Ραντεβού Στο Κύτταρο
Ένα βιβλίο που ιχνηλατεί δίσκο τον δίσκο τα καθοριστικά χρόνια της ελληνικής ποπ και ροκ μουσικής. Και μια επανέκδοση που έχει πολλά νέα και σημαντικά να κομίσει. Διάβασαν και γράφουν οι Αναστάσιος Μπαμπατζιάς και Άρης Καραμπεάζης
Ο Φώντας Τρούσας γράφει για μουσική. Τα κείμενα του τα διαβάζω πάνω από 25 χρόνια. Ήμουν φανατικός αναγνώστης του περιοδικού Jazz & Τζαζ στο οποίο ήταν αρχισυντάκτης και κυριολεκτικά το ξεκοκκάλιζα. Μιλάμε για σπουδαίο περιοδικό που διεύρυνε τα αισθητικά όρια των μουσικόφιλων και είναι πλήγμα το γεγονός ότι δεν υπάρχει πια.
Ο Φώντας Τρούσας λοιπόν είναι από αυτούς που το εννοούν και παίρνουν αυτό που κάνουν πολύ στα σοβαρά. Μελετάει και ψάχνει στα άπατα, στα μικρά ξεχασμένα συρτάρια της ιστορίας της μουσικής αλλά και της ιστορίας που δεν έχει γραφτεί ακόμα, όχι από καπρίτσιο αλλά γιατί πιστεύει ότι μόνο έτσι μπορεί σωστά να παραδοθεί στον κόσμο κάτι που θα έχει μια ουσία και έναν λόγο ύπαρξης. Κάτι που θα είναι λειτουργικό και χρήσιμο.
Το βιβλίο του «Ραντεβού στο Κύτταρο», και με την δεύτερη αναθεωρημένη έκδοσή του με την οποία ασχολούμαστε εδώ (η πρώτη είναι από το 1996), είναι βεβαίως το αποτέλεσμα μιας τέτοιας βαθιάς μελέτης και ψαξίματος. Το θέμα του βέβαια είναι συγκεκριμένο. Είναι ένα ιστορικό της δισκογραφίας του ελληνικού ροκ από τα 60s μέχρι τα 80s. Μέσα από μια χρονολογική διαδρομή μας αποκαλύπτεται η ουσία αυτού του καλλιτεχνικού φαινομένου. Και τολμώ να πω ότι πριν από αυτό το βιβλίο αλλά και μετά από αυτό για τους πολλούς που δεν γνώριζαν καν την ύπαρξή του, η έννοια ελληνικό ροκ ήταν κάπως ασαφής ή και παρεξηγημένη. Όλοι βέβαια γνωρίζαμε κάποιους καλλιτέχνες και συγκροτήματα αλλά εδώ αναπτύσσεται αυτή η σκηνή πλήρως, σε όλο της το εύρος και με τις ιδιόμορφες απολήξεις της (απολήξεις που μπορεί μερικές φορές να ξεφεύγουν από το ροκ, αλλά εν τούτοις με κάποιο τρόπο σχετίζονται με αυτό). Και με την σωστή και όσο το δυνατόν αντικειμενική αξιολόγηση της.
Μια από τις σοβαρές παρεξηγήσεις, ειδικά εδώ στην Ελλάδα, είναι η πεποίθηση ότι το ροκ είναι μια μουσική του περιθωρίου που δεν σχετίζεται με την κοινωνία παρά μόνο μέσω της αντίθεσής της με αυτήν. Μια μουσική «μάγκικη», «άγρια», που ακούν μόνο οι επαναστατημένοι νεολαίοι (και πρώην τέτοιοι) και που μπορεί να είναι και ναρκομανείς ή και παραβατικοί. Δυστυχώς βοήθησαν και κάποιοι από τους μουσικούς του ροκ να διαμορφωθεί αυτή η ιδέα. Όμως ο Τρούσας μας βοηθά να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Το ροκ καταρχήν είναι μουσική. Και πέρα από οποιαδήποτε άλλη διάσταση ή λειτουργία μπορεί να έχει, το αντιλαμβανόμαστε πρώτα και κυρίως ως μουσική. Το αξιολογούμε σε σχέση με την αισθητική του αξία και τη λειτουργικότητά του ως καλλιτεχνικό προϊόν. Βεβαίως το πως μπορεί να εκφράσει, ως λαϊκή κατά βάσιν τέχνη που είναι, τους προβληματισμούς μιας κοινωνίας έχει μεγάλη σημασία, αλλά αν δεν επιτυγχάνεται το δημιουργικό-αισθητικό μέρος δεν μπορεί να εκφραστεί τίποτα σωστά στην τέχνη. Το ροκ μπορεί να περιέχει πολλά. Να αντλεί από παντού όπως και κάθε τέχνη. Και να έχει πολλές μορφές. Το έβδομο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Ορισμένα συμπεράσματα» είναι τρομερά ενδιαφέρον μιας και αναποδογυρίζει διάφορες «ροκ» αντιλήψεις με στιβαρά επιχειρήματα.
