Right Next Door to Hell
Δεν μπορώ να πω ότι μελέτησα όλες τις χτεσινές εφημερίδες (6/12/09). Ούτε ότι εξάντλησα την ύλη και κείνων ακόμη που επέλεξα ν' αγοράσω -ναι, όπως όλος ο κόσμος, με κριτήριο τις ταινίες που συνόδευαν. Ωστόσο στις δυο-τρεις που ξεφύλλισα, πέτυχα διάφορες αρλούμπες για τον περσινό Δεκέμβρη οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση ήταν σερβιρισμένες σε λάιφ στάιλ περιτύλιγμα. Όσο για τις υπόλοιπες, ήταν από λίγο έως τελείως αντιδραστικές.
Το φαινόμενο με προβλημάτισε κυρίως επειδή αυτές τις απόψεις δεν τις υπέγραψαν επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Όχι, η πλειοψηφία τους προήλθε από ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που θεωρητικά θα έπρεπε να το διακρίνει μια κάποια ευαισθησία. Αναφέρομαι στην περιβόητη διανόηση: οι αυτουργοί εν προκειμένω ήτανε συγγραφείς, καθηγητές πανεπιστημίων, διδάκτορες, "μορφωμένοι άνθρωποι" που θα έλεγε κι η γιαγιά μου. Οι εξαιρέσεις βέβαια υπήρξαν και υπάρχουν. Μα απ' την άλλη, είναι τόσο εξοργιστικά όσα έχουνε δημοσιευθεί από διάφορες απίθανες πηγές προσφάτως, που το στοιχειώδες αίσθημα περί δικαίου θα υπαγόρευε γιαουρτοβολή προς όλες τις κατευθύνσεις. Φυσικά, όπως είθισται και αλλού, στο τέλος μόνον οι φταίχτες δεν την πληρώνουν (βλ. την περίπτωση της Σώτης Τριανταφύλλου).
Να μην κάνω όμως τον έξυπνο: ούτε τότε ήταν δουλειά μου να μιλήσω για τα γεγονότα του Δεκέμβρη ούτε τώρα. Για λόγους που παρέλκει να εκθέσω σε τούτο το κείμενο. Παρ' όλ' αυτά, χωρίς να έχω ή να ψάχνω για κανένα γερό επιχείρημα, μέσα μου λέω ότι καλά κάναν όσοι πριν από ένα χρόνο κατέβηκαν στο δρόμο. Κι ας σπάσαν κι ας κάψαν κι ας ρημάξαν. Μπορεί να μην έχω πολύ δίκιο -και κείνοι ενδεχομένως το χάσανε στα μάτια των πολλών. Τουλάχιστον όμως ξέρω ότι έχω περισσότερο απ' τους προαναφερθέντες μεγαλόσχημους κυρίους, οι οποίοι με κίνητρα χθαμαλά (ωραία λέξη ε; Θα την εκτιμούσανε πιστεύω) έρχονται να διαρρήξουν τα ιμάτια τους και να διακηρύξουν πως ο Δεκέμβρης του 2008 δεν άφησε πίσω τίποτα σημαντικό. Καθώς και ότι δεν πρέπει να εγγραφεί στη συνείδηση μας ως ορόσημο των κοινωνικών αγώνων.
Εγώ πάλι (τι γίνεται, πολλή ειλικρίνεια έπεσε σήμερα), γουστάρω που η 6η Δεκέμβρη ενδέχεται να καθιερωθεί ως ημέρα μνήμης. Απ' όλους τους κολοκυνθο-εορτασμούς που κατά καιρούς μας φοράνε καπέλο, είναι μια ευκαιρία να θυμόμαστε ένα γεγονός επειδή το επέβαλε ο κόσμος κι όχι η εξουσία.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Lipstick Traces - A Secret History of the Twentieth Century : Greil Marcus [Harvard University Press]
"Διανοητική μπουγιαμπέσα" χαρακτήρισε στα 1851 ο Έβερτ Ντάικινγκ το magnum opus του Χέρμαν Μέλβιλ, κρίση που φαντάζομαι ότι θα είχε κάνει το νεοϋορκέζο συγγραφέα να ξεφυσάει σαν τον Μόμπυ Ντικ. Εννοείται ότι δε θα συμφωνούσα σε καμιά περίπτωση μ' έναν ισοπεδωτικό χαρακτηρισμό σαν κι αυτό, να όμως που μπαίνω στον πειρασμό να τον χρησιμοποιήσω για το Lipstick Traces. Η αλήθεια είναι πως τέτοιο συνειρμικό σύμφυρμα όλων των υπόγειων, αιρετικών και επαναστατικών κινήσεων της Δύσης, από τον John of Leyden (1534) μέχρι τον John Lydon (1977), δε θα βρείτε πουθενά αλλού.
