Geoff Dyer - Κι όμως, όμορφα... (ένα βιβλίο για την Τζαζ)
Μετάφραση: Δανάη Στεφάνου
Εκδόσεις Πάπυρος
Σελίδες 292
Σχεδόν είκοσι χρόνια από την πρώτη του δημοσίευση (το 1991), κυκλοφορεί η Ελληνική μετάφραση αυτού του βιβλίου που έχει ήδη αξιωθεί καλές κριτικές κι έχει πάρει το βραβείο Somerset Maugham. Στο "κι όμως, όμορφα...", ο Βρετανός συγγραφέας Geoff Dyer μας ξεναγεί στον κόσμο της τζαζ μ' ένα τρόπο που θυμίζει πολλά από τη δομή της συγκεκριμένης μουσικής.
Το κύριο χαρακτηριστικό του λόγου του Dyer είναι η ποιητικότητα, που πραγματώνεται με βασικό εργαλείο τις μεταφορές που συνοδεύουν σχεδόν κάθε περιγραφή του. Μεταφορές που "δένουν" επιτυχημένα με την ατμόσφαιρα που στήνει, χωρίς να βαραίνουν στιγμή το λόγο του, ο οποίος παραμένει κοφτός διατηρώντας την αίσθηση του σκοπού στην αφήγηση. Σαν ένα καλό σόλο της τζαζ, η ιστορία πατάει σε μια δράση (βασικό θέμα) για να συνεχίσει ν' αναπτύσσεται στις μεταφορές (αυτοσχεδιασμός). Μ' αυτόν τον τρόπο η αφήγησή του αποκτά τον ελκυστικά απόκοσμο χαρακτήρα της.
Οι Dyer μας διηγείται ιστορίες μεγάλων της τζαζ (Duke Ellington, Thelonious Monk, Bud Powell, Ben Webster, Charles Mingus κ.α.). Η ευκολία που δίνεται στους συγγραφείς όταν χρησιμοποιούν για ήρωες υπαρκτούς, διάσημους ανθρώπους είναι ότι από την πρώτη στιγμή που εγκαθίστανται στο χαρτί έχουν ήδη "αναπτυχθεί" όπως λέμε. Από εκείνη τη στιγμή όμως αρχίζουν και οι δυσκολίες: πώς να κάνεις ενδιαφέρον κάποιον που ήδη έχει περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο σαν κάποιος μεγαλύτερος απ' την ίδια τη ζωή; Ο Dyer λύνει το πρόβλημα με μαεστρία, φτιάχνοντας ένα βιβλίο που ακόμα κι ο υποθετικός αναγνώστης που δεν ξέρει καν τι σημαίνει η λέξη "τζαζ" θα μπορούσε να διαβάσει. Πώς το καταφέρνει; Αφήνοντας τη διήγησή του να πατά χαλαρά με το ένα πόδι σε πραγματικές ιστορίες κι αναφορές ενώ από την άλλη περιγράφει τη δικιά του αντίληψη για τους πραγματικούς ανθρώπους πίσω από τους ήρωες.
Κι επειδή προφανώς ο άνθρωπος έχει μπει τόσο πολύ μέσα σ' αυτόν τον κόσμο (σαν ακροατής), η ιδέα του για τους μουσικούς που περιγράφει έχει γιγαντωθεί όσο κι αυτοί οι ίδιοι. "Όχι όπως ήταν, μα όπως μου φαίνονται..." είναι η γραμμή της πρώτης σελίδας, που προηγείται της αφήγησης. Το ενδιαφέρον είναι ότι μετά την ανάγνωση του βιβλίου είσαι σίγουρος ότι αυτό που του "φαινόταν" του Dyer ήταν ακριβώς κι αυτό που ήταν στην πραγματικότητα - κι εδώ του αξίζουν συγχαρητήρια που από τέτοια μεγαθήρια κατάφερε κι έπλασε ανάγλυφους, τρισδιάστατους χαρακτήρες. Επίσης, αυτό που μας διηγείται, πολλές φορές συμπίπτει με αυτό που "φαινόταν" και στον υποψιασμένο αναγνώστη, έστω κι αν ποτέ πριν δεν το είχε καταλάβει μ' αυτόν τον τρόπο. Έτσι ο Dyer κατορθώνει να ορίσει μια παγκοσμιότητα της τζαζ κουλτούρας, που αφορά όλους τους οπαδούς της. Από την άλλη "ζουμάρει" συνεχώς στην άκρατη ατομικότητα των μεγάλων ανδρών της, που έτσι αντιπαρατίθεται στην βαθύτερη μοναξιά των ίδιων των ακροατών.