Ένα βιβλίο σαν κι αυτό θα ήταν αποτυχημένο αν δεν αποκάλυπτε το ξεχωριστό στοιχείο της εντοπιότητας, μιας και μιλάμε για ‘ελληνικό ροκ’. Το διαφορετικό που φέρει το ελληνικό ροκ δηλαδή. Αυτό που το καθιστά ελληνικό πέρα από το γεγονός ότι έχει φτιαχτεί από Έλληνες. Γιατί ναι μεν το ροκ είναι μια παγκόσμια κατάσταση (σχεδόν όλες οι χώρες του κόσμου μπήκαν στο κόλπο) αλλά αν κάθε τόπος δεν έχει να προτείνει κάτι ειδικό που δεν γίνεται πουθενά αλλού, μέσα στα ροκ πλαίσια, δεν έχει νόημα να συζητάμε για αυτό μιας και θα είναι σκέτο copy-paste από την πηγή. Παρατηρούμε στις «παραδοσιακές», στις εθνικές μουσικές αν θέλετε, ότι αυτές αλλάζουν όχι απλώς από χώρα σε χώρα αλλά από πόλη σε πόλη. Γιατί λοιπόν να είναι τα πράγματα διαφορετικά στο ροκ;
Έχει λοιπόν σημασία σε μια τέτοια μελέτη να μην μένει κανείς στα γνωστά και σίγουρα. Να πηγαίνει και πιο πέρα, να το τραβάει το σκοινί ψάχνοντας να βρει το ροκ στα πιο παράξενα και απρόβλεπτα μέρη. Και κάπως έτσι το ελληνικό ροκ ο Τρούσας δεν το βλέπει ας πούμε μόνο στον Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος είναι ο κατεξοχήν γνήσιος δημιουργός του ροκ από την Ελλάδα, αλλά και στον Πάνο Σαββόπουλο. Το βλέπει και στον Aris San. Το βλέπει ακόμα και στον Κώστα Χατζή. Μην εκπλήσσεστε γιατί στο άλμπουμ του Χατζή «Ουαί!» υπάρχουν τραγούδια με εντελώς ροκ ενορχήστρωση (και δεν είναι ροκ μόνο γι’ αυτό). Το βλέπει και στον Κώστα Σούκα ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για το ροκ, απλώς το… κάνει, παίζοντας τα «δικά» του με ηλεκτρική κιθάρα και τρώνε σκόνη οι μισοί ροκ κιθαρίστες της ιστορίας. Για να μην πω περισσότεροι.
Φυσικά η εξερεύνηση προχωράει και στις ιδιαιτερότητες, στα one of a kind περίεργα άλμπουμ, από τον ναΐφ Κουκουτάρα μέχρι «Τα Tέσσερα Eπίπεδα της ;Yπαρξης» και τους Gazuama Sinchartchas. Αυτά τα δύο τελευταία σχήματα είναι από τα πιο avant πράγματα που έγιναν στην Ελλάδα με βάση το ροκ. Δηλαδή ακόμα τους κυνηγάνε οι επίδοξοι αλλά που να τους φτάσουν.
Όλοι οι παραπάνω, όντας ειλικρινείς καλλιτέχνες παίζουν ένα ροκ που είναι ελληνικό γιατί αφήνουν τις ιδιοσυγκρασίες τους και τις εμπειρίες τους να ποτίσουν την τέχνη τους. Δεν αντιγράφουν αυτό που άκουσαν απέξω, κάνουν τα δικά τους χρησιμοποιώντας τους ροκ τρόπους, φόρμες, δρόμους και όργανα.