(Αν περιμένετε σοβαρή κριτική για ένα τούβλο 500 σελίδων, η ανάγνωση του οποίου υπήρξε ηράκλειος άθλος, είστε γελασμένοι. Δοκιμάζω να γράψω κάτι επειδή έχω την εντύπωση ότι πολύς κόσμος το αναφέρει ως βιβλίο-σταθμό δίχως να το έχει καν ξεφυλλίσει)
Το καθετί έχει σημασία στο Lipstick Traces, την ίδια στιγμή που τα πάντα είναι λίγο ανούσια. Για τον απλό λόγο ότι ο Γκρέιλ Μάρκους αδυνατεί να δει το βραχύ πέρασμα των Sex Pistols στις αληθινές του διαστάσεις: ως τη μεγαλύτερη φάρσα στην ιστορία της μοντέρνας μουσικής. Και το βιβλίο δε γράφτηκε εν θερμώ. Αν είχε κυκλοφορήσει το 1978 τα δεδομένα θα ήταν διαφορετικά. Ως ημερομηνία Α΄ έκδοσης όμως αναφέρεται το 1989. Τώρα, γιατί επιλέγει αυτό το πρίσμα μπορούμε μόνο να το εικάσουμε. Δεν πρόκειται πάντως για κανέναν αφελή συγγραφέα.
Στηριγμένος σ' έναν τόσο στραβό ακρογωνιαίο λίθο, λοιπόν, είναι αδύνατο να μην προχωρήσει σε εσφαλμένες εκτιμήσεις για πολλά από τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται. Έτσι, παρουσιάζει για παράδειγμα τους Ντανταϊστές, τον Ιζιντόρ Ιζού και τον Γκυ Ντεμπόρ λες και συγγράφει βίους αγίων. Όταν επεκτείνεται δε στην επαναστατική τους δράση... Ναι, εκόμισαν πρωτοποριακές ιδέες όλοι αυτοί, δεν αντιλέγω. Μα όσο αλλάξανε την κοινωνία οι απόψεις του Τζον Κέητζ, άλλο τόσο την άλλαξε το πανκ και οι Σιτουασιονιστές.
Κι έπειτα πιάνεται από κάτι λεπτομέρειες, που και φαλακρός να είσαι θα βγάλεις μαλλιά για να τα τραβήξεις! Σ' αυτό το σημείο πράγματι εντοπίζεται μια ομοιότητά του με τον Μέλβιλ. Όπως εκείνος μπορούσε ν' αφιερώσει ολόκληρο κεφάλαιο σ' ένα άρμπουρο, ένα καμάκι ή ακόμη και μιαν ακίδα στο κατάστρωμα του Πέκοντ, έτσι κι ο Μάρκους είναι ικανός να ενδιατρίψει σχετικά με το σφύριγμα των χαλασμένων δοντιών του Rotten. Πού νά 'γραφε και για τον Shane McGowan δηλαδή.
