Illska To Κακό
Τα άνθη του Κακού είναι παντός καιρού και πάσης εποχής. Πάντοτε λοιπόν θα χρειαζόμαστε έναν συγγραφέα να μιλήσει για αυτά. Σαν και τούτο τον σπουδαίο Ισλανδό. Του Αντώνη Ξαγά
Ελάτε τώρα. Το ξέρω, δεν σας αρέσουν τα στερεότυπα. Ούτε οι γενικεύσεις. Αλλά... Αχ αυτό το Αλλά, ένα σωρό διαβόλους μπορεί να κρύβει! Για να δοκιμάσουμε όμως. Μη ντρεπόσαστε, μεταξύ μας είμαστε...
Οι Ισλανδοί. "Σας λένε κάτι αυτά τα ονόματα; Μπγιορκ; Σίγουρ Ρος; Είμαστε ο Χάλντορ Λάξνες. Λίγο παράξενοι, σίγουρα, αλλά όχι κακοί". Είμαι ...sigur-ros ότι σας λένε, σε κατά βάση μουσική ιστοσελίδα βρισκόσαστε, όλο και θα έχετε διαβάσει ή/και γράψει ελεγείες για την ηφαιστειακή γη, για τα ξωτικά στους βράχους, για την "cute generation" των "Mum και Σία". Με τα οικονομικά την πατήσανε βέβαια, εκεί που με τις τράπεζες και με διάφορα άλλα ύποπτα φιλελευθαγοραία κόλπα είχαν πιστέψει ότι βρήκαν την ευρουλιά που θα τους θρέφει για αιώνες, ήρθε η κατραπακιά της Κρίσης, μετά όμως λέει ο μύθος όρθωσαν ανάστημα απέναντι στο ΔΝΤ και στη λιτότητα και την ψιλοέβγαλαν καθαρή. Γενικά χαριτωμένα γαμάτα τυπάκια, ακόμη και με Βίκινγκ περικεφαλαία. Κουλ.
"Στην πραγματικότητα, η Ισλανδία δεν είναι τίποτε άλλο από Δανία. Τίποτε παραπάνω από σως μπεαρνέζ. Βιομηχανικά κατασκευασμένη και συσκευασμένη μέσα σε πλαστικά μπουκαλάκια. Τη βρίσκεις στα σούπερ μάρκετ Bonus. Επειδή τραβιέται".
Οι Λιθουανοί; Άσχετη χώρα, πως σου ήρθε θα ρωτήσετε, αλλά έχω τους λόγους μου. Εδώ λίγο δυσκολεύουν τα πράγματα, μουσικά δεν πιστεύω κανείς να θυμάται κάποιον καλλιτέχνη από τα μέρη, τα ονόματα πάντως Σισκάουσκας, Σαμπόνις, Κουρτινάιτις και Σία -σκας και άιτις κάτι σας λένε ακόμη και αν δεν πολυβλέπετε το άθλημα της σπυριάρας μπάλας. Τίποτε άλλο; Χμμ, κάπου έχω ακούσει ότι πολυπίνουνε βότκα και ψιλοδέρνουνε τις γυναίκες τους και ότι τράβηξαν τον παθών τους τον τάραχο από τους Ρώσους επί Σοβιετίας, γι' αυτό γίνανε και λιγουλάκι ναζί, με υπερβάλλοντα ζήλο ξεκίνησαν να καθαρίζουν τους Εβραίους της χώρας πριν καν φτάσουν τα SS, τα οποία μάλιστα θαύμασαν το καλό τους έργο ("μέσα στο ημίφως, οι άνδρες συντρίβουν το κεφάλι των παιδιών πάνω στους κορμούς των δέντρων, για να κάνουν οικονομία στις σφαίρες") αλλά δεν φταίνε αυτοί, άλλοι το ξεκίνησαν πρώτοι, έτσι δεν είναι;
Ε λοιπόν, αν ήσασταν Ισλανδοί, μπορεί να προσθέτατε στο στερεότυπο και τη "λιθουανική μαφία", γιατί ως γνωστόν, "οι Λιθουανοί ήταν κλέφτες, έμπαζαν ναρκωτικά στην Ισλανδία και βίαζαν γυναίκες". "Η Ισλανδία στους Ισλανδούς"! Και όχι δεν είμαστε ρατσιστές, ΑΛΛΑ, αλλά "αν δεν υπήρχε τόσο μεγάλος κίνδυνος να σας δούμε να ψηφίζετε ρατσιστές, δεν θα δρούσαμε σαν ρατσιστές, λένε οι πιο αξιοσέβαστοι πολιτικοί (σαν καλοί οπορτουνιστές). Και θ' αλλάζαμε με χαρά, αρκεί να σταματούσατε κι εσείς να μας απειλείτε ότι θα ψηφίσετε τους ρατσιστές".