Ένα από τα επίσης πολύ σημαντικά και ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου είναι το «Έλληνες και ελληνικής καταγωγής μουσικοί στο εξωτερικό. Εννέα περιπτώσεις». Μάλιστα αυτό είναι νέα προσθήκη, υπάρχει δηλαδή μόνο στην παρούσα δεύτερη έκδοση. Και αυτοί που αναφέρονται εδώ, όπως ο Demetrio Stratos ή ο Ted Alevizos, έκαναν κάτι διαφορετικό, ζώντας σε ένα άλλο περιβάλλον και έχοντας άλλες εμπειρίες και καταβολές, συγκρατώντας όμως μνήμες ελληνικές. Και διέπρεψαν.
Αν οποιοσδήποτε θέλει να μάθει και να καταλάβει λοιπόν τι εστί ελληνικό ροκ, πέρα από τις όποιες αγκυλώσεις, δεν έχει παρά να διαβάσει αυτό το σημαντικό βιβλίο το οποίο λειτουργεί ως ο καλύτερος οδηγός. Και τώρα που μπορούμε εύκολα να ακούμε άμεσα για οτιδήποτε διαβάζουμε, είναι ακόμα πιο λειτουργικό. Ένα βιβλίο με λόγο ύπαρξης.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Το πρώτο (μέχρι στιγμής, καθώς μας πληροφορεί κι ο ίδιος) βιβλίο του εξαίρετου μουσικογραφιά/κριτικού και δισκοαποτιμητή (θα εξηγήσω παρακάτω) Φώντα Τρούσα έρχεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (περίοδος συγγραφής 1992-1995, κυκλοφορία πρώτης έκδοσης από τις εκδόσεις Δελφίνι 1996) και παρότι εκ των πραγμάτων λίγοι ήταν αυτοί που το είχαν στα χέρια τους όλα αυτά τα χρόνια (στα δικά μου έπεσε τυχαία πριν 7-8 χρόνια περίπου, ως ευγενική προσφορά φίλου που το βρήκε ξεχασμένο σε κάποιο επαρχιακό βιβλιοπωλείο), εν τούτοις πολλοί μιλούσαν για αυτό και γύρω από αυτό και ακόμη περισσότεροι ζητούσαν (και από τον ίδιο) να επανεκδοθεί.
Στο παραπάνω συνετέλεσε ασφαλώς και η εξαντλητική εργασία (διότι περί τέτοιας πρόκειται, ανεξαρτήτως του αν αμείβεται ή όχι και πόσο αμείβεται όταν αμείβεται) – έρευνα που διεξάγει άκοπα ο Τρούσας κύρια στο προσωπικό του blog, ως διάδοχη τελικά κατάσταση (καθώς για κάποια χρόνια συνυπήρξαν) μίας από τις πλέον ενδιαφέρουσες και πολυετείς μόνιμες στήλες του περιοδικού Jazz & Τζαζ, του οποίου άλλωστε διετέλεσε και αρχισυντάκτης ο εδώ συγγραφέας, για πολλά χρόνια, μέχρι το οριστικό κλείσιμο του το 2013. Και ενώ πλέον η εργασία αυτή συνεχίζεται και στην Lifo.
Όλα αυτά βέβαια, και όπως ακριβώς πρέπει άλλωστε, έγιναν και γίνονται όχι πάντοτε χωρίς αντιρρήσεις, αντιδράσεις, ενίοτε και διαμάχες που αν δεν υπερέβησαν, τότε σίγουρα άγγιξαν ορισμένες φορές τα όρια των ύβρεων, αλλά και της σαχλαμαρολογίας από συγκεκριμένες πλευρές. Χαρακτηριστική η περίπτωση δήθεν κριτικής προσέγγισης της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, η οποία απασχολείται μόνον με την πρώτη σελίδα αυτού (!!!) για να εντοπίσει ‘σε κάθε γραμμή ένα λάθος’ και μάλιστα λάθη τέτοια που ‘κακοποιούν την ελληνική ροκ ιστορία’ και συνεπώς να αφορίσει και το βιβλίο και τον συγγραφέα του (αφορισμός τίτλος τιμής εν προκειμένω, τύπου Καντιώτης- Αγγελόπουλος). Ωραία και γραφικά όλα αυτά, ειδικά καθ’ ο μέρος προέρχονται από ανθρώπους που δεν ξέρουν καν γραφή, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μας απασχολήσουν περαιτέρω εδώ, νομίζω ότι δώσαμε επαρκώς την γενική εικόνα, πάμε τώρα στην ειδική.
