Δημήτρης Τσάτσος - Αμφισβήτηση
Τότε παράνομη, μετά ύποπτη, τώρα μάταιη;
[Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 1993]
Μπορεί ένα κείμενο με θέμα το δημοκρατικό διάλογο να είναι ενδιαφέρον και επίκαιρο; Μπορεί να αφουγκράζεται τα σημάδια των καιρών; Και μπορεί επίσης να είναι συναρπαστικό όσο κι ένα μυθιστόρημα; Να μας κρατάει σε αγωνία, να περιμένουμε μάταια την λύτρωση από το πουθενά; Μπορεί κι αυτά κι άλλα ακόμη. Και - ποιος ξέρει; - τι άλλο θα ημπορέσει ακόμη στο εγγύς ή απώτερο μέλλον.
Ιδού επί παραδείγματι τι ωραία που ορίζει την πολιτική της σήμερον:
Η πολιτεία πραγματώνεται με την πολιτική. Πολιτική είναι (και) η επικοινωνία των μελών μιας πολιτείας με τον πολιτικό λόγο που αρθρώνεται μέσα από τις θεσμικές διαδικασίες και στο πλαίσιο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης.
Αν και αυτό είναι μια μορφή πολιτικής, αν και αυτό είναι τμήμα του νοήματος της πολιτικής, τότε προκύπτουν και κάποιοι βασικοί κανόνες επικοινωνίας. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς:
- Οι πολίτες διαφέρουν ριζικά από τους ιθαγενείς της παλαιάς εποχής. Πολιτικά δεν τρώνε ό,τι τους πετούν, και κυρίως δεν σκύβουν να το μαζέψουν από χάμω, όταν μάλιστα είναι πεσμένο επίτηδες μέσα στη λάσπη.
- Οι πολίτες δεν έχουν αμνησία. Η ευρύτατα αυτή διαδεδομένη αντίληψη αποτελεί δραματική παρεξήγηση.
- Οι πολίτες, πάντως πάρα πολλοί, θέλουν να βλέπουν ζωντανές, απτές τις διαφορές μεταξύ πολιτικής και αθλητικής σκέψης.
- Οι πολίτες, ξέρουν να ξεχωρίσουν το παραμύθι από την ενημέρωση.
Και δεν μιλάμε για ένα κείμενο σημερινό. Ούτε καν χθεσινό. Ούτε για κάτι που βγήκε μια κι έξω. Γράφτηκε σε τρεις 'δόσεις' παρακολουθώντας με αγωνία την πορεία και την κατάντια της έννοιας Αμφισβήτηση. Το πρώτο μέρος αφορά της περίοδο της δικτατορίας [Τότε παράνομη], το δεύτερο αναφέρεται στη μεταπολίτευση [μετά ύποπτη] και το τρίτο κλείνει έναν κύκλο κι ανοίγει την εποχή που βρισκόμαστε σήμερα [τώρα μάταιη;] Ο συγγραφέας του δεν τρέφει αυταπάτες αν και βρισκόμαστε μόλις στο 1993:
Στην πολιτεία μας πέθανε η επικοινωνία, δηλαδή ο διάλογος για τα καίρια. Οι λίγοι με την πολλή δύναμη δεν τον χρειάζονται πια. Και οι περιθωριακοί συζητούν μη ακουόμενοι. Το "πέθανε ο διάλογος" διατυπώνεται αναλυτικότερα και ως εξής: κυριαρχία αναξιοπιστίας λόγου, ανατολή του αστερισμού της θεσμικά πια κατοχυρωμένης αγραμματοσύνης, και βέβαια: η εντύπωση δίνει τη θέση της στον εντυπωσιασμό, η σκέψη στο σόφισμα, η σαφήνεια (που σημαίνει γενναιότητα) στον ακαταλαβισμό (που σημαίνει πνευματική δειλία) των γνωστών και όχι λίγων σαλταδόρων του δημοσίου λόγου και της "ακαδημαϊκής", δηλαδή της "πανεπιστημιακής", ζωής. Τέλος η αντιπαράθεση έδωσε τη θέση της στη λάσπη (ή στον εκβιασμό) και η πολιτική στο φόνο. Αυτό το τελευταίο προϋποθέτει ιδίας υφής ανθρώπους με εκείνους του προτελευταίου. Μόνο που οι τελευταίοι "τολμούν" περισσότερα.