«Για περίπου χίλια χρόνια οι Ισλανδοί δεν είχαν σχεδόν καμία επαφή με τον έξω κόσμο (...) Ανέκαθεν, στην καρδιά και στο μυαλό των Ισλανδών δεν υπήρχε χώρος για τίποτε άλλο εκτός από μια και μόνη ιδέα: είναι οι καλύτεροι του κόσμου», άραγε να υπάρχει λαός που να μην θεωρεί τον εαυτό του έτσι; ("όταν πρόκειται για ποιήματα αφιερωμένα στη δόξα της πατρίδας όλοι οι λαοί είναι ίδιοι, το ίδιο χάλια" και θυμάμαι εδώ μια εξαιρετική παρατήρηση για τους εθνικούς ύμνους που έκανε η Bjork στο θαυμάσιο ντοκυμαντέρ "Screaming Masterpiece"). Οι ναζί πάντως θεωρούσαν τους Ισλανδούς τους πιο καθαρούς εκπρόσωπους της "nordische" άριας φυλής, έτσι που τα γονίδια τους ήταν αποκλεισμένα και ασφαλή από ξένες επιμειξίες και "βρώμικα" αίματα (δεν πρέπει να ξεχνάμε και την διαβόητη "Εταιρεία της Θούλης", μέλη της οποίας ήταν πολλοί μετέπειτα ναζιστές μπουμπούκοι). Λίγη σημασία είχαν όμως αυτά, η χώρα ήταν μακριά στη μέση του ωκεανού, μετά έπεσαν τα λεφτά από τα σχέδια Μάρσαλ και τα χρόνια πέρασαν, μέχρι που ήρθαν πάλι τα κουλουβάχατα της Ιστορίας να ανακατέψουν το καζάνι, οι γραμμές των μετακινήσεων των ανθρώπων που φεύγουν από τον τόπο τους σε αναζήτηση του "καλύτερου" ακολουθούν ενίοτε παράξενες διαδρομές και κάπως έτσι βρέθηκαν Λιθουανοί στην Ισλανδία και κάπως έτσι γενηθήτω ...Άγκνες. Η ηρωίδα του "Κακού". Illska. (Που σημαίνει βασικά Οργή).
Όπου Άγκνες εστί όμορφη μελαχρινή με μπαμπά τον Κεστούτις και την Ντάλια, παππού τον Ισαάκ και τον Βίλχελμας, ο ένας Εβραίος ο άλλος Λιθουανός, ο ένας σκότωσε μάλιστα τον άλλο (μαντέψτε ποιος), η Άγκνες όμως γεννήθηκε στην Ισλανδία και έχει μια (ευεξήγητη) εμμονή με το Ολοκαύτωμα και τις ιστορίες από τον Μεγάλο Πόλεμο. Παρακολουθούμε και τη γνωριμία και την πορεία της ερωτικής της ιστορίας με τον Όμαρ, ντόπιο μεν πολυταξιδεμένο δε, όλα μοιάζουν να πηγαίνουν καλά (μοιάζουν λέω) έως ότου, όπως συνέβαινε παντού και πάντοτε στην ανθρώπινη ιστορία, μπαίνει στη μέση ο τρίτος άνθρωπος. Ο Άρνορ, ο οποίος συν τοις άλλοις είναι και διανοούμενος νεοναζί, κάτι σε φάση ενός λιγότερο πωρωμένου, εξίσου μισάνθρωπου Μπρέιβικ. Όταν ο κερατάς Όμαρ παίρνει πρέφα το τι συμβαίνει, η κατάσταση παίρνει φωτιά (και κυριολεκτικά).