Στην δεύτερη αυτή έκδοση του λοιπόν, το βιβλίο του Τρούσα μετράει σχεδόν διπλάσιες σελίδες (αύξηση ύλης κατά 75% για την ακρίβεια), χωρίς όμως (και ορθά κατά την άποψη μου) να επεκτείνεται το αντικείμενο του χρονικά.
Αυτό σημαίνει πως το βιβλίο, ακόμη και με την υπέρβαση του αρχικού συμβατικού του αντικειμένου με την προσθήκη νέων κεφαλαίων, οριοθετείται χρονικά πάντοτε μεταξύ των ετών 1965 έως 1982. Δηλαδή, παραμένει (και αυτό καλό είναι να μην το ξεχνάμε διαβάζοντας το), και παρά το υπερενισχυτικό ρετουσάρισμα του, ένα βιβλίο που όχι απλώς αναφέρεται στο παρελθόν, αλλά και ανήκει στο παρελθόν. Επαναλαμβάνω όμως η απόφαση να μην αναθεωρηθεί το βιβλίο με βάση το παρόν (το μέλλον δηλαδή της περιόδου κατά την οποία το πρώτον γράφτηκε) είναι σωστή.
Δεν θεωρώ ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι πέραν τούτου, και να μιλάμε για το ίδιο βιβλίο. Το να αποτυπωθούν (ειδικά με τον τρόπο που το κάνει ο Τρούσας) τα δισκογραφικά συμβάντα του ελληνικού ροκ από το 1982 έως σήμερα, θα ήθελε ασφαλώς όχι ένα, αλλά τουλάχιστον τέσσερα-πέντε βιβλία ακόμη, λαμβανομένου υπόψη ότι σε αυτά τα υπόλοιπα σαράντα δύο χρόνια, όχι μόνο δεν υπάρχουν πρακτικά ‘νεκρές’ δισκογραφικά χρονιές, όπως αυτές που εντοπίζει ο Τρούσας στην μελέτη του, αλλά η ελληνική ροκ δισκογραφία είναι έως και μη διαχειρίσιμη, για αυτόν που θέλει να την αποτυπώσει με τον τρόπο που το κάνει εδώ (και όχι απλώς και μόνο να την καταγράψει, παρότι ο ίδιος επισημαίνει ότι η καταγραφή είναι το ήμισυ του παντός). Βέβαια, εδώ είναι το ελληνικό ροκ και αυτών των ετών, εδώ και η δισκογραφία του, και όποιος θέλει μπορεί να το πράξει (δεν θα πω τολμήσει, δεν είναι θέμα τόλμης).
Τι δεν μου αρέσει στην νέα έκδοση του βιβλίου; Ξεκάθαρα το νέο εξώφυλλο ή ακριβέστερα η απόφαση για νέο εξώφυλλο. Ή μάλλον και το ίδιο το εξώφυλλο. Κατανοώ και αποδέχομαι την ιστορική και σημειολογική του σύνδεση με το περιεχόμενο, αλλά και κύρια με τον τίτλο του βιβλίου, ως και την εποχή που καταγράφεται, αλλά θεωρώ ότι θα ήταν προτιμότερο η έκδοση να ακολουθήσει το λιτό, πλην περιγραφικό, εξώφυλλο που είχε αυτή των εκδόσεων Δελφίνι, ακόμη και για να δοθεί η ψευδαίσθηση σε όσους έψαχναν το βιβλίο όλα αυτά τα χρόνια ότι κρατάνε στα χέρια τους το ίδιο βιβλίο, και όχι τυχόν κάποιο άλλο. Σημειώνω βέβαια ότι σε ατόφια υποκειμενικό πλαίσιο δεν μου αρέσει καν το εξώφυλλο του ‘Ραντεβού στο Κύτταρο’, όπως και κανένα rock’n’roll εξώφυλλο με αισθητική κόμιξ (άντε, ΟΚ, αυτά των Hefner, μια χαρά ήταν).
Τα παραπάνω τα γράφω έχοντας επίγνωση του ότι ο ίδιος ο Τρούσας θεωρεί το νέο εξώφυλλο από τις πλέον σημαντικές προσθήκες της νέας έκδοσης του βιβλίου, αλλά όπως (σωστά) συνηθίζει να λέει και ο ίδιος ‘δεν έχουν πάντοτε δίκιο οι δημιουργοί στην κρίση τους επί του έργου τους’. Αν αυτή η παράγραφος ήταν στάτους στο facebook, σίγουρα κάποιος θα έκανε το σχόλιο ‘Επιτέλους, κάποιος έπρεπε να του το πει’, αλλά και στο τέλος της αμέσως προηγούμενης φράσης θα είχα βάλει ένα emoji χαμόγελου ή κάτι συναφές.
