THE EASY READER: βιβλία-σάουντρακ για 40o C υπό σκιάν
Our Band Could Be Your Life : Michael Azerrad (Back Bay Books)
Fuckin' Bible!, που θα έλεγε και κάποιος από τους μουσικούς που αγιογραφούνται εδώ. Το Our Band Could Be Your Life είναι ένα εξαντλητικό χρονικό της αμερικάνικης εναλλακτικής ροκ σκηνής που καλύπτει την περίοδο 1981-1991. Αφορμή και αφετηρία του, το "We won" που διατύπωσε η δημοσιογράφος Τζίνα Άρνολντ όταν το Nevermind βρέθηκε στο Νο 1 του Μπίλμπορντ. "Όμως ποιοι ήμασταν εμείς; Και γιατί ήμασταν τόσο διαφορετικοί από τους άλλους;", αναρωτιέται ο συγγραφέας.
Στην προσπάθειά του να ρίξει φως σ' αυτά τα ερωτήματα, ο Άζεραντ παρακολουθεί την πορεία των συγκροτημάτων δίχως φλυαρίες, περιαυτολογίες και αμπελοφιλοσοφίες. Χαρακτηριστικό πως κάθε κεφάλαιο ανοίγει με μια πανομοιότυπη παράγραφο, όπου το θέμα ορίζεται με εξαιρετική ευστοχία και οικονομία εκφραστικών μέσων. Η γραφή του είναι πειθαρχημένη, το κέντρο εστίασης τα πρόσωπα και τα γεγονότα κι όχι η δική του θέση απέναντι και μέσα σ' αυτά. Φυσικά εκφέρει γνώμη όπου κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο. Αλλά δεν εγγράφεται στο στυλ του η αναζήτηση π.χ των αγνοούμενων επιρροών των Mudhoney από ιαπωνικές γκαράζ μπάντες (κάτι που ίσως θα έκανε ο Μπανγκς, ο Κράιστγκαου, ο Μέλτζερ κλπ).
Αντίθετα, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η σύνδεση των γκρουπ με τους 'underground φορείς' της εποχής -φανζίν, εναλλακτικούς ραδιοσταθμούς, τοπικούς προμόουτερ, μικρά δισκοπωλεία και ανεξάρτητες εταιρείες, καθώς και η κατάδειξη του ρόλου που διαδραματίσαν στη δημιουργία αυτής της σκηνής τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα της Αμερικής του Ρήγκαν, ο συντηρητισμός, η κερδοσκοπία, το ψευτο-γκλάμουρ, η άγνοια, η αποξένωση.
Χωρίς πολλή σκέψη ξεχωρίζουν τα κεφάλαια για τους Husker Du, τους Butthole Surfers και τους Mudhoney. Μόνη εύλογη απορία του γράφοντος, πώς μπάντες σαν τους Wipers ή τους Gun Club δε βρήκαν μια θέση σε τούτο το ροκ εν ρολ πάνθεον. Μα πέρα απ' αυτή την έλλειψη, το βιβλίο αναμφίβολα αποτελεί ανεξάντλητη και ανυπολόγιστη σε αξία πηγή πληροφοριών.
Αφοπλιστική στιγμή: Το 'τρυφερό τετ-α-τετ' του Χένρι Ρόλινς μ' έναν πιτσιρικά πάνκη στη σελ. 58.
Incredibly Strange Music Vol. I : V. Vale & Andrea Juno (RE/SEARCH #14)
Εκ πρώτης όψεως το Incredibly Strange Music είναι ένας λαχταριστός κατάλογος δυσεύρετων, ασυνήθιστων, ανήκουστων και γενικότερα πιριπόγκολων κυκλοφοριών. Πολύτιμο για όσους διαθέτουν κάπως ιδιαίτερο γούστο, το βιβλίο περιέχει συνεντεύξεις με μουσικούς, συλλέκτες, ιδιοκτήτες μικρών δισκογραφικών εταιρειών. Βέβαια, δεν είναι όλα τα άλμπουμ που παρουσιάζει 'ιδιοσυγκρασιακά'. Αλλά το LP με τα ηχητικά εφέ του Γκοτζίλα φερ' ειπείν ή εκείνο των Addicts (πρώην ναρκομανών που έχουν βρει το δρόμο του Θεού και... δοξολογούνε) μάλλον υπάγονται σ' αυτή την κατηγορία. Αν τυχόν έχετε υπόψη τη στήλη "The Mojo Weird Record Club" του γνωστού μουσικού περιοδικού, θα καταλάβετε αμέσως περί τίνος πρόκειται. Χρήσιμο θα ήταν πάντως να γνωρίζετε ότι η έκδοση του ISM χρονολογείται από το 1993.
