Ελένη Λαδιά - Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι
Νουβέλα [Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006, 69 σελίδες]
Ομολογώ ότι άργησα να την ανακαλύψω. Κι αυτό το οφείλω σε μια φίλη δασκάλα στο Βερολίνο, η οποία βρήκε βιβλία της στη βιβλιοθήκη της πρεσβείας. Αρχικά αγόρασα το μυθιστόρημα "Τα άλση της Περσεφόνης" [Αρμός 1997], τη μελέτη "Τα Ψυχομαντεία και ο Υποχθόνιος Κόσμος των Ελλήνων" [Gema 2005] και τα "Εξ Αιγύπτου (Άγιοι των Κοπτών)". Τα πρώτα της διηγήματα, Παραστάσεις Κρατήρος, τα εξέδωσε το 1973. Αυτό που με προσέλκυσε καταρχήν ήταν η ποικιλία και η πολύπλευρη γραφή της: διηγήματα, ποίηση, δοκίμια, μελέτες, μυθιστορήματα, αφηγήματα, ταξιδιωτικά, συναξάρια, κριτική και μεταφράσεις [Ορφικοί και Ομηρικοί Ύμνοι, Νέκυια (λ' της Οδύσσειας)].
Διαβάζοντας εξεπλάγην πολλάκις. Πρώτον από το εύρος και τον πλούτο των γνώσεών της, όσον αφορά τη μελέτη του αρχαίου κόσμου και δη του κάτω. Ένοιωσα αδαής και πάμφτωχος ότι ουδέν οίδα. Τα "Ψυχομαντεία" της και η "Ευγονία και άλλα τινά" του Θάνου Μούρραη-Βελλούδιου [Άγρα 1991] μ' έκαναν να νοιώσω ηλίθιος. Τα θρησκευτικά του σχολείου μάς πιπιλάνε το κεφάλι με αηδίες. Εδώ φαίνεται ολοκάθαρα ότι πρώτα αντέγραψαν και σφετερίστηκαν τα μυστήρια, τα έθιμα και τα σύμβολα των πολυθεϊστών, κι έπειτα τους κατεδίωξαν ως ειδωλολάτρες με μανία ενίοτε χειρότερη απ' αυτήν των δικών τους διωγμών. Έσπευσαν να γκρεμίσουν τους ναούς τους [καταστρέφοντας και κατακαίγοντας κληρονομιές] για να αφανίσουν τα ίχνη της δικής τους κλοπής. Προσπάθησαν να "μεταποιήσουν" ακόμη και συγγράμματα με τις περίφημες "αντιγραφές" των μοναχών, λέγοντάς μας ότι τα "διέσωσαν" κιόλας.
Βέβαια, πολλές από τις συνήθειες αυτές ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες στην καθημερινή ζωή και πράξη που επιβίωσαν παραλλαγμένες σε πείσμα των δογμάτων. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει η εκκλησία ήταν να τις αποδεχθεί και να τις υποβιβάσει ως παγανιστικές [ραγκουτσάρια, μπούλες, μπουρανί, φαλλικές γιορτές, το σπάσιμο του ροδιού] ή να τις αναβιβάσει ως υποκινούμενες από τη θεία δύναμη [αναστενάρια, η ανάσταση του καλόγερου, βάβω] ή ως ιδιότητες των αγίων [φωτιές του Αϊ-Γιάννη, Ιερογαμία, Λόγος, πελαργός], χωρίς να μας έχει πει ποτέ πώς τις "κληρονόμησαν". Σαν από θαύμα, όπως περίπου οι αρχαίες ιερές πηγές έγιναν νάματα και αγιάσματα. Για παράδειγμα τα σταμνιά που σπάνε τη Μεγάλη Παρασκευή στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα. Οι αρχαίοι μετά τις νεκρικές χοές έσπαγαν τα αγγεία επί τόπου.
Μια δεύτερη έκπληξη, ύφους και τρόπου υπέρβασης της συμβατικής γραφής, αφορά τη χαρακτηριστική ευχέρειά της ν' αλλάζει πρόσωπα μέσα στο ίδιο κείμενο. Άλλοτε να είναι άνδρας, άλλοτε δυο και τρεις γυναίκες ή και ζευγάρι άνδρα-γυναίκας. Σε πρώτο, δεύτερο ή και τρίτο πρόσωπο. Αυτή η στάση, η θέση και η προσέγγιση μέσω ιδιόρρυθμων μετενσαρκώσεων ξενίζει κάπως στην αρχή. Δεν έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες ετεροπροσωπίες στο αυτό έργο. Δυσκολευόμαστε να παρακολουθήσουμε την παράλληλη εξέλιξη και τις μεταπτώσεις από τη μια ιστορική εποχή στην άλλη, γιατί όρια και μεταλλαγές διαχέονται αριστουργηματικά σε έναν κυκεώνα συνειρμών και σκέψεων. Είμαστε πολλά πρόσωπα, από προηγούμενες ζωές ίσως, συχνά αντιφατικά και αντικρουόμενα, ένα χαρμάνι αντιθέσεων είναι ο χαρακτήρας μας.