Ο οποίος Άρνορ ίσως να είναι ταυτόχρονα η συμβολική ενσάρκωση ενός τέταρτου προσώπου, ενός πανταχού παρόντος στο βιβλίο αλλά και στη ζωή και την Ιστορία. Ενός προσώπου το οποίο έχει προβληματίσει κόσμο και κοσμάκη, η ύπαρξη του και μόνο έχει φέρει σε αδιέξοδο ένα σωρό διανοητές, αναρίθμητοι φιλόσοφοι έχουν ξύσει μάταια το μούσι τους, η θρησκευτική λαϊκότητα το έχει απεικονίσει με διάφορες μορφές, μπορεί και κερασφόρες (όχι σαν του Όμαρ) και με ουρά, άλλες θρησκείες, κάπως πιο φιλοσοφημένες λένε ότι δεν υπάρχει κάπου σε κάποιον Άλλο παρά μόνο μέσα μας. Η γιαγιά μου θα τον έλεγε Οξαποδώ, εδώ θα το πούμε Κακό. Σκέτο. Illska. Ή Ολοκαύτωμα. Γιατί όσο κι αν δυσκολευόμαστε με τους ορισμούς, μοιάζει με το Ολοκαύτωμα οι άνθρωποι να έθεσαν στην πράξη το απόλυτο μέτρο του Κακού, σαν να όρισαν τον ορίζοντα των απάνθρωπων δυνατοτήτων τους. Γιατί σφαγές και θηριωδίες έχει δει πολλές η ανθρώπινη Ιστορία, ποτέ άλλοτε όμως δεν εκτελέστηκαν με τέτοια ορθολογιστική ψυχρότητα, με τέτοια κλινική απλότητα και απάθεια, ποτέ άλλοτε η ιδεολογία δεν ταυτίστηκε τόσο απόλυτα με την πράξη, ποτέ άλλοτε η ομορφιά της μουσικής δεν υπήρξε συνοδευτικό της απόλυτης κτηνωδίας.
Κοιτάζω στο "αυτί" του βιβλίου τη φωτογραφία του συγγραφέα με το απόλυτα βόρειο όνομα Νόρδνταλ, μου θυμίζει σαν να βγήκε από την παρέα του Κουρδιστού Πορτοκαλιού, έχει κι ένα σατανικά σοβαρό ύφος "τώρα θα δείτε τι θα πάθετε αν με διαβάσετε". Πραγματικά είναι τύπος αδίστακτος. Σκαλίζει στις βρώμικες γωνιές της ιστορίας, αποκαλύπτει νεύρα ευαίσθητα που φτάνουν μέχρι το σήμερα και διαπλέκονται με τις μικρές καθημερινές ζωές των ηρώων. Και αν ο ήχος που μπορεί να ακούτε τώρα θυμίζει κάτι σαν ένα κούφιο γκλιν-γκλιν, είναι τα κόκαλα των σκελετών της ευρωπαϊκής ντουλάπας που ανακινεί ο Νόρδνταλ. Γιατί η ιστορία εκδικείται, αν δεν υπάρξει κάθαρση τα φαντάσματα βρικολακιάζουν και στοιχειώνουν και τις επόμενες "αθώες" γενιές. Και κάπως έτσι ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ακόμη εδώ, ζωντανός και δυνατός, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Μην πάτε μακριά, δείτε τα δικά μας με τους γερμανοτσολιάδες, τους δωσίλογους και τους Μελιγαλάδες. Και τις ζωντανές μάχες της μνήμης (και αν δεν θέλετε να μείνετε μόνο σε φανατικά ...καλυβογράμματα και γεηλιότητες (sic), μπορείτε να ανατρέξετε και σε βιβλία σοβαρών ιστορικών όπως το καταπληκτικό "Οι πόλεμοι της μνήμης" του ελληνογερμανού Χάγκεν Φλάισερ). Γιατί η ιστορία αφορά πάντοτε το Παρόν και στο Παρόν γράφεται. Εξού και η διαρκής απόπειρα για αναδιανομή των ρόλων. Ο καλός ο κακός και ο άσχημος. Όπου εν προκειμένω ο κακός είναι αδιαμφισβήτητα ο Αδόλφος και το μουστάκι του, για τη θέση του καλού διαγκωνίζονται όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι (μέχρι και οι σύμμαχοι του Αδόλφου, από τους Αυστριακούς που έχουν αυτο-πλασαριστεί ως θύματα έως τους Ιταλούς οι οποίοι "εμείς πόλεμο; νο νο νο, εμείς όλο καντσόνι και τζελάτι και μαντολίνι!) ενώ η θέση του κακού και άσχημου φυλάσσεται για τον Στάλιν