Και ποιος τολμά να τα λέει όλ' αυτά 'δικιολογώντας' το ξέσπασμα της βίας; Ο συνταγματολόγος Δημήτρης Τσάτσος που υπήρξε επί σειρά ετών σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου. Ένας άνθρωπος που έχει κάνει σε όλα τα πόστα: αντικαθεστωτικός, ακαδημαϊκός, πανεπιστημιακός, κυβερνητικός σύμβουλος, ουδέτερος αλλά ενεργός παρατηρητής, περιθωριοποιημένος, αγαναχτισμένος και απηυδισμένος. Ένας πολίτης αυτής της χώρας που μας εξηγεί ευθαρσώς όλα τα παθήματα και τα μαθήματα που δέχτηκε από την δημοκρατία μας.
Στη δική μου κρίση είναι πολύ βασικό να συνειδητοποιήσουμε τούτο: Η Δημοκρατία, εκτός από όσα εορταστικά, ενθουσιαστικά, έγχρωμα και τραγουδιστά κάθε φορά στις εκλογές της αποδίδονται, είναι (και) κάτι πάρα πολύ σοβαρό, ίσως το σοβαρότερο, που στηρίζει τη συμβίωση των ανθρώπων: είναι διαδικασία. Είναι η συμφωνημένη διαδικασία για την παραγωγή πολιτικής βούλησης, είναι κυρίως η συμφωνημένη διαδικασία της διαφωνίας. Από αυτή τη διαπίστωση βγαίνει το συνήθως λεγόμενο, ότι η Δημοκρατία συμφέρει όλες τις πολιτικές δυνάμεις που ζητούν στήριγμα στη λαϊκή βάση.
...
Η Δημοκρατία, όπως είπα πριν, συστηματοποιεί την αντιπαράθεση. Και η αντιπαράθεση καταξιώνει τη διαφωνία. Η διαφωνία όμως αναφέρεται στο χώρο της σκέψης. Προϋπόθεση του τεράστιου αγαθού της αντιπαράθεσης είναι η διάσωση της πολιτικής. Πολιτική όμως σημαίνει ανάμεσα στα άλλα και επικοινωνία. Σημαίνει διάλογο, σημαίνει επιχειρήματα και όχι πρόσωπα. Πρώτη ύλη της πολιτικής είναι η λειτουργία του νου, όχι του χεριού ούτε του ποδιού. Διαφωνώ ή μάχομαι κάποιον διότι συνυπάρχω με αυτόν και μόνο όσο και εφόσον συνυπάρχω. Από τη στιγμή που αίρονται οι προϋποθέσεις της πολιτικής συνύπαρξης αίρεται και η επικοινωνία, δηλαδή μιλώ μόνος μου, μπροστά στον καθρέφτη. Στήνονται πολλοί καθρέφτες.
Προσέξτε καταρχήν ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι κάπως περασμένης εποχής. Παρατηρείστε όμως πόσο πολύ προσέχει ώστε να μην προσβάλλει κανέναν και κυρίως πόσο εξυψώνει τη δημοκρατία γράφοντάς την με κεφαλαίο Δ. Δεν διστάζει όμως να στηλιτεύσει αυτούς που την καπηλεύονται.
Όλοι βέβαια μιλάνε για "Δημοκρατία" ή για - πιο "σοφιστικέ" - "δημοκρατικές διαδικασίες". Κυρίως βέβαια μιλάνε οι ημιμαθείς, οι νάρκισσοι, οι δημαγωγοί και από αυτούς φωνασκούν ιδιαίτερα αηδιαστικά εκείνοι που, όταν στη χώρα η δημόσια επίκληση της Δημοκρατίας ήταν επικίνδυνη, ήταν ανύπαρκτοι, κρυμμένοι, με όχι και τόσο πολύ καθαρά εσώρουχα - από τον φόβο.