Σ' ένα δεύτερο επίπεδο ωστόσο οι επιμελητές του RE/SEARCH βρίσκουν εδώ την ευκαιρία να διατυπώσουν τις ενστάσεις τους απέναντι στην ισοπεδωτική σύγχρονη κοινωνία της υπερπληροφόρησης και της υπερκατανάλωσης. Η συγκέντρωση όλων αυτών των εντελώς άγνωστων, συχνά παραγνωρισμένων άλμπουμ μπορεί να φανερώνει απλώς ιδιοτροπία ή ελιτισμό από τη μεριά του συλλέκτη, δεν παύει όμως να αποτελεί πολιτική πράξη εφόσον αντιστέκεται σε ό,τι μας σερβίρεται από λογής-λογής ειδήμονες ως αισθητική νόρμα, τονίζοντας πως η μουσική και κάθε μορφή τέχνης (οφείλει να) έχει πολυσύνθετη ταυτότητα.
Μα ακόμη κι αν δεν είναι έτσι, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στο Incredibly Strange Music για την πρωτοτυπία του, το χιούμορ του και την ευκαιρία που δίνει στη φαντασία μας να οργιάσει καθώς περιεργάζεται όλα τούτα τα περίεργα κι αναρωτιέται πώς μπορεί να ηχούν, μια και τα περισσότερα δε θα τα συναντήσει παρά μόνο σε φωτογραφία.
Ας σημειωθεί στο μεταξύ ότι πολλά από τα άλμπουμ που ανθολογούνται δεν έχουν μόνο αυστηρά συλλεκτική αξία. Αυτό ισχύει για την περίπτωση π.χ του Ζαν-Ζακ Περί και του Γκέρσον Κίνγκσλεϊ, για τον Μάρτιν Ντένι, τον Εσκερίτα, την Έρθα Κιτ, την Τζέιν Μάνσφιλντ (εννοείται), την Μέιμι Βαν Ντόρεν (Όου γιες), την Κέι Μάρτιν (Τελμιμόρ) κ.ά.
Εμπλουτιστική στιγμή: Οι πληροφορίες για τον Σκοτ Γουώκερ και την τρέλλα που τον έδερνε. Μεταξύ πολλών άλλων (σσ. 181-82).
Bring the Noise : Simon Reynolds (Faber & Faber)
Ο Ρέινολντς υποθέτω ότι δε χρειάζεται συστάσεις. Αρκετοί θα τον γνωρίζετε από το βιβλίο του για το ποστ πανκ, έναν πραγματικό θησαυρό που φέρει τον 'κρυπτο-σιτού' τίτλο Rip It up & Start Again. Παρόλο που αυτό υπήρξε το σημείο συνάντησης και για μένα, προτίμησα να γράψω για το Bring the Noise πιθανολογώντας ότι παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, έτσι που καλύπτει ένα πιο ευρύ μουσικό πεδίο. Δεν εστιάζεται ούτε σε μία εποχή ούτε σε μία μόνο χώρα.
Κι ούτε μονάχα στο προσκήνιο. Είτε γράφει για τους Public Enemy είτε για τους Nirvana, πρώτη φροντίδα του συγγραφέα είναι να αποτυπώσει ό,τι συμβαίνει. Μιλώντας για τη μουσική που αγαπάει, αναδεικνύεται θα έλεγες σε 'φωνή της συνείδησης' του καιρού μας, έργο που είναι ίσως δημοσιογραφικό, μα όχι κατ' εξοχήν. Άλλωστε ο Ρέινολντς δεν κρύβει τις λογοτεχνικές του φιλοδοξίες και κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει πως η σπίθα αυτή λείπει απ' τα γραπτά του: ύφος, γλώσσα, ριμο-τομία μοιάζει να υπακούουν σε εσωτερικές ιδιορρυθμίες και εντούτοις το αποτέλεσμα είναι κάθε άλλο παρά δύσπεπτο.
