Hungry Beat: The Scottish Independent Pop Underground Movement (1977-1984)
Και 'ποπ' και 'underground' και επιπλέον 'ανεξάρτητο', ίσως όλο αυτό ακούγεται οξύμωρο. Ή μήπως όχι; Του Δημήτρη Πατσώνη
Δεν νομίζω ότι απαιτείται κάποιο βαρύ υπόβαθρο γνώσεων κοινωνιολογίας και κριτικής θεωρίας για να διαπιστώσει κανείς ότι η νοσταλγία και η καλπάζουσα βιομηχανία που αναπτύσσεται γύρω της είναι ίσως το μοναδικό αντίδοτο στην όχι και τόσο ενδιαφέρουσα – μουσικά - εποχή στην οποία ζούμε. Κατά τον Simon Reynolds αυτή η κυριαρχία του προθέματος re (revivals, reissues, remakes, re – enactments), αυτός ο «αρχειακός» πυρετός, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην μουσειοποίηση του ποπ φαινομένου, στην νέκρωση του θορύβου, της συγκίνησης και της κίνησης προς τα εμπρός, μέχρι πρότινος εγγενών του γνωρισμάτων. Είναι γεγονός από την άλλη πως αυτή η παλινδρόμηση έχει συμβάλλει στην «δικαίωση» διαφόρων καλλιτεχνών και ρευμάτων, τα οποία βγαίνουν από την αφάνεια και αναδρομικά καταλαμβάνουν την θέση που τους αξίζει, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα πάντα στην ζωή. Τα παραπάνω είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα: για παράδειγμα, αυτό που σχηματικά μπορούμε να ονομάσουμε post – punk/new - wave ήχο των 80s, βλέπουμε να γνωρίζει μια άνευ προηγουμένου άνθηση και αναγέννηση και να περικλείεται από έναν ενθουσιασμό, τον οποίο ο γράφων δεν συμμερίζεται στο ελάχιστο, χωρίς όμως να και ειδικός για να κρίνει. Ο κίνδυνος, ωστόσο, ελλοχεύει στις περιπτώσεις εκείνες όπου επιχειρείται όχι η διάσωση, αλλά μια κατά το δοκούν αναθεώρηση της ίδιας της ιστορίας (ένας αρκετά βαρυσήμαντος ισχυρισμός, αλλά η μουσική έχει ιστορία και ανθρώπους που την έγραψαν), με την «σαλαμοποίηση» ειδών και την αφαίρεση απ’ αυτά των ουσιωδών γνωρισμάτων τους˙ δεν υπάρχει ίσως πιο προφανές παράδειγμα από τον όρο independent (ή indie), που πάλαι πότε περιέγραφε όχι απλά έναν ήχο, αλλά ένα εξαιρετικά αυστηρό - και τυπικό πολλές φορές- σύστημα πρακτικών, ηθικών αξιών και κωδίκων, ενώ σήμερα αποτελεί την μεγαλύτερη μουσική ομπρέλα, συνώνυμο της χλιαρότητας, της ήσσονος προσπάθειας, της βαρετής και ανούσιας επανάληψης, κοντολογίς του spinelessness. Είναι προφανές λοιπόν ότι στις ατέλειωτες λίστες μουσικών βιβλίων που κάνουν την εμφάνιση τους, τα οποία τις περισσότερες φορές είτε προσθέτουν απλά ένα έξτρα κουτσομπολιό για τους Smiths και τους Cure, είτε καταπιάνονται ακαδημαϊκά με το πανκ (much better ασφαλώς), ο τίτλος The Scottish Independent Underground, σε συνδυασμό με το Hungry Beat των Fire Engines, κινεί με την πρώτη ματιά το ενδιαφέρον, προϊδεάζει ότι πρόκειται για ένα έργο από τους fans για τους fans, χωρίς προσδοκίες υψηλής κατάταξης σε λίστες. Επιμελητές – και όχι τόσο συγγραφείς, καθώς το βιβλίο βασίζεται περισσότερο σε μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της περιόδου που εξετάζεται και όχι στην έρευνα από ένα τρίτο πρόσωπο – είναι ο Douglas McIntyre (Creeping Bent Organization), o Neil Cooper (μουσικογραφιάς) και ο Grant McPhee (σκηνοθέτης των μουσικών ντοκιμαντέρ που παρατίθενται παρακάτω).