...
Κι όλοι αυτοί, λοιπόν, τη "Δημοκρατία" χρησιμοποιούν, σε συνδυασμό με μια ιδιαίτερα δύσοσμη, ροβεσπιεριανή, ηθικολογία. Εκτός από αυτούς τους "εκλεκτούς", μιλάνε βέβαια και τα κόμματα, οι συνδικαλιστές, οι διανοουμενίζοντες, με θεολογική ή σοσιαλιστική ή ανανεωτική ή ακαταλαβίστικη σφραγίδα. Έτσι, όλοι αυτοί μαζί, κατάντησαν τον όρο "Δημοκρατία" πασπαρτού χρήσιμο για τη "θεμελίωση" κάθε λογής ανομίας, αυθαιρεσίας και ασχημίας. Πάντα βέβαια με λόγο γλοιωδώς "ευπρεπή", "επιστημονικό" και μερικοί με την εμετική επίκληση του εξευτελισμένου στα "χέρια" τους θεού...
Ούτε κωλώνει όταν πρόκειται να αναφερθεί στην διεθνή κατάσταση. Τόσο που, όσοι δεν γνωρίζουν το παρελθόν του, θα τολμούσαν να τον αποκαλέσουν αναρχικό ή έστω ακτιβιστή.
Η εξωτερική εικόνα των διαφόρων πολιτειών είναι λίγο πολύ η ίδια: από τη μια οι λίγοι με την πολλή δύναμη και από την άλλη οι πολλοί, εύπιστοι θεατές, που παρακολουθούν μια παράσταση - ένα θέαμα - όπου παίζονται κάποιοι ρόλοι: κομματικοί, δικαστικοί, κοινοβουλευτικοί, πανεπιστημιακοί, συνδικαλιστικοί, πολιτιστικοί. Κάπου-κάπου - όπως στα μοντέρνα θέατρα - προβλέπεται και η συμμετοχή των θεατών. Βέβαια η συμμετοχή είναι προβλεπόμενη στο σενάριο, και επομένως είναι ελεγχόμενη. Αλλιώς θα είχαμε... αναρχία στην παράσταση.
Όλα τα δημόσια θεάματα - όλες οι πολιτείες εννοώ - δεν είναι ολότελα ίδιες. Υπάρχουν και πολιτείες όπου οι λίγοι με την πολλή δύναμη σέβονται ως ένα σημείο τους θεατές-πολίτες και πελάτες τους. Έτσι και σε μας: και εκλογές γίνονται και μάλιστα διαδικαστικά αδιάβλητες, και δικαστήρια υπάρχουν που σε όχι λίγες περιπτώσεις δικάζουν αμερόληπτα (σε άλλες βέβαια μοιάζουν με δικαστήρια αλλά δεν είναι) και διαιτησίες υπάρχουν και ήσυχος κοιμάσαι, και ήσυχος - όχι όμως πάντα και μόνος - τηλεφωνείς. Φτάνει βέβαια να σέβεσαι, ως πελάτης, τους κυρίους του μαγαζιού, δηλαδή το γκοβέρνο, τον τύπο, την Εκκλησία, τους κομματικούς μηχανισμούς κ.τ.λ. Έτσι και παραφερθείς, το μαγαζί "αμύνεται" αμείλικτα. Διότι αλλιώς θα κλείσει.
Και αφού τα σούρνει κανονικά στην διεθνή αλλά και στην ευρωπαϊκή κοινότητα, επιστρέφει στο δικό μας έργο. Αυτό το έργο που κάπου θα τό 'χετε ίσως ξαναδεί.