Η δεύτερη μεγάλη του αρετή, η άρνηση να επιλέξει ανάμεσα στους Pixies και τους De La Soul, τους Husker Du και τον Mantronix. Όπως αναφέρει εξάλλου σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ποτέ δεν κατάλαβε το λόγο που η μουσική είναι χωρισμένη σε στρατόπεδα και γιατί η επιλογή ενός είδους πρέπει να αποκλείει την προτίμηση για κάποιο άλλο. Κι έτσι επιβεβαιώνει ευχάριστα την πεποίθησή μου ότι μια δισκοθήκη που στο -S- για παράδειγμα περιλαμβάνει Sepultura, Nancy Sinatra, Shellac και Soul Coughing μεταξύ άλλων δεν ανήκει σε κάποιον που είναι απαραιτήτως για τα σίδερα.
Τρίτη αρετή του Bring the Noise, εκπορευόμενη από τη δεύτερη, το γεγονός ότι σ' ένα και μόνο βιβλίο έχεις συγκεντρωμένες πληροφορίες, απόψεις και προτάσεις σχετικά με τις πιο ενδιαφέρουσες μουσικές που προέκυψαν την τελευταία εικοσαετία, ανεξαρτήτως κατηγορίας, προέλευσης, χρώματος και σχήματος. Turn it up!
Στιγμή αδιανόητη (-υπερηχητική): Η αποκάλυψη του Τζέι Μάσις σχετικά με το πώς η χελώνα του τό 'σκασε από το σπίτι... σιγά-σιγά (σελ. 66).
Nico -Songs They Never Play on the Radio : James Young (Bloomsbury)
Λογοτεχνίζουμε όσο προχωράμε. Και το συγκεκριμένο πόνημα δε μένει μόνο στο επίπεδο των προθέσεων. Ο Γιανγκ αφηγείται μιαν ιστορία με αρχή, μέση και τέλος και μάλιστα με γεγονότα που θα μπορούσαν να είναι εντελώς φανταστικά. Όχι όμως και φανταστρουμφικά: το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής της Nico είναι μάλλον τρομαχτικό. Κι αν δεν υπήρχε το -πικρό, μαύρο ή απλώς- χιούμορ του Γιανγκ δε νομίζω ότι θα μπορούσαμε ν' αποστασιοποιηθούμε και να παρακολουθήσουμε το ταξίδι που εκτυλίσσεται στις σελίδες του Songs.
Από τη μια λοιπόν, έχουμε την αυτοκαταστροφή, την παρακμή, την απελπισία ενός άλλοτε ειδώλου που πέφτοντας από το βάθρο του έχει βουτήξει βαθιά στη χρήση ουσιών. Από την άλλη, το λάιν απ διαφόρων ανεκδιήγητων, καρτουνιστικών μουσικών που συγκροτεί ένας εξίσου αξιοκαταθρήνητος μάνατζερ για να ξαναβγάλει αυτό το έκπτωτο είδωλο στο σανίδι. Στο μεταξύ, σαν να μην ήταν αρκετό που η στιγμή της Nico ως γουορχολικής ιέρειας, τσέλσυ γκερλ κτλ έχει παρέλθει προ πολλού, το σκηνικό της δράσης είναι τα '80s, μια δεκαετία διόλου γενναιόδωρη.
Συνάρτηση αυτών και άλλων συναφών παραμέτρων, ένα βιβλίο που αντανακλά μιαν εποχή -ή έστω τον αποηχό της- όπου το ροκ μπορούσε να θεωρηθεί επικίνδυνο, όπου μ' όλα τα κλισέ που κάτι τέτοιο συνεπάγεται αντιπροσώπευε κάποιου είδους "άκρα" κι όπου μέχρι και το να στήσεις μια συναυλία εμπεριείχε ρίσκο (διαβάστε π.χ τις τραγελαφικές περιπέτειες του Μίλος, ενός τσέχου διοργανωτή, στις σσ. 152-7).
