μικρο-διαστάσεις, σε μικρο-ήχους και μικρο-sampling και μικρο-κοινότητες. Σαν το κουπί στον ποταμό της ηλεκτρονικής μουσικής, μέσα από παραπόταμο σε παραποταμάκι, να τον έφερε μέχρι τα μικρά ρυάκια.
Ωστόσο η όποια νοσταλγία που μπορεί να αναδύεται από τις σελίδες του βιβλίου δεν είναι εκείνη της γεροντικής απαξίωσης του Τώρα και του εξωραϊσμού του Τότε που «μαθαίναμε γράμματα, οι ντομάτες μοσχομύριζαν ντομάτα και η μουσική ήταν αυθεντική». Όσο κι αν είναι σχεδόν κατανοητή μια νοσταλγία π.χ. για την εποχή όπου λάιβ (ναι, και ηλεκτρονικής μουσικής) δεν ήταν ένα φωτάκι από μισοφαγωμένο μήλο που λαμπυρίζει στο σκοτάδι. Εν τούτοις η νοσταλγία του έχει μια ας την πούμε ρετροφουτουριστική άποψη η οποία δεν νοσταλγεί αυτά που συνέβησαν, ένα φαντασιακά καλύτερο παρελθόν, νοσταλγεί το μέλλον που δεν ήρθε ποτέ, τις δυνατότητες που δεν εκπληρώθηκαν, τις ευκαιρίες που χάθηκαν, τα όμορφα ποιήματα που ποτέ δεν γράφτηκαν (για να θυμηθούμε το «Κύκνειο άσμα» των Horror Vacui), όλα τα μικρά και μεγάλα Αν που μας στοιχειώνουν (εξού και… hauntology), την υποτακτική του «θα μπορούσε», που κι ας φαντασιώνεται η κβαντική ποίηση παράλληλα σύμπαντα, ποτέ δεν θα τα γνωρίσουμε στην πραγματικότητα. Και όχι πάντα «δυστυχώς»… Ευτυχώς…
Επίσης η Ιστορία δεν γράφεται –όσο κι αν ακούγεται παράδοξο– με βάση το παρελθόν αλλά το παρόν. Το ρευστό και χαοτικό και υπό διαρκή αναμόρφωση. Και που βλέπει ο συγγραφέας την ηλεκτρονική μουσική μέσα σε αυτό; Κυρίαρχη μεν ουσιαστικά από τεχνικής και δημιουργικής άποψης, λιγότερο αιχμηρή και πιο ομοιόμορφη δε (σε μια εξαιρετική παρατήρηση του, σημειώνει ακούγοντας τις πρόσφατες επιτυχίες των τσαρτς στο You Tube, ότι οι μουσικές στις διαφημίσεις ήταν πιο τολμηρές και ενδιαφέρουσες από τα ίδια τα τραγούδια). Και σε μετάβαση από την εποχή της ρετρομανίας σε μια ιδιότυπη αμνησία του Εδώ και Τώρα, με κραυγαλέες ΣΤΗΝ ΤΣΙΤΑ «καλές» παραγωγές ισοπεδωμένα και απελπιστικά ίδιες μέσα στην προσπάθεια μέσα από παραγωγές να τραβήξουν ολοένα και πιο αποσπώμενη προσοχή του ακροατή. Μήπως είναι όμως και αναπόφευκτο για μια μουσική άρρηκτα συνδεδεμένη με την τεχνολογία να φτάνει κάποια στιγμή σε κάποιο πλατώ όταν η τεχνολογική εξέλιξη να περιορίζεται σε απλές αναβαθμίσεις άι-συσκευών; Που πας μετά την απόλυτη ελευθερία και τον ακραίο θόρυβο; Και τι συμβαίνει όταν η αυταξία της ψυχαναγκαστικής αναζήτησης του «καινούργιου και αυτής της διαρκούς εξέλιξης και ανάπτυξης (έστω και… αειφόρου) έχουν αρχίσει πλέον να αμφισβητούνται βάσιμα και έμπρακτα;
Όσο πάντως κι αν η ηλεκτρονική μουσική φαινομενικά να έπαψε… μέλλον να θυμίζει, αυτό είναι εκεί και παραμονεύει, ανησυχητικό, φοβιστικό αλλά κι ελπιδοφόρο, μια terra incognita (έπρεπε να αποφύγω την έκφραση «αχαρτογράφητα νερά»), και… σίγουρα όχι απλά απρόβλεπτο αλλά και αδιανόητο και undreamt. Χωρίς «final frontier». To ίδιο και η μουσική του…