The Sound of Young Scotland
Το Hungry Beat/The Scottish Independent Pop Underground (1977-1984) εντάσσεται καταρχάς σε μια σειρά από artefacts, τα οποία επιχείρησαν να καλύψουν το κενό που υπήρχε στην καταγραφή της πελώριας – σε όγκο και σπουδαιότητα - σκωτσέζικης ανεξάρτητης σκηνής: α) το box- set Big Gold Dreams - A Story of Scottish Independent Music 1977-1989 της Cherry Red, β) το ντοκιμαντέρ Teenage Superstars: The Sound Of Young Scotland του Grant McPhee, το οποίο επικεντρώνεται στην Γλασκώβη και το σκηνικό που ακολούθησε με την «φυγή» των Orange Juice από την θρυλική Postcard και γ) το ντοκιμαντέρ Big Gold Dream, στο οποίο ο McPhee καταπιάνεται με την FAST PRODUCT και την Pop: Aural, τα πραγματικά obscure labels της περιόδου. Το βιβλίο με την σειρά του «συνενώνει» αυτές τις περιόδου και τις εξετάζει από κοινού, καταδεικνύοντας την χρονική συνέχεια και την αιτιότητα μεταξύ των, παρά το γεγονός ότι μιλάμε για δύο διαφορετικές πόλεις (Εδιμβούργο/Γλασκώβη) και δύο διαφορετικά labels (την αυστηρά post – punk FAST και την jangly Postcard). Άλλωστε, και τα δύο labels έχουν κοινή γενεσιουργό αιτία, μια από εκείνες της στιγμές όπου το ωστικό κύμα του πανκ μοιραία αλλάζει ολόκληρη την ροή της ιστορίας.
D - I - Y
Όπως λοιπόν συνέβη και με μια άλλη, απείρως πιο γνωστή ιστορία, το χρονικό σημείο όπου οι «πρωταγωνιστές» αποφάσισαν να δράσουν δεν ήταν άλλο από μια πανκ συναυλία˙ στο White Riot Tour των Clash, στάση Εδιμβούργο, ο Bob Last και το παρεάκι του δεν εντυπωσιάζονται τόσο από τους headliners, όσο από το supporting crew των Subway Sect του Vic Godard και των Slits. Παράλληλα, τον Ιανουάριο του ίδιου έτους οι Buzzcocks κυκλοφορούν το πρώτο και σπουδαιότερο ίσως «ανεξάρτητο» EP και οι Desperate Bicycles δείχνουν πόσο φθηνό είναι να το κάνεις. Οπότε «γιατί αυτοί και όχι εμείς»….
Η FAST PRODUCT θα «γεννηθεί» ως brand το 1977, έναν χρόνο πριν την Rough Trade, την Mute και την Factory˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά με εξαιρετικούς οιωνούς ήδη από το ξεκίνημα, καθώς η πρώτη κυκλοφορία έμελλε να συνοδευτεί από το μεγαλύτερο παράσημο, την απόρριψη: απόρριψη όχι από κάποιον «major», αλλά από ένα εξίσου βαρύ όνομα του χώρου, αυτό του Geoff Travis, ο οποίος, όταν άκουσε το Never Been In A Riot (FAST 1) των τεράστιων Mekons, το χαρακτήρισε ως τον χειρότερο δίσκο που είχε ακούσει μέχρι τότε, αρνούμενος να βοηθήσει στην διανομή του. Η δικαιοσύνη αποδόθηκε από το NME και τον Peel, o Geoff ζήτησε συγνώμη και αναγνώρισε το λάθος του και από εκεί και έπειτα, η FAST PRODUCT θα θέσει το template για πολλές από τις πρακτικές που υιοθετήθηκαν μαζικά από μεταγενέστερα labels, με χαρακτηριστικότερο απ’ όλα το packaging και την προσπάθεια υπονόμευσης μέσω αυτού των εδραιωμένων καταναλωτικών ηθών (το FAST 3/ The Quality of Life δεν ήταν παρά ένα fanzine τυλιγμένο σε μια πλαστική σακούλα με φλούδες πορτοκαλιού). Αν δε φαίνεται κάπου η τεράστια επιρροή της FAST, δεν είναι παρά στην Factory του Tony Wilson (o Bob Last χαριτολογώντας χαρακτήρισε την Factory ως την τελευταία κυκλοφορία του, την FAST 13, ενώ και στην συλλογή Earcom 2, οι Joy Division έδωσαν δύο τραγούδια τους, το ‘Auto – Suggestion’ και το ‘From Safety to Where?’).