Από την άλλη βέβαια, το σύμπαν που έχει δημιουργήσει είναι αξιοζήλευτο. Πρόκειται για μυθολογία σχεδόν λογοτεχνική, στοιχείο που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία αν σκεφτείς ότι το Lipstick Traces είναι κατά βάση ιστορικό σύγγραμμα. Κι έπειτα πώς να μη θαυμάσεις την πολυμάθεια του συγγραφέα, τη συνδυαστική ικανότητα, τον περιεκτικό λόγο καθώς και την πρωτοτυπία του θέματος. Όμως, πρέπει να το επαναλάβω, θα χρειαστεί πολύ κουράγιο έστω και για ένα επιφανειακό διάβασμα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
31 Songs : Nick Hornby [Penguin]
Μυστήρια περίπτωση ο Χόρνμπυ. Από τη μια είναι ικανός να παρουσιάσει ένα τραγούδι σαν το Thunder Road τόσο εύγλωττα ώστε να ξεχάσεις προς στιγμή το μέγεθος της ηλιθιότητας του Σπρίνγκστην. Από την άλλη, μοιάζει να χάνει εντελώς το χιούμορ και την οξυδέρκειά του όταν, αντιμέτωπος με το Frankie Teardrop, δεν διακρίνει την εύθυμη πλευρά της τέχνης και ανακηρύσσει τους Suicide σε υπ' αρ. 1 απειλή, για τη νεολαία και όχι μόνο.
Μα μήπως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και με τα βιβλία του; Εμπνευσμένο, αστείο, απολαυστικό το High Fidelity. Ελαφρώς γλυκανάλατο, ελαφρώς μελό κι ελαφρώς βαρετό το About a Boy. Διάλεξα το 31 Songs θέλοντας να του δώσω μιαν ακόμη ευκαιρία, προτού τον κατατάξω στα "θαύματα του ενός χιτ". Αλλά δεν έβγαλα άκρη.
Φυσικά, σ' ό,τι αφορά το στυλ είναι αμίμητος. Σκέφτεται στην καθομιλουμένη κι ωστόσο δε γράφει όπως μιλάει. Ταυτόχρονα, δίνει διαρκώς την εντύπωση ότι επιχειρεί να συζητήσει μαζί μας, συνθέτοντας μιαν ιδιόρρυθμη 'ροή της συνείδησης' που δεν αφορά τον ήρωα του βιβλίου (αφού εν προκειμένω δεν υπάρχει) αλλά τον αναγνώστη. Ναι, ο Χόρνμπυ σκέφτεται και γράφει πριν από μας για μας.
Πού έγκειται τότε το πρόβλημα; Μάλλον στο περιεχόμενο, και ειδικότερα στις επιλογές των τραγουδιών. Ντύλαν, Σαντάνα, Ροντ Στιούαρτ, Zeppelin, πιο μέινστρημ φοβάμαι ότι δε γίνεται. Επιπλέον διαπράττει το σφάλμα για το οποίο 'κατηγορεί' τον Ρομπ στο High Fidelity: πλάι σε όλους αυτούς τους πασίγνωστους και καθιερωμένους μουσικούς, παραθέτει εμβόλιμα τα ονόματα ορισμένων νέων ή λιγότερο αναγνωρισμένων καλλιτεχνών όπως οι Royksopp, ο Mark Mulcahy, οι Soulwax και οι Freelance Hellraiser (;!). ΟΚ, το βιβλίο πρέπει να πουλήσει και προφανώς ούτε ο Χόρνμπυ -παρότι μπεστ σελεράς- μπορεί να ρισκάρει γράφοντας π.χ. για Distorted Pony ή Tragic Mulatto. Μα και η παρουσίαση του υλικού του, εδώ που τα λέμε, είναι κάπως ξέπνοη. Οι ευθύβολες παρατηρήσεις δε λείπουν, αλλά ταυτόχρονα δεν παύουνε να είναι λίγες και ατάκτως ειρημένες (ωραίο: "τα ερωτικά τραγούδια έτσι όπως σ' ανεβάζουν και σε ρίχνουν, σε στεναχωρούν και σε γεμίζουν χαρά, σε στριφογυρνούν και σ' απογειώνουν και σου τραβάνε το χαλί κάτω απ' τα πόδια, αποτελούν μια φυσική μεταφορά για την ίδια τη μουσική"). Στην εισαγωγή σημειώνει ότι δεν ήθελε απλώς να καταγράψει αναμνήσεις σχετικές με αυτά τα 31 κομμάτια. Ευγενική φιλοδοξία, μα πώς ήταν δυνατό να τα καταφέρει;
Τέλος πάντων, δεν τον κοσκινίζω άλλο. Δεν ξέρω τι μ' έπιασε. Ίσως περίμενα περισσότερα, καθώς εξακολουθώ να θεωρώ το High Fidelity εξαιρετικό ανάγνωσμα. Αλλά με τόσους άσχετους κι ατάλαντους κι ανίδεους που κυκλοφορούν στην αγορά των ιδεών, ο Χόρνμπυ είναι ο τελευταίος που πρέπει να δεχθεί τα πυρά οποιουδήποτε. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε πως όταν έπιασα να ξεφυλλίσω το βιβλίο για να γράψω αυτή την κριτική, κατέληξα να το ξαναδιαβάσω μες σ' ένα Σαββατοκύριακο.