Επί παραδείγματι στην παρούσα νουβέλα. "Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι" είναι η Αλεξάνδρεια, μια προσωποποίηση της ναυτικής δύναμης και της σπουδαιότητάς της ως λιμάνι. Η αφηγήτρια φτάνει σε παρόντα χρόνο. Για να "θυμηθεί" μια παλιά της αγάπη; Διαμένει εκεί που εργαζόταν κάποτε ο ποιητής κι επισκέπτεται το σπίτι του που είναι πια μουσείο. Ενώ περιπλανιέται, μεταφέρεται σε δυο άλλες εποχές, μια ελληνιστική και μια πρωτοχριστιανική, όπως κι ο ποιητής εξάλλου. Αυτό δεν σημαίνει πως μένει καρφωμένη σ' αυτήν την πόλη. Οι κάτοικοί της εκπροσωπούν διάφορους πολιτισμούς [Κεφαλονιά, Λιβύη, Μακεδονία, Αθήνα, Ρόδο] κι όλοι αυτοί συγκροτούν μια διαχρονική παγκοσμιο-ποίηση. Σαν αυτή του ποιητή που έφτασε στα πέρατα του κόσμου με την τέχνη του επειδή αισθανόταν να τον αγκαλιάζει ασφυκτικά η πόλη.
Τρίτη έκπληξη, η υστεροφημία της απώλειας. Κάθε γυναίκα βλέπει το πρόσωπο του πρώην αγαπημένου της ως "απολίθωμα", μας εξομολογείται η πολύσαρκος αναπολούσα. Η εικόνα του προσώπου αυτού "παγώνει" στο χρόνο, πετρώνει σα μια φωτογραφία που δείχνει πάντα νέα [έστω και κιτρινισμένη], ενώ το υποκείμενο έχει πια φθαρεί, γεράσει ή εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Τότε είναι που αποκτά μια νέα υποκόσμια σημασία και μια σπουδαιότητα ως μνήμη ζωντανή. Ουσιαστικά ο εκλιπών δεν έχει φύγει γιατί η ανάμνησή του ανασταίνεται και κυριαρχεί. Επιστρέφει από τους νεκρούς ως πνεύμα κάποτε-κάποτε, ζει ανάμεσα στις σκέψεις των ζωντανών και θωπεύει τη μοναξιά τους.
Εκτός της εσωτερικής ποίησης, υφέρπει και μια θετική λεξιλαγνική νοσταλγία. Μια κεραμίδα έκπληξη διπλή. Το έλλειμμα παιδείας εκφράζεται ως παράπονο κι ως έλλειμμα πολιτισμού. "Τότε στην πόλη όλοι μιλούσαν την γλώσσα μου, αυτόχθονες και επήλυδες. Αχ, που είσαι παντοκρατόρισσα λαλιά μου; Ποιοι σε πελέκησαν έτσι τώρα; Μην μου παίρνετε τον άρτον από το τραπέζι. Θέλω και τον άρτον και το ψωμί. Θέλω το ύδωρ και το νερό, τον οίκο και το σπίτι... Όλα τα θέλω, όλες τις ελληνικές μου λέξεις σ' όλες τις μεταμορφώσεις τους, να τις μαζέψω όλες σαν ψήγματα χρυσού, να μην χαθεί καμία". Όπως μια μάνα συμπονά ένα ξένο παιδί γιατί σκέφτεται το δικό της στη θέση του. Όπως ένας πατριώτης συμμερίζεται ένα μετανάστη νοώντας την ξένη πατρίδα ως δική του. Όπως ένα ανήσυχο σκεπτόμενο πνεύμα το οποίο εμφορείται από διαχρονικές αξίες.
Η τελευταία παρατήρηση αφορά στη σαγηνευτική περιδίνηση και τη στρέβλωση του χωροχρόνου. Ο χώρος, η πόλη, θα γίνει "ένυλο φάντασμα". Θα μας ακολουθεί πια όπου κι αν επιστρέψουμε. Ο χρόνος τραβάει τη σπειροειδή ανελικτική του πορεία. Νομίζουμε πως κάνει κύκλους. Κι όμως, η διαδρομή μάς κάνει σοφότερους, μας φέρνει μια κάτοψη του ίδιου γεγονότος από τη θέση της επάνω σπείρας του χρόνου. Η φράση κι ολόκληρη η παράγραφος επαναλαμβάνεται, αλλά το βλέμμα έχει πια αλλάξει οπτική γωνία μέσα στην ίδια σελίδα. Η θεωρία μοντάζ του Άϊζενστάιν και η κατάταξη γλωσσών κατά Τσόμσκι επαληθεύονται και αποθεώνονται για την ευαισθησία και την ευπάθειά τους στα συμφραζόμενα.
Σασπένς, fantasy, παλπ, πλοκή, διαχυτικοί σύνδεσμοι και εκτροπές. Πάνω απ' όλα, όμως, ένα βιβλίο πρέπει να δίνει ερεθίσματα. Όχι να καθοδηγεί ούτε και να ηθικολογεί. Να ανοίγει νέους ορίζοντες και να σπρώχνει τους κολυμβητές στα βαθιά. Γιατί η ζωή είναι μια περιπέτεια στην οποία είσαι αναγκασμένος να κολυμπήσεις, ειδαλλιώς ή θα επιπλεύσεις ή θα πνιγείς.