Τι παίζεται όμως μπροστά στα μάτια των θεατών της ελληνικής πολιτείας; Η λειτουργία των θεσμών είναι, φοβούμαι, θεάματα και μάλιστα ανάλογα με το πρόγραμμα της βραδιάς: εκλογές, απεργίες, "δίκες", αντιπολίτευση, πανεπιστημιακή ζωή, νομοθεσία, κυβερνητική λειτουργία κ.ο.κ. Αναρωτιέμαι δηλαδή αν αυτό που βλέπουμε είναι το συμβαίνον στην πολιτική ή καλύπτει άλλα που συμβαίνουν, και που για να συνεχίσουν να συμβαίνουν προϋποθέτουν ως χώρο πραγμάτωσής τους το αόρατο παρασκήνιο...
Και λοιπόν τι; που ζω χωρίς να ζω; θα μου πείτε. Σας κατακεραυνώνω με τα δικά του λόγια.
Με όσα είπα, δεν θέλω να υποτιμήσω τα θεάματα που μας προσφέρει η πολιτεία μας. Προσφέρει θέαμα "δυνατό" - όπως θα έλεγαν νέοι ελληνομαθείς του γλωσσικού ρεαλισμού. Τα τελευταία χρόνια παίχτηκαν σημαντικά έργα. Μας έχουν μείνει αλησμόνητα αρκετά από αυτά: "Ο σοσιαλισμός", "Η κάθαρση" (σε σήριαλ λόγω διαρκείας), "Το ανεξάρτητο συνδικαλιστικό κίνημα" (θέαμα επιστημονικής φαντασίας), "Πολιτική και χρήμα" (νέο ριφιφί μέρος Α' - το Β' μέρος έχει παραγγελθεί στην Αμερική και γυρίζεται), "Είμαι ο πρώτος" από το σημειωματάριο ενός Προέδρου (θεσμική σάτιρα με χάπι-εντ). "Η παιδεία μας" ή "Αχ, παιδιά μας" (δεν θυμάμαι τον ακριβή τίτλο), "Οι βασιλείς ξανάρχονται" (γραν-γκινιόλ, ακατάλληλο για τους κάτω των 70 ετών), "Ο δικαστής που δικάζει αντί να δικάζεται".
Αυτό και άλλα πολλά είναι το πλούσιο θέαμα της πολιτείας μας. Όμως, ποιο είναι το καίριο θέμα που κρύβει το θέαμα αυτό. Ποιοι διαλέγουν τα έργα; Ποιοι καθορίζουν τη χρονική σειρά των παραστάσεων; Γιατί; ...
... μήπως αυτό αποτελεί για μας τους ιθαγενείς την πιο ξεκούραστη λύση; Μήπως το "σικέ" πρωτάθλημα πέρασε στη φίλαθλη πολιτεία μας; Για να το πω όπως αρμόζει στο επάγγελμά μου: Η Δημοκρατία έχει επώδυνες προϋποθέσεις - χρειάζεται ορατότητα. Η ορατότητα επιτρέπει τον διάλογο. Ο διάλογος στηρίζει τη γόνιμη διαφωνία. Στηρίζει την Αμφισβήτηση. Γι' αυτό η Αμφισβήτηση έγινε μάταιη. Τελείωσε. Δεν συντρέχουν πια οι προϋποθέσεις της. Ποιοι φταίνε γι' αυτό όμως; Πάντως εγώ δεν αισθάνομαι αθώος. Σε τέτοιες κατάντιες άλλωστε αθώοι δεν υπάρχουν.
Να λοιπόν που εκτός από τρελούς μουσικούς υπάρχουν και τρελοί πολιτειολόγοι. Σαλοί, όπως συνήθιζε να τους βαφτίζει η εκκλησία μας, αυτούς που ήταν μεν ορθόδοξοι αλλά παραήταν κιόλας... Προφήτες στον τόπο τους αλλά αχρείαστοι από το σύστημα.
Κι αν νομίζετε ότι αυτός είναι ένας και μόνος του, μπορώ να σας θυμίσω πως θα τό 'λεγε ο Καζαντζάκης:
Δεν πιστεύω τίποτε
δεν ελπίζω σε τίποτε
δεν ψηφίζω τίποτε
είμ' ελεύθερος