Κυκλοφορεί ας πούμε μία επετειακή έκδοση του ‘Monster’ LP των REM, στην οποία το χαρακτηριστικά πορτοκαλί-μαύρο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (συμπωματικά και η πρώτη έκδοση του βιβλίου του Τρούσα κινούνταν σε αυτή τη χρωματική αντίθεση, ποιος ξέρει ίσως και να ήταν γραφιστική τάση της εποχής!) έχει αντικατασταθεί με μπλε-μαύρη διχρωμία. Και εκεί προφανώς επιχειρείται να αποτυπωθεί εμφατικά ήδη από το εξώφυλλο η νέα μείξη του δίσκου, που πράγματι τον κάνει να ακούγεται έως διαφορετικός, αλλά προσωπικά δεν είμαι από αυτούς που αποφεύγουν την κάθε σύνδεση με το παρελθόν. (Κάπου ήθελα να το πω και αυτό με το ‘Monster’, και βρήκα εδώ την ευκαιρία)
Αυτά βέβαια ίσως και να είναι περί ορέξεως ζητήματα απλώς, άλλωστε προσωπικά κρατάω στη βιβλιοθήκη μου και τις δύο εκδόσεις, συνεπώς μάλλον αλυσιτελώς παραπονούμαι.
Από εκεί και πέρα, και στα πλέον σημαντικά, εξαρχής πρέπει να ξεκαθαριστεί το εξής: ο Τρούσας έγραψε και κυκλοφόρησε και στις δύο περιπτώσεις (και θεωρώ ακόμη πιο έντονα, μετά την τωρινή ‘αναθεώρηση’ των γραφομένων) ένα ροκ (και ποπ, ασφαλώς) βιβλίο και όχι μια ροκ εγκυκλοπαίδεια. Εξ ου και διάκειμαι θετικά στο ότι από το βιβλίο συνεχίζει να απουσιάζει ένα ευρετήριο ονομάτων. Το ‘Ραντεβού στο Κύτταρο’ είναι ένα βιβλίο χρήσιμο (ορθότερα, ένα βιβλίο απαραίτητο) και όχι ένα βιβλίο απλώς χρηστικό.
Και όταν αναφέρομαι σε ένα απαραίτητο ροκ βιβλίο, αναφέρομαι σε ένα βιβλίο που καταγράφει, αλλά και αφηγείται, σχεδόν διηγείται δηλαδή, σε πάνω από 360 πλέον σελίδες, το αφήγημα της ελληνικής ροκ και ποπ δισκογραφίας, στην χρονική περίοδο που αναφέραμε, με τρόπο, μεθοδολογία και στυλ γραφής, που καθιστούν δυνατό για τον αναγνώστη του το να το διαβάσει (και θα το διαβάσει θεωρώ) όπως οποιοδήποτε άλλο βιβλίο, και όχι απλώς να το κατέχει για να ανατρέχει σε αυτό εγκυκλοπαιδικά, συμπληρωματικά ή οτιδήποτε άλλο συναφές.
Και αν δεν διαβάζεται το ‘Ραντεβού Στο Κύτταρο’ όπως ένα μυθιστόρημα ή μια συλλογή διηγημάτων διακριτών μεν, που όμως συνδέονται με κάποιο τρόπο το προηγούμενο με το επόμενο, τότε σίγουρα διαβάζεται όπως ένα πολιτικό ή κοινωνιολογικό δοκιμιακού τύπου βιβλίου, που όμως δεν απευθύνεται σε ακαδημαϊκό (ή ακαδημαΐζον) κοινό.
Διαβάζεται ως ένα βιβλίο, που – ας το ξαναπούμε - δεν καταγράφει απλώς, αλλά διηγείται σχολαστικά, κριτικά (ασφαλώς), έγκυρα και καίρια την ιστορία της ελληνικής ποπ και ροκ μουσικής, γύρω από τον μόνο άξονα από τον οποίο μπορεί και πρέπει να την διηγηθεί κανείς. Δηλαδή την δισκογραφία, δηλαδή τους δίσκους. Καθώς, όπως έχουμε πει σε πολλές άλλες περιπτώσεις, οι δίσκοι είναι αυτοί που μένουν στο τέλος. Και αυτό δύσκολα πρόκειται να αλλάξει, παρά την εκάστοτε και την κάθε επόμενη κρίση της δισκογραφίας.
