Γιάννης Παλαβός - αστείο
Η λέξη "αστείο" ήταν κάποτε ένα μάλλον ελαφρύ επίθετο: αστείος κόσμος, ένα αστείο κορίτσι, αστεϊσμοί, αστειότητες, αστειάκια. Μετά "το αστείο" του Κούντερα (1967) και τα "ηλίθια αστεία" των Στέρεο Νόβα (1992) με διαφορά 25 χρόνων, η λέξη ουσιαστικοποιήθηκε με κοσμική βαρύτητα. Η φρέσκια αυτή συλλογή διηγημάτων του "δικού" μας Γιάννη Παλαβού προχωρά ακόμη παραπέρα. Δεκαεφτά διηγήματα, από μισή μέχρι εννιάμιση σελίδες, περιγράφουν ιστορίες γήινες που αγγίζουν και ξεπερνούν να όρια αυτού του κόσμου. Που νταραβερίζονται με το μπορχεσιανό επέκεινα, τη μεταστατική φελινική ζωή, την αριστοτελική "μετά τα φυσικά" ύπαρξη.
Θα έλεγα ότι είναι μακάβρια αστείες ιστορίες, γλυκόπικρες παγερές τραγικωμικές, μα η προέκτασή τους στην άλλη διάσταση με εμποδίζει να είμαι απόλυτος. Η άλλη πλευρά είναι εξίσου γοητευτική γιατί η ζωή δε σταματά με το πέρασμα εκεί, απλά αλλάζει όρους και μορφή, γίνεται πιο ανάλαφρη και δεν προκαλεί εντέλει κανένα μα κανένα τρόμο η ιδέα της μετάβασης. Τα σύνορα των δύο κόσμων είναι σαν μια διηθητική μεμβράνη, ονειρικά ή ενορατικά ημιορατή, που δεν καταργεί την ώσμωση μεταξύ "ζωής" και "μεταθανάτου". Οι ιστορίες του Γιάννη κεντάνε τον δικό τους αραχνοΰφαντο ιστό πάνω σ' αυτήν τη μεμβράνη.
Τα πρώτα πρόσωπα του συγγραφέα είναι διαφορετικά και ετερώνυμα. Από έφηβο κοριτσάκι μέχρι γιαγιά, από αγόρι και φοιτητή μέχρι εργάτη και ρεμάλι και ξωμάχο ή ανάπηρο. Η σχέση του με τις ιστορίες όχι ετεροπρόσωπη, μα βιωματική και μεταπροσωπική. Ο αναγνώστης καταδύεται στην πραγματική τους φαντασία, (ταρά)ζει παράλληλες ζωές στο γενέθλιο Βελβεντό, στα χωράφια, στο συσκευαστήριο, στην Πελασγία, στα βοσκοτόπια, στις φιλμ νουάρ μεγαλουπόλεις της νύχτας, σε κάποιο διαμέρισμα... (διακτινί)ζωντας συναισθήματα.
Κι όπως όλα τα καλά "αστεία" έτσι κι εδώ, άποψη και εποχή μετέχουν σκεπτικά (σε) οπτικές γωνίες, λοξές και πλάγιες, κι ενώ πας να χαμογελάσεις το ίδιο δευτερόλεπτο το ξανασκέπτεσαι. Όπως αυτή η κλαυσίγελη τζοκόντα του εξώφυλλου, φιγούρα από την Κατοχή και τα βάσανα του Βελβεντού, έργο του σύγχρονου Θεόφιλου που λέγεται Τάκης Γιαννούσας.
[Νεφέλη 2012, 109σελ.]