Η συνέχιση του ανένδοτου πανκ αγώνα με διαφορετικά, (μετα)μοντέρνα μέσα, ήταν αυτή που οδήγησε και τον Martyn Ware στο να στείλει στην FAST ένα demo με τραγούδια και ένα σύντομο sci – fi opening, κάτι που αποτέλεσε την πιο γνωστή μέχρι και σήμερα κυκλοφορία της FAST, το Being Boiled των Human League (FAST 4). Και ενδεχομένως να αρκούσε μόνο αυτή και η επόμενη κυκλοφορία, το Damaged Goods EP των Gang Of Four (FAST 5) για να θεμελιώσει την σπουδαιότητα της FAST, αν δεν μεσολαβούσαν δύο ακόμα παράγοντες, εξόχως σημαντικότεροι: πρώτον, το ότι γύρω από το διαμέρισμα της Keir Street του Bob Last και της Hilary Morrison έδρασε και αναπτύχθηκε μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι δημιούργησαν εξίσου σπουδαία σχήματα με τα βαριά ονόματα του FAST καταλόγου, κατεξοχήν παραδείγματα Pop Underground και, δευτερευόντως, ότι με όχημα τους Human League και τους Gang of Four, ο Bob Last έβαλε σε εφαρμογή το – σύμφωνα με τον ίδιο πάντα – τελικό στάδιο του περίπλοκου σχεδίου υπονόμευσης: τον πόλεμο από μέσα μέσω της ενθάρρυνσης προς τα σχήματα του να αναζητήσουν μια «major» στέγη (με τον ίδιο σε ρόλο manager βέβαια, στην περίπτωση των Human League, αλλά και των Heaven 17 του Martyn Ware). Η παραπάνω «στρατηγική», αν κανείς την δει ως τέτοια (εγώ πάντως όχι), την οποία δικαιολογούν αρκετοί από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, όπως ο Jon King των Gang of Four, κατά τον οποίο μοναδικός σκοπός όταν έβγαλαν το ‘Damaged Goods’ EP ήταν να τους παίξει ο Peel, ώστε μετά να υπογράψουν στην EMI, συνάδει με έναν βασικό προβληματισμό που, έστω έμμεσα, διατρέχει το βιβλίο: την σύγκρουση ανάμεσα στο «independent purity», στο «funny while it lasted», που συνοδεύει πολλά συγκροτήματα στην αρχή της καριέρας του και την ανάγκη να γίνεις μεγάλος. Σύγκρουση η οποία γίνεται προφανής στην περίπτωση των πραγματικών ηρώων, της πλέον εγκληματικά παραγνωρισμένης μπάντας απ’ όλες όσες εμφανίζονται στο βιβλίο, των Fire Engines του Davy Henderson.