και το μουστάκι του (μήπως ανακάλυψα άλλη μια κρυφή ναζισμού-κομμουνισμού;). Και μετά δώστου "συγκριτική θυματολογία", πτώματα να μπαίνουν στο ζύγι, αναλογίες αυθαίρετες στη βάση του περίφημου λογικού σχήματος που βγάζει τον μπάτσο βιολί, ο χαρακτηρισμός "φασίστας" να επικολλάται σαν εύκολη αβασάνιστη κατηγόρια, σε μια ανόητη reductio ad hitlerum, διαρκή επιβεβαίωση του νόμου του Godwin, με τελικό αποτέλεσμα την μπαναλοποίηση και τη σχετικοποίηση του Κακού, ακόμη και την μετατροπή του σε ποπ σύμβολο.
Είναι εντυπωσιακή η σύνθεση την οποία επιχειρεί και επιτυγχάνει τελικά ο Νόρδνταλ στη φιλοδοξία του να γράψει ένα μεγάλο μυθιστόρημα της εποχής των Άκρων (χεχε όχι των δύο ε;), διαπλέκοντας ιστορίες του παρόντος και του παρελθόντος, της μεγάλης Ιστορίας και της μικρής, προσπαθώντας να συλλάβει μια πραγματικότητα τόσο πολυδιάστατη και πολυκεντρική ώστε να έχει στρέψει την εστίαση πολλών συγγραφέων στα "στοιχειώδη σωματίδια", στο Εγώ, στην θραυσματοποιημένη (πετσοκομμένη;) εικόνα. Σε αυτή του τη στόχευση θυμίζει κάμποσα άλλα μεγάλα μυθιστορήματα παρόμοιας θεματολογίας, όπως την κάπως χαμένη σε ελλειπτική φλυαρία "Κεντρική Ευρώπη" του Γουίλλιαμ Βόλμαν, το "Omega minor" του Βεράχεν ή το ακόμη πιο ευρυγώνιο και χρονικά απλωμένο "Confiteor" του Καμπρέ. Η μη-γραμμική αφήγηση (σε σημείο που να λες ότι ο συγγραφέας έχει γράψει πολλές ιστορίες και μετά τις ανακάτεψε στο ...random), το διαρκές παιχνίδι με το χρόνο, τη γεωγραφία και τις οπτικές γωνίες, η άμεση απεύθυνση στον αναγνώστη, η επίδραση της γλώσσας των "κοινωνικών μυδίων", η σε σημείο επίδειξης ευρυμάθεια, όλα αυτά τα σύγχρονα (όχι δεν θα πω μεταμοντέρνα) αφηγηματικά "δίκοπα" εργαλεία χρησιμοποιούνται και στο "Κακό", θα μπορούσαν να μείνουν στο επίπεδο της θήρας εντυπώσεων, εδώ όμως λειτουργούν συνθέτοντας ένα έργο αναφοράς. Πραγματικά το "Κακό" είναι ένα βιβλίο το οποίο, σε αντίθεση με το 90% των λογοτεχνικών πονημάτων, σε καλεί να επιστρέψεις, ένα δοκιμιακό μυθιστόρημα ή ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο, αν είχε νόημα να προτείνει κανείς συνδυασμούς βιβλίων, θα έλεγα ότι διαβάζεται σε συμπληρωματική αντιπαράθεση με την "Κοινοτοπία του Κακού" της Χάνα Άρεντ. Είναι γεμάτο από παρατηρήσεις εντυπωσιακής κοινωνικής και πολιτικής ευστοχίας, π.χ. για τον υφέρποντα αντισημιτισμό τον οποίο οι Ευρωπαίοι "τον καλύπτουν με ανθρωπιστικά προσχήματα, με τον ίδιο τρόπο που η πιο συντηρητική δεξιά θυμάται τον φεμινισμό στη ρητορική της για το Ισλάμ", για τον φασισμό ο οποίος δεν εκφράζεται μόνο στους ξυρισμένους ΚΔΟΑ ούγκανους του δρόμου ή σε "δυσλεξικούς έφηβους που τριπάρουν με την Γκεστάπο" αλλά και στο νοικοκυρεμένο σπίτι με τις κεντημένες κουρτινίτσες με θέα τις Άλπεις, στο φόβο του καλοζωισμένου μεσοαστού, ο φασισμός γαρ είναι ένα αυγό φιδίσιο το οποίο επωάζεται βαθιά χωμένο στην ευρωπαϊκή παράδοση, συστατικό και ενοποιητικό της στοιχείο ενίοτε, όταν αυτή ετεροκαθορίζεται από τον φόβο του "εξ ανατολής βαρβάρου" (Εβραίου, Ρώσου, Οθωμανού, "Ισλαμιστή").