Η απόφαση του Τρούσα να ξεκινήσει να γράφει ‘όχι την ιστορία, αλλά την δισκογραφία του ελληνικού ροκ, έχοντας εφόδια τους δίσκους’, ισχυρισμός που τελικά ανατρέπεται εκ του αποτελέσματος από το ίδιο το βιβλίο, το οποίο μοιάζει να ‘εκδικείται’ τον συγγραφέα του τριάντα χρόνια μετά, καθώς αποτυπώνει τελικά την ιστορία μέσα από την δισκογραφία), είναι κρίσιμης σημασίας.
Και τούτο διότι ακολουθώντας το μονοπάτι που ανοίγουν, αλλά και κλείνουν, οι δίσκοι και οι κυκλοφορίες κάθε καλλιτέχνη, ο Τρούσας αποφεύγει την νούμερο ένα παγίδα του καθενός που ξυπνάει ένα πρωί (ενίοτε και περισσότερα πρωινά) και την βλέπει ‘ιστορικός του ελληνικού ροκ’, δηλαδή την κατασκευή ιστορίας, το να ‘ανακαλύπτει’ ιστορία, εκεί που δεν υπάρχει τίποτε, και εν τέλει το να παραδώσει ένα αφήγημα ροκ μυθιστορίας.
Το ‘Ραντεβού στο Κύτταρο’ είναι το ακριβώς αντίθετο όλων αυτών, και σε αυτό συμβάλλει ασφαλώς και η φύσει και θέσει αδιαφορία (ή/και αποστροφή) του συγγραφέα του για τις κάθε είδους ροκ μυθολογίες. Γεγονός που ο επιμελής αναγνώστης θα το εντοπίσει σε πλείστα όσα σημεία του βιβλίου.
«Οι Beatles εν τω μεταξύ τότε μπορεί να πουλούσαν πολύ και να ακούγονταν παντού, αλλά δεν ήταν εύκολο να επηρεαστείς από αυτούς στην πράξη, γιατί τα τραγούδια τους ήταν δύσκολα, δηλαδή ιδιοφυή. Τα παιξίματα τους στις κιθάρες, τα ακόρντα και η διαδοχή τους, οι μελωδίες και το φινίρισμα τους, οι ψαγμένες φωνητικές αρμονίες τους – όλα αυτά δεν ήταν εύκολο να αντιγραφούν. Οι Forminx πάντως ήταν η πιο μεγάλη εξαίρεση, εκείνα τα πρώιμα χρόνια….» (σελ. 18-19)
Δηλαδή, αυτό είναι το σημαντικό που έχει να γράψει και να επισημάνει κάποιος, που απασχολείται με το ελληνικό ροκ, την ποπ και την ιστορία τους, και όχι την τάδε ή την πέρα μικροπληροφορία σχετικά με το που συναντήθηκαν πρώτοι φορά τα μέλη των Forminx, που εμφανίστηκαν για 36η φορά, τι έφαγαν και με ποιον συναντήθηκαν πριν μπουν στο στούντιο κλπ. Αυτά τίποτε δεν μας λένε είτε για το ποιόν της μουσικής τους, είτε πολύ περισσότερο για την θέση της στο χρόνο και στη αλληλουχία της εγχώριας ποπ και ροκ ιστορίας. Και όποιος δεν έχει να πει και να θέσει κάτι τέτοιο, καλύτερα να μην γράφει ροκ βιβλία (οι τουλάχιστον 8/10 από όσους γράφουν δηλαδή πάνω-κάτω).
Τέτοια σημεία και επισημάνσεις υπάρχουν ουκ ολίγα σε όλη την έκταση του ‘Ραντεβού Στο Κύτταρο’ και έχω την αίσθηση (καθώς δεν έκατσα ασφαλώς να συγκρίνω σελίδα- σελίδα τις δύο εκδόσεις), ότι τα πλέον εύστοχα έρχονται ήδη από το κείμενο της πρώτης έκδοσης.