DISCORD
Σε αντίθεση λοιπόν με τους γνωστούς φίλους τους, που στόχευσαν και πέτυχαν την ποπ εκτόξευση, η ιστορία των Fire Engines, οι προσωπικές μαρτυρίες των μελών τους (Davy Henderson, Russell Burn, Graham Main, Murray Slade), όπως απλώνονται σταδιακά και αντιπαραθετικά, καταδεικνύουν πως οι τελευταίοι ήταν συνειδητά outsiders, καταδικασμένοι να λατρεύονται πάντα από ένα μικρό αλλά πιστό cult following και καταδικασμένοι να αποτύχουν, την στιγμή που θα κόβονταν από τις ρίζες τους. Ανέκαθεν κοντά στο οικοσύστημα της FAST (αρχικά ως Dirty Reds), γεννημένη live μπάντα (με διαβόητα 15λεπτα χαώδη sets), κυκλοφόρησαν μέσω της Pop:Aural, του post-FAST project του Bob Last, ένα αριστούργημα, το Lubricate Your Living Room, δίσκο που εύκολα θα ζήλευαν οι Fall. Και έβαλαν το τέλος σε κάτι που θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί ως «καριέρα» με το Candyskin, μια poppy κυκλοφορία που ο Davy Henderson ουδέποτε αγάπησε, αλλά που o Bob Last πίστευε ότι θα ήταν το μέσο προς την επιτυχία (I think he had ambitions for pop:aural where all the acts had a certain kind of affinity, a pop – ness if you like, aiming at charts, αναφέρει ο Murray Slade, κιθαρίστας των Fire Engines). Η περίπτωση των Fire Engines, όπως και αυτή των Scars, όπως και αυτή του Gerald McInulty aka Caesar των Altered Images, που αποχώρησε για να σχηματίσει τους Wake, αποτελεί την απόδειξη ότι το independent ethos δεν αποτελεί μια θεωρητικολογία, αλλά μια πραγματική κατάσταση που αντανακλάται άμεσα και πρωτογενώς στο τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Και αποτελεί στην ουσία τον επιθανάτιο ρόγχο των project της FAST PRODUCT/Pop:AURAL, καθώς από εκεί και έπειτα o Bob Last θα επικεντρωθεί στα καθήκοντα μάνατζερ, με ένα πράγματι εξαιρετικό πελατολόγιο, με τους ABC και τους Scritti Politti να προστίθενται στους Human League και τους Heaven 17.
Falling and Laughing
Σε αντίθεση με το οικοσύστημα της FAST και την βασική στοχοθεσία των μελών του να εκμεταλλευθεί τις βασικές πανκ αρχές, για να μετατραπεί σε ένα brand υπονόμευσης και προχωρημένων cultural politics, ο Alan Horne διαβάζουμε ότι υπήρξε αρκετά πιο «πεζός». Χωρίς ίχνος από την αύρα και το θεωρητικό βάθος του ιμπρεσάριου, συνειδητά τοπικιστής με την πόλη του, την Γλασκώβη, οπαδός τόσο των Buzzcocks, αλλά και των Byrds, κατάλαβε από την πρώτη στιγμή που είδε ζωντανά τους Nu Sonics (soon – to – be Orange Juice), πως μοναδικό του μέλημα από εκεί και έπειτα θα ήταν το πώς να βγάλει έναν δίσκο με αυτήν την μπάντα˙ η διαφορά ήταν πως αυτό θα το έκανε όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά απλώς γιατί του άρεσε, γιατί έπρεπε, γιατί δεν θα περίμενε κανέναν άλλο να το κάνει για λογαριασμό του: Postcard is the only punk rock label, WE’RE NOT NEW WAVE. The whole music business is pathetic and washed up, and Postcard is going to do a few nice things before it goes under, BUT WE’RE GOING TO DO IT WITH INTEGRITY. Αν ο Bob Last και το δημιούργημα του θυμίζουν αρκετά την Factory, το παραπάνω «μανιφέστο» σίγουρα χτυπάει κάποια καμπανάκια σε πολλά indie kids εκεί έξω.
