Γιάννης Bach Σπυρόπουλος - Φλέρυ Νταντωνάκη
"Εγώ είμαι ένα σύννεφο..."
Ποιος θυμάται άραγε το περίεργο εκείνο τεύχος με τους καταραμένους βίους αγίων του Λεωνίδα Χρηστάκη; Μαύρο εξώφυλλο και δυο πατούσες πάνω σ' ένα τραπέζι νεκροτομείου. Στο ένα πόδι ένα καρτελάκι, προφανώς το όνομα ή το νούμερο του νεκρού. Και να που τώρα, τόσα χρόνια μετά, οι εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ αποφάσισαν να αρχίσουν μια ανάλογη σειρά [πλέον] με την προμετωπίδα "Βίοι Αγίων - Υπόγειες Διαδρομές". Βλέποντας την, θυμήθηκα τους "ανθρώπους του υπογείου", όπως αποκαλεί τους "περιθωριακούς" ο Ηλίας Πετρόπουλος, αλλά και τον πασίγνωστο στίχο από το λαϊκό του Σαββόπουλου και της Μπέλλου "Μ' αεροπλάνα και βαπόρια".
Τα τρία πρώτα βιβλία της σειράς πραγματεύονται τις ζωές του Μιχάλη Κατσαρού, του Γιώργου Ιωάννου και της τρελής Φλέρυς. Ο σχεδιασμός του εξώφυλλου δε μου άρεσε καθόλου, ένα κιτς συνονθύλευμα με ντεγκραντέ υπόβαθρο και κάτι χτυπητά γράμματα γυαλιστερά κι ανάγλυφα, αλλά δε δίστασα να τα πάρω μια και μ' ενδιέφερε σφόδρα το περιεχόμενο κι όχι η γραφίστρια. Το πρώτο μου φάνηκε πολύ ούφο, πιο ούφο κι απ' την εποχή και το πρόσωπο που περιγράφει. Ο συγγραφέας πρέπει να 'χε καβάντζα τίποτε χάπια LSD, τα οποία είχαν λήξει προ πολλού, και τα οποία φρόντισε να πάρει μονοκοπανιά πριν αρχίσει το γράψιμο.
Το δεύτερο πάλι, αυτό για τον Ιωάννου, μου φάνηκε πολύ συντηρητικό και συμβατικό. Κλασική δομή βιογραφικού, φοβία με τις λέξεις [είναι χαρακτηριστικό ότι η ομοφυλοφιλία αναφέρεται μόλις άπαξ και φυσικά όχι ως επιθετικός προσδιορισμός αλλά ως αφηρημένη έννοια], άργητα και κλωθογύρισμα χωρίς την ανάλογη αγωνία, κι όλα αυτά για να υποδηλωθεί ένας δουλοπρεπής σεβασμός στη μνήμη του νεκρού αδερφού. Δεν αμφισβητώ την αξία του προσώπου στο οποίο αναφέρεται, αυτός άλλωστε ήταν κι ο λόγος που το αγόρασα σχεδόν με κλειστά μάτια.
Στο τρίτο όμως, όπου ο Σπυρόπουλος Bach ξαναζεί τις περιπέτειές του με την "Τρελή του Φεγγαριού", έκανα στάση. Άρχισα να το διαβάζω με πολύ λαχτάρα κι αγωνία κι όσο προχώραγα τόσο ανέβαινε η ένταση, η έξαψη κι ο ενθουσιασμός μου. Η προσπάθεια του Γιάννη για ένα πολυγωνικό και άκρως συναισθηματικό αγκάλιασμα της πολυκύμαντης και πολυπρισματικής αυτής παιδίσκης του ελληνικού πενταγράμμου, μ' έκανε να ξαγρυπνήσω, να προσκυνήσω, να παραδοθώ, να αφεθώ, να ξεχαστώ και να ξαναφύγω μαζί του και μαζί της γι' άλλα μέρη - αυτά τα ίδια κι όμως όχι ακριβώς - ... τόσο μακριά, αλλά τόσο κοντά.
Τέτοια παραστατικότητα, ποιητική τε και πεζόδρομη, τέτοια ζωντάνια και φρεσκάδα, τέτοιον παλμό, τόση φόρτιση θετικότροπη, δεν ένοιωσα εδώ και πάρα πολύ καιρό, ούτε απ' ανθρώπους άλλους, ούτε από βιβλία, ούτε κι από καμιά ταινία τώρα πρόσφατα. Οι μουσικές τους κι οι φωνές τους, οι σιωπές τους, οι παύσεις κι οι μελαγχολικές του στιγμές, οι σκέψεις κι οι καημοί τους - όλα στον πληθυντικό αριθμό - μ' ακολουθούσαν και μ' ακολουθούν ακόμη. Κι ακόμη παραπέρα: μου στήνουν καρτέρι τώρα πια, μου κλείνουν το μάτι, με παίρνουν απ' το χεράκι, με βγάζουν απ' το σώμα μου και με πάνε, με πάνε, με πάνε...
Σε κάθε φράση ελλοχεύει και μια απογείωση. Σε κάθε παύση καιροφυλακτεί ένα ρίγος ανείπωτο. Από τη μια ζηλεύω κι αισθάνομαι λειψός που δεν ευτύχησα να τη δω ποτέ από κοντά να τραγουδά. Κι απ' την άλλη, χάρη στις εμψυχωμένες αναμνήσεις του παρτενέρ της, ανακαλύπτω μια προσωπικότητα που σφύζει κι ασφυκτιά, που παίζει με τη φαιδρότητα του κόσμου της και σκύβει ευλαβικά πάνω στα λιγοστά άξια λόγου και προσοχής πράγματα που απέμειναν. Λες και θέλει να τα διαφυλάξει, χάνεται από προσώπου γης όταν ασχολείται μ' αυτά. Λες και δεν υπάρχει αύριο! Πως το 'χε μυριστεί ότι δεν υπάρχει αύριο; Ποιος της το σφύριξε; Ποια κυρά της το ψιθύρισε;
Κι όταν οι γύρω την κάνουν να αισθάνεται δυνατή, όταν πρέπει να υπεραμυνθεί αυτών που κρέμονται απ' τα χείλη της, αυτών που την προσέχουν σαν κόρη μονάκριβη, τότε ξεπερνά τον εαυτό της έτσι αναπάντεχα, μεταμορφώνεται σε νύμφη και χτυπάει απαλά με το ραβδάκι της κι αλλάζει δια μαγείας τις γειτονιές του κόσμου, τους πιτσιρικάδες και τη μιζέρια, γίνεται ολόκληρη ένα χαμόγελο, μια συννεφούλα, ένας φάρος που αφήνει το απαλό του φως να πέσει μαλακά στα κεφάλια μας, σαν επιφοίτηση.
________
Μα το πράγμα που συνέβαινε εκεί μπροστά τους δεν ήταν το ίδιο ένα θαύμα γι' αυτούς;
________
Μια γυναίκα σα να έσκασε από την οθόνη του ουρανού, άρχισε να μιλάει με το αλφάβητο του μεγάλου απορρήτου σ' αυτούς, και σιγά σιγά να μεταμορφώνονται από ανθρωπόμορφα σχήματα σε έννοια.
[ηλέκτρα, 2005]