Η συγκεκριμένη μετακειμενικότητα και το παιχνίδι με τις αναφορές προσφέρει πολλά επίπεδα απόλαυσης στον αναγνώστη και ακροατή της τζαζ. Για το τέλος του βιβλίου, ο Dyer μας επιφυλάσσει ένα πολύ ενδιαφέρον και μεστό δοκίμιό του. Σ' αυτό εφαρμόζει μεθόδους λογοτεχνικής ανάλυσης του πασίγνωστου Harold Bloom στην τζαζ μουσική. Πέρα από την αξία του σαν τέτοιο, το συγκεκριμένο δοκίμιο θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν μια περιγραφή των λογοτεχνικών τρόπων που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο συγγραφέας, πλουτίζοντας ακόμα πιο πολύ τη διάδραση μεταξύ λόγου και μουσικής.
Όλα αυτά μη φανταστείτε ότι απαιτούν μια δύσκολη περιήγηση σ' ένα δύσβατο αναγνωστικό τοπίο. Το βιβλίο διαβάζεται χωρίς κόπο και σε υποβάλλει γρήγορα, βάζοντάς σε σε μια καπνισμένη ασπρόμαυρη ατμόσφαιρα (σαν τις φωτογραφίες που ενέπνευσαν τον Dyer). Η έλλειψη φανταχτερών χρωμάτων δε σημαίνει όμως ότι λείπουν οι λεπτές αποχρώσεις της αφήγησης - το αντίθετο. Σε κάθε πρόταση "ακούμε" συνεχώς τη μουσική των ηρώων, ενώ παράλληλα ζούμε τις περιπέτειες των μεγάλων ανδρών της τζαζ. Ερχόμαστε κατάμουτρα με το ρατσισμό που αντιμετώπιζαν, τους αυτοκαταστροφικούς, ακραίους εθισμούς τους, τη ζοφερή πραγματικότητα που λες και πήγε χέρι-χέρι με το μεγαλείο τους (όπως κι ο ίδιος ο Dyer ισχυρίζεται στο δοκίμιο του επιλόγου).
Μόνο η ιστορία για τον Chet (Baker) κάνει μια συγγραφική "κοιλιά" κι εκεί ακριβώς βλέπουμε και τα όρια του συγκεκριμένου στυλ, το οποίο δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους και σε όλα. Επίσης, σε άνω του ενός σημεία προκύπτουν συγχύσεις της οπτικής γωνίας αφήγησης οι οποίες δεν μπορώ να διακρίνω αν οφείλονται στην μετάφραση ή το πρωτότυπο. Εν τέλει, αυτά τα ολίγα "φάουλ" θα μπορούσαν να ιδωθούν σαν κάποια "σκρατς" σ' έναν παλιό δίσκο. Το τελικό αποτέλεσμα επιβάλλεται με την αρτιότητά του και κάνει το παρόν βιβλίο ένα "υποχρεωτικό" ανάγνωσμα σε όποιον ενδιαφέρεται για την τζαζ αλλά και όποιον ιντριγκάρει η διαλεκτική μεταξύ λογοτεχνίας και μουσικής. Στο δοκίμιό του ο Dyer εξηγεί γιατί δεν έχουν γραφτεί καλά πράγματα για την τζαζ, αναφερόμενος κυρίως στην κριτική. Σε επίπεδο λογοτεχνίας πάντως, το παρόν βιβλίο αντισταθμίζει κατά πολύ τη συγκεκριμένη έλλειψη.