Αυτό δεν το θεωρώ παράδοξο, καθώς σε γενικές γραμμές δεν είμαι της άποψης ότι η περί του ροκ γραφή ή καλύτερα η περί του ροκ ικανότητα ορθής αντίληψης, βελτιώνεται απαραίτητα με τα χρόνια, τις εμπειρίες και την γνώση. Αυτή πάντοτε θεωρούσα ότι είτε την έχεις, είτε δεν την έχεις από τα πρώτα δέκα άλμπουμ που θα ακούσεις (κι αν έχουμε δει ‘βαριές δισκοθήκες’ μειωμένης ροκ αντίληψης). Αν σκεφτούμε ότι το ροκ είναι μια κατά βάση νεανική υπόθεση (ή τέλος πάντων ως τέτοια ξεκίνησε και τέτοια θα έπρεπε να είναι), θεωρώ την αντίληψη περί αυτού ενός 25άρη-30άρη ως a priori πιο εύστοχη από αυτή ενός 55άρη-60άρη, ακόμη και όταν τελικά αποτυγχάνει στη κρίση της για λόγους που αφορούν στην νεότητα.
Συνεπώς το να επισημαίνεται στο βιβλίο ότι το… θρυλικό ‘Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο’ του Σταύρου Ζώρα, «είναι ένα ωραίο τραγούδι, που αγαπήθηκε μεν και χορεύτηκε τότε πάρα πολύ, αλλά αυτό από μόνο του δεν λέει και κάτι» είναι μια πρώτης τάξεως ορθή αποτίμηση (που λέγαμε και στην αρχή) του τραγουδιού στις πραγματικές του διαστάσεις, που ούτε το απομυθοποιεί, αλλά ούτε και τεντώνει τον μύθο του μέχρι να σπάσει, και κανένα λόγος δεν υπάρχει να αναθεωρηθεί τριάντα χρόνια μετά, είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω.
Σωστή λοιπόν και η απόφαση του Τρούσα να μην αναθεωρήσει στην νέα έκδοση καμία από τις αξιολογικές του κρίσεις της πρώτης έκδοσης, έστω και για τις περιπτώσεις εκείνες που στο ενδιάμεσο διάστημα ‘έχει σήμερα άλλη γνώμη, χειρότερη ή καλύτερη από ότι προ τριαντακονταετίας’. Μακριά από εμάς ο ρεβιζιονισμός γενικώς θα έλεγα, όταν αυτός παίρνει την μορφή της βίαιης επέμβασης στην ιστορία. Δεν χρειάζεται να δώσουμε παραδείγματα τώρα.
Για συναφείς, μέσες-άκρες, λόγους με τους παραπάνω, δεν θα επιμείνω σε αυτήν εδώ την παρουσίαση του βιβλίου, στο αν ο αναγνώστης του ‘Ραντεβού Στο Κύτταρο’ θα βρει και θα μάθει μέσα από τις σελίδες του ‘σπάνια και άγνωστα’ ονόματα, θα έρθει σε πρώτη επαφή με ακούσματα, θα ανακαλύψει τέλος πάντων πράγματα που δεν θα βρει σε άλλες πηγές, έστω και υπό την προοπτική της μίας συγκεντρωτικής πηγής.
Το πρώτον επειδή έχουμε 2024, και αυτά τα πράγματα θεωρώ μικρή αξία έχουν πλέον (είχαν σίγουρα μεγάλη αξία όμως το 1995, και ξαναλέω ότι εδώ μιλάμε για ένα βιβλίο του 1995, συνεπώς έστω και εντός παρενθέσεως πρέπει να αποδώσουμε τα σχετικά εύσημα στον Τρούσα). Κυρίως όμως επειδή, ξαναλέω, το μείζον σε ένα μουσικό/ροκ βιβλίο, είναι να διαβάσει κάποιος έστω και 1-2 πράγματα που θα του ανοίξουν τους ορίζοντες ακόμη και σε σχέση με αυτό που (νομίζει ότι) ξέρει. Και εδώ θα διαβάσει σίγουρα πολλά περισσότερα από 1-2 τέτοια πράγματα.
Το βιβλίο έχει μία ακόμη ‘εσωτερική’ μεθοδολογία, η οποία όχι μόνον είναι άξια προσοχής, αλλά τελικά είναι και αυτή που υπογραμμίζει την κύρια στόχευση του. Η μεθοδολογία αυτή ενισχύεται στην παρούσα έκδοση κύρια από την προσθήκη του έκτου κεφαλαίου υπό τον τίτλο ‘Έλληνες και ελληνικής καταγωγής μουσική στο εξωτερικό’ εννέα περιπτώσεις’ και λιγότερο (θεωρώ) από την προσθήκη του πέμπτου κεφαλαίου υπό τον τίτλο ‘Ξένοι στην Ελλάδα’. Μπορείτε, πιστεύω, να κατανοήσετε τι εμπεριέχει κάθε κεφάλαιο, χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις.