Από κει και πέρα η ματιά του Γιανγκ είναι διαυγής, αλλά η προσέγγισή του παραμένει τρυφερή, συναισθηματική. Ακόμη κι όταν αραδιάζει ένα-ένα τα δεκάδες ελαττώματα της Nico, δεν κρύβει το θαυμασμό και την αγάπη του. Με ειλικρίνεια συνεπώς, μ' ένα λόγο άμεσο που φλερτάρει την ημερολογιακή καταγραφή και τη θεατρική πρόζα, στοιχειοθετεί ένα άγνωστο σε γενικές γραμμές προφίλ της, και μας δίνει μια μαρτυρία που θα ήταν ανεκτίμητη και στην περίπτωση που δεν είχε λογοτεχνική αξία.
Διάφανη στιγμή: Η βόλτα της Nico και του συγγραφέα στην παραλία του Μπόντι της Αυστραλίας, σελ. 181.
Mainlines, Blood Feasts & Bad Taste : Lester Bangs (Serpent's Tail)
"Αυτό το βιβλίο, σχολιάζει ο Γκρέηλ Μάρκους, απαιτεί από τον αναγνώστη να δεχθεί με προθυμία πως ο καλύτερος συγγραφέας της Αμερικής δεν μπορούσε να γράψει σχεδόν τίποτ' άλλο εκτός από κριτικές δίσκων". Υπερβολικό; Καθόλου! This is prose that flows, φίλοι μου. Κι αφήστε τους να λένε περί Κέρουακ ή Χάντερ Τόμπσον, κανείς δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά στον Μπανγκς.
Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται να είναι, από τη σκοπιά ενός ανθρώπου που αγαπά εξίσου τη λογοτεχνία και τη μουσική. Δε νομίζω πως υπάρχει ιδανικότερος συνδυασμός, πόσο μάλλον όταν ο αγαπητός μας Λέστερ ως γραφιάς διήγε έναν αρχετυπικό ροκ εν ρολ βίο -αλλά προσοχή: χωρίς να παραμυθιάζεται και να παραμυθιάζει κανέναν γύρω απ' αυτό. Την ίδια ώρα που διαλαλούσε τη λατρεία του για τον Λου Ρηντ ή τους Stones ας πούμε, έκρινε αυστηρότατα το τρίπτυχο σεξ, ναρκωτικά & τα λοιπά.
Κατά τα άλλα, τα γραπτά του είναι όντως απαιτητικά. Αν ο Άζεραντ π.χ ακολουθεί μία όσο το δυνατόν ευθεία πορεία, ο Μπανγκς θα έλεγες πως κάνει τ' αδύνατα δυνατά προκειμένου να παρεκκλίνει από οποιαδήποτε γραμμή, έστω και τεθλασμένη. Αναπάντεχοι συνειρμοί, αυθαίρετες συνδέσεις, ασύνδετες πολλές φορές σκέψεις συγκαταλέγονται ανάμεσα στα υλικά του που, παραπέμποντας στην τεχνική του εσωτερικού μονόλογου, καθιστούν τα βιβλία του ένα αρκετά ιδιόμορφο ανάγνωσμα.
Ωστόσο η αίσθηση ότι βρίσκεται σε συνομιλία με τον αναγνώστη είναι διαρκώς παρούσα, παρότι δε μεταχειρίζεται πολύ συχνά το Β΄πρόσωπο. Παθιάζεται, υπερβάλλει, φωνάζει, λαθεύει ("Σας εγγυώμαι ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν επανεκδόσεις των Throbbing Gristle το 2000"), μα είναι ζωντανός, μαζί με το κείμενο. Κι ενώ όταν κάνει πλάκα κυλιέσαι στο πάτωμα απ' τα γέλια, οι αναλύσεις του ανοίγουν νέα, αναπεπταμένα πεδία για την κριτική ροκ εν ρολ σκέψη. Διαβάζοντας άρθρα όπως το 'Death May Be Your Santa Claus' ή το 'Bozo Dionysus a Decade Later' είναι σαν να βλέπεις τον Ρόμπιν Γουίλιαμς στο Καλημέρα Βιετνάμ, σαν να ακούς τον Κέηβ στο Zoo-Music Girl: ο όρος 'προσωπικό στυλ' παίρνει άλλες, απολαυστικές διαστάσεις.
Ένα βιβλίο, και γενικότερα ένα έργο, που το ανακαλύπτεις ξανά, με κάθε νέα ανάγνωση.
Στιγμή-διάρκεια: μπενζεντρινοκίνητη.