Δημήτρης Μαμαλούκας - Η Μοναξιά της Ασφάλτου
Οι ευτυχισμένοι, ως γνωστόν, δεν έχουν ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθούν γιαυτό και δε γίνονται ήρωες ακόμα και σε νουάρ μυθιστορήματα. Της Χίλντας Παπαδημητρίου
"Από όλα τα βιβλία, αγαπούσα πιο πολύ τα αστυνομικά", για να παραφράσω γνωστό τραγούδι του Σαββόπουλου. Τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά τη δεκαετία του '70, το crime fiction καταξιώθηκε πλέον ιδίω δικαιώματι ως σοβαρό λογοτεχνικό είδος, και οι κριτικοί έπαψαν να το θεωρούν παραλογοτεχνία. Και είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι και στην Ελλάδα πια, άνθρωποι αληθινά προικισμένοι ασχολούνται με το αστυνομικό μυθιστόρημα.
Αυτό που ξεχωρίζει αμέσως τον Δημήτρη Μαμαλούκα είναι η κινηματογραφική γραφή του. Όλα του τα βιβλία σε παρασύρουν να τα φανταστείς στη μεγάλη οθόνη, δεν αντέχεις στον πειρασμό να μην κάνεις casting: ποιος θα μπορούσε να κάνει τον Πετράρχη, ποιος τον Τσίκη; Και η ψηλή, μελαχρινή Στέλλα... ποια θα μπορούσε να παίξει την Στέλλα;
Συγγνώμη, παρασύρθηκα. Φταίει η Μοναξιά της Ασφάλτου, το τελευταίο βιβλίο του Μαμαλούκα. Ένα μυθιστόρημα με σαφείς αναφορές στην κλασική αμερικάνικη νουάρ λογοτεχνία των μεγαλουπόλεων. Και όπως στα βιβλία των κλασικών του είδους τον κυριότερο ρόλο τον παίζει η Μεγαλούπολη, έτσι κι εδώ πρωταγωνιστεί μια πόλη που δεν κατονομάζεται, αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει ποια είναι. Ο Μαμαλούκας φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος τους "κλασικούς", και έτσι η πινακοθήκη των ηρώων του περιλαμβάνει όλα τα αρχέτυπα: τον κακό και διεφθαρμένο μπάτσο, τον έντιμο και εργατικό αστυνομικό, τη μοιραία γυναίκα, τη γυναίκα-αντικείμενο, τον ψυχοπαθή δολοφόνο, το αναλώσιμο θύμα...
Η υπόθεση μοιάζει φαινομενικά απλή: ένας ψυχοπαθής δολοφόνος απάγει και σκοτώνει μελαχρινές γυναίκες στα βόρεια προάστια της Πόλης. Ωστόσο, ο συγγραφέας παρουσιάζει έναν-έναν τους ήρωες του με τρόπο που σε κάνει να αναρωτιέσαι: μα, πού το πάει; Πώς συνδέονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι μεταξύ τους; Και έτσι σε αιχμαλωτίζει στην υπόθεση, την οποία έχει φροντίσει να στολίσει με ένα σωρό ενδιαφέρουσες πληροφορίες: απίστευτες λεπτομέρειες για τις μηχανές παλιών αυτοκινήτων, αποσπάσματα στίχων από τραγούδια της δεκαετίας του '60 και του '70, πληροφορίες για τις υπόγειες στοές της Αθήνας, κι ένα σωρό άλλα πράγματα, τα οποία κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον: θέλεις να δεις πού θα κολλήσουν όλα αυτά, πώς στο καλό θα τα δέσει. Και τελικά, τα δένει μια χαρά, βαδίζοντας προς το τέλος, το οποίο όμως αφήνει ανοιχτό: πολλά μπορεί να συμβούν ακόμα στους ήρωες.
Ένα χαρακτηριστικό που συναντάει ο αναγνώστης σε όλα τα βιβλία του Μαμαλούκα, είναι η συμπάθεια με την οποία σκιαγραφεί και αντιμετωπίζει στους ανώνυμους αλλοδαπούς μετανάστες της ακατονόμαστης Πόλης. Όπως στο παλιότερο βιβλίο του Μεγάλος Θάνατος στο Βοτανικό, οι ανώνυμοι οικονομικοί μετανάστες είναι τα θύματα που καταβροχθίζει απάνθρωπα η πόλη και η εποχή μας.
Η Πόλη όπως απεικονίζεται στη Μοναξιά της Ασφάλτου είναι η απόλυτη Δυστοπία, και συγχρόνως τόσο κοντινή και σύγχρονη που καταντάει εφιαλτική. Μια Πόλη που τρελαίνει (ή αποτρελαίνει) τους κατοίκους της με τη μοναξιά, την αθλιότητα και τη μόλυνσή της. Όσους διαθέτουν την παραμικρή ευαισθησία, τους ξερνάει χωρίς καμιά ντροπή, όπως τον δύστυχο Αμίρ και το γιο του, ή τη Δέσποινα και τη Μιράντα.
Παρότι η Μάστανγκ του ήρωα καίγεται στο τέλος, κλείνοντας το βιβλίο είχα την αίσθηση ότι το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο να ζωντανέψει μέσα από τις στάχτες του, σαν μια άλλη Christine, και να πάρει πάλι τους δρόμους ψάχνοντας το αφεντικό του.
Διαβάζεται με τη συνοδεία ενός καλού ουίσκι και του σχετικού σάουντρακ.
(εκδόσεις Λιβάνη)