Εξίσου εύστοχος και γοητευτικός αφηγητής όμως παραμένει ο Νόρνταλ όταν ανοίγει το βλέμμα του, όταν μιλάει για τη σύγχρονη ζωή, τις ερωτικές σχέσεις, τις αλλαγές που επιφέρει ένα παιδί και η ανατροφή του, το κάνει με χιούμορ, με ανελέητο σαρκασμό και ειρωνεία, αλλά και τρυφερότητα, με τρόπο σκληρό και βλάσφημο ακόμη, συνάμα πρωτότυπο και πολλές φορές ποιητικό (ο ίδιος είναι και ποιητής άλλωστε). Η ανάγνωση ρέει απολαυστικά και απρόσκοπτα, δεν θέλεις πραγματικά να τελειώσει κι ας φτάνει τις 500+ σελίδες στην ελληνική μετάφραση, βοηθάει σε αυτό και η ποιότητα της έκδοσης (ΠΟΛΙΣ γαρ), η δε μεταφράστρια (από τα γαλλικά πάντως) Ρούλα Γεωργακοπούλου έχει κάνει πολύ καλή δουλειά και στις απαραίτητες παραπομπές (κάποια λαθάκια που δεν αλλάζουν τη συνολική εκτίμηση εντοπίζονται στην αναφορά στον αριθμό π, την απειρία του οποίου η μεταφράστρια σπεύδει να ορίσει με ανύπαρκτη ακρίβεια ή στην αλλαγή φύλου της δημοσιογράφου Αντρέα Ρέπκε. Λεπτομέρειες όμως).
Κλείνοντας και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, μένεις με μια παράξενη αίσθηση ανολοκλήρωτου. Γιατί η ιστορία δεν τελειώνει στην σελίδα 547. Ούτε και η Ιστορία. Το "τι θα γίνει στο τέλος" δεν προσφέρει κανενός είδους κάθαρση ή λύτρωση. Γι' αυτό μένει και ένα άλλο κάπως δυσοίωνο συναίσθημα. Ναι, αν επισκεφτείς σήμερα τον χώρο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, όλα μπορεί να είναι όμορφα, συνήθως είσαι και σε χαλαρότητα διακοπών, ο ήλιος λαμπυρίζει, η φύση τριγύρω οργιάζει καταπράσινη και ειρηνική, παιδιά παίζουν χαρωπά, το Κακό μοιάζει μακρινό, σα να μη συνέβη ποτέ, σα να υπήρξε η νοσηρή εφεύρεση κάποιου συγγραφικού εγκέφαλου. Και ναι, γράφτηκε πολλή ποίηση μετά το Άουσβιτς. Όμως κατά βάθος το ψυχανεμίζεσαι, η ώρα του Κακού θα ξαναέρθει. Και η επόμενη φορά θα είναι διαφορετική, αδιανόητα διαφορετική, η ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται. Απλά συνεχίζεται. Όπως και η ζωή. Κάπως έτσι τελειώνει το βιβλίο... Με τη ζωή να συνεχίζεται...