ΥΓ. Μια κι έθιξα το θέμα του 'άγριου προπηλακισμού' της Σώτης Τριανταφύλλου, καλό είναι νομίζω να πω δυο κουβέντες ακόμη για να μην παρεξηγηθώ. Διότι όσο αντιδραστικό είναι να μιλάς ελαφρά τη καρδία για χουλιγκανισμό, άλλο τόσο είναι να επιχειρείς ετσιθελικά να φιμώσεις εκείνον με τον οποίο δε συμφωνείς. Προπάντων δε, όταν δε σου χρωστάει τίποτα.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο περιστατικό είναι ότι η έμμεση, λεκτική σε πρώτη φάση αντιπαράθεση με την Τριανταφύλλου (η οποία οφείλεται σε κείμενό της όπου -διακριτικά πλην ανεπιτυχώς- προσπάθησε να υπερασπιστεί τις εκδόσεις Πατάκη) περιέχει κι ένα σχόλιο του στυλ "Ε όχι ρε Σώτη". Που σημαίνει ότι κάποιοι απ' τον αντιεξουσιαστικό χώρο τη θεωρούσαν φίλα διακείμενη. Τώρα, γιατί κάτι τέτοιο ίσχυε για την Τριανταφύλλου κι όχι, ξέρω 'γώ... για την Έρση Σωτηροπούλου, θα έπρεπε να το σκεφτούν λίγο εκείνοι που ρίξανε τα αβγά του αναθέματος. Μήπως επειδή η αισθητική της εκτός από μια δόση ροκ εν ρολ και λίγη, ας πούμε, 'κοσμοπολίτικη αλητεία', περιλαμβάνει και πέντε μαρξιστικά τσιτάτα;
Και τέλος πάντων πού ήτανε γραμμένο ότι μια συγγραφέας σαν την Τριανταφύλλου όφειλε να μιλήσει εξ ονόματος οποιουδήποτε "χώρου"; Θα μου πεις, γιατί φυτρώνει εκεί που δεν την σπέρνουν; Άλλη ιστορία αυτή. Πάντως η λογοτεχνία και οι λογοτέχνες είχαν, έχουν και θα έχουν μια 'φλουταρισμένη' σχέση με την πραγματικότητα. Ας θυμηθούμε λοιπόν τις θεωρίες του Μπαρτ περί "θανάτου του συγγραφέα", ας κρατήσουμε το δημιούργημα κι ας ξεχάσουμε το δημιουργό. Είναι τόσο πνιγμένη από αντιφάσεις η ζωή του καθένα μας, που το ν' αναζητάμε σφραγίδες καθαρότητας είναι τουλάχιστον παιδαριώδες. Και κυρίως, ας μη χτυπάμε το σαμάρι αντί για το γάιδαρο. Όχι για τίποτ' άλλο, για να μην ακούμε και ατάκες τύπου "Μου έχουν πει ότι θα την πάθω σαν την Κούνεβα, αλλά από αριστερά". Εδώ όντως σηκώνει ένα περιποιημένο "Ε όχι ρε Σώτη". Σιγά να μην την πάθεις και σαν τον Βίτο Κορλεόνε.