Ε. Χ. Γονατάς - Τρεις δεκάρες και άλλα αφηγήματα
Κείμενα γραμμένα -ως επί το πλείστον- μέσα στο 2005. Εκτός από τρία του '63 που τα 'χε αφήσει έξω από την επανέκδοση του "Βαράθρου" [στιγμή, 1984]. Τρία εξ αυτών είναι από τα σχόλιά του στο βιβλίο "Λίχτενμπεργκ, Πιπέρι και σπασμένες γραμμές" [στιγμή, 2005].
Κείμενα γραμμένα σαν μια ζωή. Σαν τη ζωή που περνάει αποσπασματικά μπρος απ' τα μάτια μας εν είδει κινηματογραφικού τρέηλερ. Με ξεχασμένες ορθογραφίες, ξεχασμένο πολυτονικό κι ορθές ετυμολογίες για λέξεις που σήμερα παρεφθάρησαν. Με πείσμα για τη νιότη και τη ζωντάνια του λόγου.
"Διάλεξε", λέει η μητέρα μου στον επισκευαστή της ντουλάπας, "από αυτά τα υφάσματα. Εγώ δυο προτείνω το πράσινο καρουδάκι. Μπορώ να σου φτιάξω μια ωραία πυτζάμα".
Ακούω, βλέπω και ζηλεύω. Πράγματι, το καλύτερο ύφασμα είναι εκείνο που υπέδειξε η μητέρα μου. Ψάχνοντας μέσα σε όσα απόμειναν βρήκα τέλος ένα κομμάτι κιτρινωπό ύφασμα και για μένα.
Κι ένα παιγνίδι ανάμεσα στο ρεαλισμό -συχνά άγριον και τραχύν- και το σουρεαλισμό. Σαν όνειρο. Κι ένα ντελίριο ζωής και ευχαρίστησης και χαράς και απόλαυσης, μέσα από τις μικρές αυτές αφηγήσεις. Σαν συννεφάκια που σε σηκώνουν ψηλά για μερικές ευλογημένες στιγμές.
Είμαι ξαπλωμένος στη μικρή γέφυρα. Μια τεράστια γαλάζια μολόχα φέγγει στο άσπρο χωράφι. Αρνιά σκύβουν στις ρίζες της και γλείφουν το χιόνι που τις σκεπάζει. Ο αγροφύλακας, με σκούφο στο κεφάλι και χοντρές μπότες, περνάει μπροστά μου, μουρμουρίζοντας αδιάκοπα την ίδια φράση σαν προσευχή: "Η πιτυρίδα των δέντρων είναι τα πουλιά".
Μια παιδικότητα, μια αίσθηση του πρωτόγνωρου συναρπαστική κι ένα προαίσθημα θανάτου να ενυπάρχει. Όχι δυσάρεστο - κάτι σα μια επικείμενη αναχώρηση. Σαν απόδραση.
Αποβάθρα πλατεία, θαλασσόβρεχτη. Το νερό μοσχοβολάει., σκάζοντας απαλά στα πέτρινα σκαλιά. Κόσμος πηγαινοέρχεται. Άλλοι επιστρέφουν, άλλοι ετοιμάζονται να ταξιδέψουν. Ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος με πλατύγυρο καπέλλο βαστάει τη βαλίτζα του και ένα μακρύ καλάμι ψαρέματος. Καθώς περνάει από δίπλα μου αναδίνει έντονη μυρωδιά από φύκια και άλλα θαλασσόχορτα. Το μάγουλό του το σκεπάζει ένα μαύρο πετρόψαρο, μια γλιτσερή καλογριά. Καθώς γυρίζει το κεφάλι, βλέπω κολλημένο και στο άλλο του μάγουλο έναν πράσινο γύλο.
Μαζί και τρία σχέδια του Αλέξη Ακριθάκη. Το δέντρο της ζωής, λουσμένο στο φως χωρίς πιτυρίδα, στο εξώφυλλο. Παραμέσα κάτω απ' τον τίτλο και πάλι, δυο καρδιές να φλέγονται σε κορνίζα. Του Επαμεινώνδα και οι δυο. Και τέλος ένα υπερρεαλιστικό σχεδιάγραμμα διαφυγής. Ένα σχέδιο δραπέτευσης από τα εγκόσμιά μας βάσανα. Ο δρόμος προς τον ουρανό.
Το βιβλίο έσκασε μύτη όταν ο Επαμεινώνδας βρισκόταν ήδη στον προθάλαμο. Living in Limbo - I hear now the contactor announcing our departure, άδει η Jane Birkin. Χαιρετίσματα στους από κει καλέ μας φίλε.
Τρεις δεκάρες είναι πάντα προτιμότερες από ένα δάκρυ, όπως είπε κι ο Λίχτενμπεργκ στη μετωπίδα.
[στιγμή, 2006]