Δεν ξέρω πως θα ακουστεί αυτό που θα γράψω τώρα, αλλά τα δύο αυτά κεφάλαια όπως και συνολικά η αναζήτηση του ελληνικού στοιχείου και της ελληνικότητας εν γένει στην ελληνική ροκ και ποπ δισκογραφία από τον Τρούσα σε όλο τον κυρίως κορμό του βιβλίου, ακόμη και εκεί που για πολλούς δεν υπάρχει (και που ίσως και να μην υπάρχει όντως κάποιες φορές), και πέραν από τις ενστάσεις και τις αντιδράσεις που αυτή προκαλεί, αν μη τι άλλο υποδεικνύει ότι και ο ίδιος ‘βασανίζεται’ από το ερώτημα, που ‘βασανίζει’ με την σειρά του αρκετούς από εμάς και εδώ στο MiC, περί του τι είναι τελικά ‘ελληνικό’ στο ‘ελληνικό ροκ’, ποια είναι αυτή η περιβόητη ελληνικότητα του, πότε είναι προτέρημα (και αν είναι ποτέ, τέτοιο) και πότε καταλήγει μειονέκτημα (εδώ είναι πιο εύκολη η απάντηση).
Κυρίως δε ποια είναι η διαφορετικότητα του ελληνικού ροκ από το κάθε άλλο ροκ. Καθώς υπάρχει αυτή η διαφορετικότητα, είναι αναμφισβήτητο. Όπως αναμφισβήτητο είναι βέβαια και το ότι υπάρχει ελληνικό ροκ (διότι πολλές σαχλαμάρες έχουμε διαβάσει και επ’ αυτού του ζητήματος).
Το ερώτημα αυτό λοιπόν, και οι δεκάδες, ακόμη και αντιφατικές μεταξύ τους παρότι τυχόν ίδιες, απαντήσεις του, δεν είναι διόλου αμελητέο. Είναι το μείζον ζήτημα, αν με ρωτάτε και εμένα με τη σειρά μου. Το θεωρώ δηλαδή ανόητο να απασχολούμαστε 50-60 χρόνια με τις διαφορές του αγγλικού από το αμερικάνικο ροκ, ενίοτε να εντρυφούμε στο ιταλικό ή και σε αυτό της Μποτσουάνας, και να θεωρούμε ως μπανάλ ζήτημα την αναζήτηση της ελληνικότητας στο ροκ που υπάρχει δίπλα μας και γύρω μας.
Εδώ λοιπόν, και για να το κλείνουμε σιγά σιγά για να διαβάσετε και το βιβλίο, εντοπίζεται η ειδοποιός και η διαφοροποιός αξία (sic/ ξέρετε σίγουρα ελληνικά εσείς εδώ;) του ‘Ραντεβού Στο Κύτταρο’.
Αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά του σε σχέση με τον όποιο ανταγωνισμό τριάντα χρόνια πριν, αυτή παραμένει και σήμερα. Στο τέλος της ανάγνωσης, ο επιμελής (ξαναλέμε) αναγνώστης ανεξάρτητα του αν θα διαβάσει και θα μάθει για 5-10 ονόματα παραπάνω, θα έχει κατά βεβαιότητα στα χέρια του κάποια από τα κλειδιά εκείνα που θα τον βοηθήσουν να δώσει την δική του απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα (αν τον απασχολούν βέβαια, αν όχι πάσο) και κυρίως στο ερώτημα αν το ελληνικό ροκ είναι περισσότερο ελληνικό από ότι ροκ ή το αντίστροφο.
Χωρίς δε να θέλω να κάνω… spoiler θα πω ότι η απάντηση στην οποία οδηγεί το βιβλίο του Τρούσα δεν είναι απαραίτητα αυτή στην οποία οδηγούν επί του ζητήματος οι απόψεις του Διονύση Σαββόπουλου επί του θέματος (τις οποίες ο Τρούσας και τις αναφέρει και τις σέβεται, και καλά κάνει δηλαδή). Είναι κάπως πιο στέρεα η θεώρηση του Τρούσα από αυτή του Σαββόπουλου (πράγμα όχι δύσκολο βέβαια).
Καλή ανάγνωση, σε ένα απαραίτητο ανάγνωσμα. Δεν είναι ευχή αυτό. Είναι το τελικό μου συμπέρασμα.
Άρης Καραμπεάζης