Φρανσουάζ Ξενάκη : Κοίτα πως έκλεισαν οι δρόμοι μας
Εκδόσεις Πατάκη. Μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου
Ο Ιάνης Ξενάκης γεννήθηκε στη Ρουμανία από Έλληνες γονείς, δέκα ετών ήρθε στην Ελλάδα και στον εμφύλιο τραυματίστηκε και έχασε το ένα του μάτι. Από το 1947 μέχρι το θάνατό του έζησε στο Παρίσι, πήρε μάλιστα και τη γαλλική υπηκοότητα. Πειραματίστηκε κάνοντας μουσική βασισμένη στα μαθηματικά και την αρχιτεκτονική και πάντα αναφέρεται ανάμεσα στους ξεχωριστούς πειραματιστές του προηγούμενου αιώνα.
«Όταν αρχίσει κανείς να μαθαίνει πως να ζει, είναι ήδη πολύ αργά». Ξαπλωμένη δίπλα του, του διαβάζω αυτή τη φράση. Συχνά διαβάζω μεγαλόφωνα κάτι που μου φαίνεται σημαντικό και, εξίσου συχνά, εκείνος απαντάει μ' ένα ειρωνικό «και λοιπόν;», που με αποθαρρύνει και μου θυμίζει πόσο ελλιπείς είναι οι γνώσεις μου. Αλλά τώρα, ενώ νόμιζα πως μισοκοιμόταν, μου απαντάει: «Ναι, και γι' αυτό δεν έχασα ποτέ τον καιρό μου μαθαίνοντας να ζω (αληθεύει αυτό), αλλά δούλεψα, δούλεψα μονάχα. Ο χρόνος ήταν μετρημένος, γι' αυτό έκανα την επιλογή μου...»
Δεκατέσσερα χρόνια πριν το θάνατό του, ο Ξενάκης χτυπήθηκε από μια αρρώστια που ποτέ δεν αποσαφηνίστηκε αν ήταν Αλτσχάιμερ ή γεροντική άνοια κι αυτό τον οδήγησε στο σημείο να μην αναγνωρίζει τους ανθρώπους του, να μη θυμάται ποιος είναι, να ακούει τη νεκρή μητέρα του να παίζει πιάνο, να ζητάει μάλιστα από τη γυναίκα του κατά τη διάρκεια μιας κρίσης του να γεμίσει το δωμάτιο νερό για να την... γεννήσει, να πέφτει σε κώματα που τον έκαναν μόνιμο επισκέπτη στα επείγοντα των νοσοκομείων. Δεκατέσσερα χρόνια ζωής με ένα σαλεμένο μυαλό, προσθέστε σ'αυτό και τον διαβήτη που επιβάρυνε την κατάσταση... Μια απίστευτα θλιβερή κατάληξη για ένα μεγάλο άνδρα που ποτέ δε βάδισε την πεπατημένη οδό...
Η, για μισό αιώνα σύντροφός του, Φρανσουάζ, περιγράφει σ'αυτό το βιβλίο της τη ζωή τους σ'αυτά τα φριχτά χρόνια, τον κόσμο που γνώρισε στα απαράδεκτα λαϊκά νοσοκομεία του Παρισιού (ήταν αρχή του Ξενάκη να επισκέπτεται μόνο τα δημόσια), τους γιατρούς ήρωες, τους επίορκους, τη μόνιμη αδιαφορία του για τις θεραπευτικές αγωγές, αλλά και τη δική της αδυναμία να τον σπρώξει προς το θάνατο (με λίγα γλυκά παραπάνω) όπως της είχε ζητήσει «όταν χάσει το μυαλό του».
Μας αποκαλύπτει και πλευρές του χαρακτήρα του, την αγάπη του για τους περιπάτους στα βουνά της Σαρδηνίας, τον έρωτά του με τη θάλασσα, την εργασιομανία του (δεκαοκτώ ώρες τη μέρα επί πενήντα χρόνια), την έλλειψη χιούμορ, τις ελάχιστες 'αταξίες' του.
Είναι μια πολύ συγκινητική αφήγηση από μια γυναίκα που αγάπησε πολύ έναν κακό-μοιρο άνδρα και που δε σταμάτησε να φροντίζει μέχρι την αποτέφρωσή του. Αυτός ήταν που την προέτρεψε να εκμεταλευτεί το συγγραφικό της ταλέντο, πράγμα που έκανε και αυτό είναι το 17ο βιβλίο της.
«Παλιά, πολύ παλιά, μου έλεγε: «Η επιθυμία, όσο δυνατή και να' ναι, δεν κρατάει για πάντα. Αργότερα, αργότερα, θα πρέπει να σε θαυμάζω, θα πρέπει να υπάρχεις, θα πρέπει να είμαι αλλιώτικα περήφανος για σένα. Και τότε θα σε αγαπώ καλύτερα, δυνατότερα, σε λίγο καιρό δε θα μου αρκεί το να με αναστατώνει το κορμί σου».