Από το σημείο λοιπόν όπου μας συστήνεται ο Alan Horne και η Postcard, οι μαρτυρίες αλλάζουν˙ στην θέση των λεπτών τακτικισμών ενός ικανότατου μάνατζερ, μπαίνει πλέον ένα «στραβόξυλο» που προσπαθεί να κάνει το δικό του, αντιπαρατίθεται με οτιδήποτε στέκεται στο δρόμο του και δεν δείχνει το παραμικρό σέβας στα τοτέμ που ήδη σιγά – σιγά άρχισαν να σχηματίζονται στους «ανεξάρτητους» βρετανικούς κόλπους. Ενώ, για παράδειγμα, τα σχήματα της FAST «ζούσαν» για να τα παίξει ο Peel, o Alan Horne δεν δίστασε να του «την πει» στα ίσια, την στιγμή μάλιστα που πήγε να «προωθήσει» το Falling and Laughing (All these Liverpool groups you’re playing are shit, αναφερόμενος στους Echo and the Bunnymen και τους Teardrop Explodes). Το ίδιο ισχύει και για τον Geoff Travis από τον οποίο, παρότι απέσπασε ένα εξαιρετικό συμβόλαιο διανομής για τις μελλοντικές κυκλοφορίες της Postcard από την Rough Trade (85/15 τα κέρδη, όταν αποσβένονταν τα κόστη παραγωγής), έθεσε βέτο στην κυκλοφορία του Sorry For Laughing, τον δίσκο που τελικά ουδέποτε κυκλοφόρησε. Αυτή αδιαπραγμάτευτη πίστη του στους OJ ήταν που οδήγησε στην υποβάθμιση του έτερου κολοσσιαίου σχήματος της Postcard, των Josef K (ποτέ δεν μας αγάπησε πραγματικά, θα δηλώσει o Paul Haig) και στην αντιμετώπιση τους ως ενός απλού side project, που θα ικανοποιούσε και το πιο «σκοτεινό» ακροατήριο και το zeitgeist της εποχής. Ενώ δηλαδή ο Bob Last έβλεπε σε κάθε σχήμα του καταλόγου του μια ξεχωριστή δυναμική, ο Alan Horne δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από την παθολογική πίστη του προς την σπουδαιότητα των Orange Juice και του Edwyn Collins, τους οποίους βέβαια και αποχαιρέτησε το 1981, όταν και αποφάσισαν να κάνουν το επόμενο βήμα, υπογράφοντας στην Polydor (κίνηση που φυσικά ο Edwyn Collins μετάνιωσε). Στο τέλος μάλιστα του ίδιου χρόνου διαλύθηκαν και οι Josef K, γεγονός που έβαλε την ταφόπλακα, παρά την ύπαρξη των Aztec Camera και παρά τις απόπειρες του Alan να «σώσει» την παρτίδα με κινήσεις όπως η Postcard International. Μια περίοδος δύο ετών, με περισσότερα λάθη απ΄ ό,τι σωστά, με πίστη, ελπίδα, αλλά και ματαίωση, έφτασε στο τέλος της. Και πίσω της άφησε έναν αδιανόητο κατάλογο (σχεδόν αποκλειστικά) από singles, κληροδότησε ένα mentality στους επόμενους και, στο τέλος της ημέρας, φάνηκε πιστή στην αρχική της υπόσχεση: Postcard is going to do a few nice things before it goes under, BUT WE’RE GOING TO DO IT WITH INTEGRITY.
WE ARE ALL PROSTITUTES
Το υλικό που συναντάμε στο βιβλίο δεν περιορίζεται, ασφαλώς, στην FAST και την Postcard˙ ωστόσο, οι παραπάνω αποτελούν την ραχοκοκαλιά του Independent Pop Underground, του sui generis όρου που διάλεξαν οι συγγραφείς και άφησαν σε εμάς να τον νοηματοδοτήσουμε. Η ρομαντική πτυχή που όλοι όσοι θα διαβάσουν το βιβλίο de facto έχουν (έχουμε), είναι σίγουρο ότι θα ενδώσει σε έναν αρκετά απλοϊκό συμπέρασμα, κατά το οποίο το βιβλίο καθίσταται άξιο ανάγνωσης απλώς γιατί λέει μια ιστορία κάποιων misfits που έπρεπε ήδη να είχε ειπωθεί. H πτυχή του αποστασιοποιημένου μουσικοκριτικού θα εστιάσει στα επιμέρους, για να αποφανθεί στο τέλος αν «υπήρξε» κάτι τέτοιο, το Independent Pop Underground, εάν είχε δηλαδή τα απαιτούμενα γνωρίσματα για να σταθεί ως μια διακριτή στιγμή στην αχανή μουσική ιστορία της Βρετανίας. Προσωπικά, θα σταθώ στα όσα είπε ο Paul Research των Scars, κοιτώντας πίσω τον χρόνο: (…) It’s fantastic that Josef K and Fire Engines have such fond memories of those days because I do as well (…) Those were the best times and it’s so nice to see everybody’s still there (…) THE PEOPLE WHO WERE THERE KNOW WHAT WENT ON IN 1977, SO WE’ LL ALWAYS HAVE PUNK.. The Beat Goes On.