Ο εξωτισμός στην ελληνική δισκογραφία - "Μαγικές ζωγραφιές" στις 78 στροφές
Μια μελέτη που πιάνει από τ' Αλγέρι και το Μπερούτι μέχρι την Χαβάη, με όχημα παλιά λαϊκά και ελαφρά δισκάκια. Του Αντώνη Ξαγά
«Μακριά σε ξένα μέρη κι κόσμος μη σε μέλει, ποτέ να μη σου καίγεται καρφί! Μες στην Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι, θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό.» Η μουσική ενός πρώιμου Τσιτσάνη, στο τραγούδι ο Στράτος Παγιουμτζής. Λέγεται ότι γράφτηκε όταν ο Τσιτσάνης ήταν ακόμη ‘καράβι αταξίδευτο’, μαθητής γυμνασίου στα Τρίκαλα στις αρχές των 30s, «το τραγουδούσαμε με την τάξη μου στην εκδρομή», είχε πει ο ίδιος. Την ίδια χρονιά θα αρρωστήσει από ελονοσία, θα μείνει και μετεξεταστέος σε τρία μαθήματα, μεταξύ των οποίων έχω βάσιμες ενδείξεις και στη… Γεωγραφία (εκτός κι αν προείδε τις επιπτώσεις μια μελλοντικής… αλλαγής).
Αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι που μου ήρθε στο νου βλέποντας τον τίτλο του βιβλίου αυτού, πριν καν το ανοίξω -κι όχι το… φαβορί του είδους που είναι φυσικά το «αραπίνες λάγνες ερωτιάρες», πάλι του Τσιτσάνη (που ένας φίλος το τραγουδούσε παλιά εις πείσμα της λογικής «αραπίνες… μαύρες ερωτιάρες».) Ο Τσιτσάνης λοιπόν ως εστέτ ταξιδευτής του καναπέος όπως εκείνος ο θλιβερός μελαγχολικός ήρωας του Huysmans στο «Ανάστροφα»; Η ανώτερη υπεροπτική ματιά του Δυτικού αποικιοκράτη όπως το είχε θέσει ο Σαΐντ; Το ξένο ως φυγή και διαφυγή για την λαϊκή τάξη που λιώνει στην βιοπάλη; «Μη ζητάτε εξηγήσεις. Είναι πετάγματα της φαντασίας. Τραγούδια που στην κυριολεξία τα έφτιαξα καθ’ όναρ και μετά σηκώθηκα και τα έγραψα», λέει σε μια συνέντευξή του το 1975.
Πάντως δεν ήταν ο μόνος που διεκδίκησε εν λευκώ ποιητική αδεία και δημιουργική αυθαιρεσία. Κάπως έτσι και το (εκ Κούβας) μάμπο μεταγράφηκε «στην Μπραζίλ», σε ετικέτα δίσκου εντοπίζουμε τον όρο «ανατολίτικο ταγκό» αποδιδόμενο στον Απόστολο Καλδάρα, το τραγούδι «Σκλάβες του μαχαραγιά» αυτοχαρακτηρίζεται «ισπανικό τραγούδι», ενώ στον θρυλικό σχεδόν… ψυχεδελικό «Αλλάχ» ο Νίκος Γούναρης πάει «Στο Μαρόκο στο Μπερούτι, πωπωπώ». Κάτω λοιπόν η γεωγραφία, η φαντασία στην εξουσία! Ή «η παράδοξη γεωγραφία του εξωτισμού», όπως τιτλοδοτείται κι ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του Γιώργου Ευαγγέλου;
«Ο εξωτισμός είναι μια παγκόσμια αισθητική σταθερά, μια κοινή γλώσσα της νέας εποχής που φέρει έντονα το αποτύπωμα του μοντερνισμού» σημειώνει ο Ευαγγέλου ο οποίος προφανώς ζητάει περαιτέρω… εξηγήσεις και αναζητά ερμηνείες. Για ένα πολιτισμικό αισθητικό (κι όχι μόνο) φαινόμενο το οποίο είναι λίαν ευρείας κλίμακας, σύνθετο και πολυπλόκαμο, με πολλές παραμέτρους και εντοπισμένες χωροχρονικές ιδιαιτερότητες. Κι αν την απαρχή του μπορούμε να την ανιχνεύσουμε –με μια λίγο διευρυμένη οπτική- γυρίζοντας πίσω μέχρι τον Ηρόδοτο, τον Ευριπίδη ή τον Τάκιτο, ιστορικά η έξαρσή του παρατηρείται την εποχή της αποικιοκρατίας και της ανάδυσης του εθνικισμού, με τους κατακτητές αλλά και τους πρώτους ‘ρομαντικούς’ περιηγητές (τότε δεν λέγαμε ακόμη τουρίστες) να ανοίγουν τα όρια του έως τότε στενού κόσμου και να δίνουν τροφή σε κάθε λογής όνειρα και φαντασιώσεις. Εστιάζοντας δε το βλέμμα στην καλλιτεχνική έκφραση αλλά και παραγωγή (με την καπιταλιστική σημασιοδότηση διόλου αμελητέα,) θα ισχυριζόμασταν βάσιμα ότι ο εξωτισμός υπήρξε το κύριο καύσιμο που κίνησε την μηχανή του 20ου αιώνα (και του 21ου κατ’ επέκταση), δημιουργώντας έναν «Ωκεανό του Ήχου», ο οποίος μεταφορικά και κυριολεκτικά (αναφερόμενοι φυσικά στο ομότιτλο βιβλίο του David Toop) ξεκινά την ημέρα που ο Debussy πρωτάκουσε μουσική της Ιάβας κατά την διάρκεια της Έκθεσης του Παρισιού το 1889, κι από εκείνη τη στιγμή κατά τον Toop «οι επιταχυνόμενες επικοινωνίες και οι πολιτισμικές αντιπαραθέσεις έγιναν το σημείο εστίασης της μουσικής έκφρασης».
Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα ο εξωτισμός έγινε κι αυτόνομο μουσικό είδος (άκου exotica), ενώ έλαβε και διάφορες εκφάνσεις, ενίοτε λίαν απρόβλεπτες. Έτσι δεν είναι μόνο η «μυστηριώδης Ανατολή» που δίνει τον τόνο (ας μην αρχίσουμε την παβλοφικά αντανακλαστική παράθεση εικονοποιίας με φελάχους, καμηλιέρηδες, χανούμισσες, μαχαραγιάδες, χαρέμια και οντάδες, εϊ γκιουλέ ολσούν), το γεωγραφικό φαντασιακό πεδίο ανοίγει, νομαδικό τσιγγάνικο πνεύμα τριγυρίζει τον κόσμο, από την «πέρα των Πυρηναίων ιπποτική χώρα» την Ισπανία περνά στην Λατινική Αμερική, κοιτώντας την ως αδιάσπαστη πολιτισμική ενότητα (καλή ώρα η Παραγουάη) διασχίζει τον Ειρηνικό μέχρι την Χαβάη (πολύ πριν φτάσει εκεί η Άλκηστις μετά του Θωμά της). Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι το φαινόμενο του εξωτισμού φέρει ισχυρό τοπικό-εθνικό πρόσημο και ιδιαιτερότητες, κάθε χώρα και κάθε εποχή έχει τον δικό της. Αναρίθμητα τα παραδείγματα, π.χ. έχουμε γράψει σε αυτές τις σελίδες για τον «ιαπωνισμό» στην Γαλλία), στην Γερμανία συναντάμε κι εκεί τον πολυνησιακό εξωτισμό, αλλά μαζί και τον «καουμπόικο» της Άγριας Δύσης, έναν ιδιότυπο ρωσικό (να τον πούμε οριενταλισμό;), αν και την κύρια θέση στο γερμανικό φαντασιακό καταλαμβάνει ο θερμός Νότος (ναι, και η Ελλάδα μέσα) με προεξάρχουσα βέβαια την Ιταλία (η οποία Ιταλία από την άλλη καταλαμβάνει χαμηλή θέση στον ελληνικό εξωτισμό, στην πολύτιμη βάση δεδομένων που έχει συγκροτήσει ο Ευαγγέλου σκαλίζοντας ξεχασμένα και σκονισμένα αρχεία τραγουδιών -πολλά από τα οποία είναι πια στοιχειά, δεν έχουν απομείνει παρά μόνο οι τίτλοι- εκεί λοιπόν εντοπίζουμε μόλις 6 σχετικές ηχογραφήσεις -σε 11 καταχωρήσεις, με κύρια εστίαση έμπνευσης μάλιστα την πρώην Γαληνότατη Βενετιά).
Το βιβλίο του Ευαγγέλου –που είναι ουσιαστικά η διδακτορική του διατριβή, πραγματοποιηθείσα στη Σχολή Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων- ορίζει από τον τίτλο ήδη την εστίαση και την πλαισίωσή του. «‘Μαγικές ζωγραφιές’ στις 78 στροφές», οπότε η αγκύλη ανοίγει στα τέλη του 19ου αιώνα για να κλείσει στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Όσες έχουμε περάσει από μια ανάλογη διαδικασία εκπόνησης (δεν κρύβεται τυχαία εδώ η λέξη ‘πόνος’) θα γνωρίζουν τι συνεπάγεται μια τέτοια εργασία, αλλά και ποιες είναι οι υποχρεώσεις μιας εξειδικευμένης μελέτης και οι αυστηρές απαιτήσεις της επιστημονικής προσέγγισης, ήτοι η ανάγκη της σαφούς οριοθέτησης του αντικειμένου, η λεπτομερής τεκμηρίωση της μεθοδολογίας, η απεύθυνση σε ένα συγκεκριμένο κοινό, η άκαμπτη άνευ χυμών και «μη-προβλεπόμενων» εκφράσεων πραγματιστική ακαδημαϊκή αργκό, η στατιστικοποίηση και (ενίοτε) λαγνεία των αριθμών, η αναπόφευκτη παλιλλογία και οι επαναλήψεις, η σχολαστική βιβλιογράφηση.
Μέσα σ’ αυτό το (συνήθως) ασφυκτικό πλαίσιο, η εργασία του Ευαγγέλου καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον της για μια αναγνώστρια εκτός της στενής πανεπιστημιακής κοινότητας (ειδικά εκείνης που την απασχολεί η χρονική εξέλιξη των μουσικών ρευμάτων και η αλληλεπίδρασή τους, πέραν και των εν προκειμένω πραγματευόμενων ειδών). Σε αυτό συμβάλλει τόσο η λαϊκότητα του θέματος (αν και αυτή είναι και μια παγίδα επίσης), το ευσύνοπτο της εργασίας αλλά κυρίως ο τρόπος προσέγγισης που διαθέτει και άποψη και γνώση αλλά και ανοιχτό πρωτότυπο πνεύμα (ας μην πιάσουμε εδώ την πονεμένη ιστορία των «ροκ» διδακτορικών) με μια ευρεία ματιά που αμφισβητεί προκατασκευασμένες παγιωμένες από την στερεότυπη επανάληψη ‘αλήθειες’. Χαρακτηριστικό τούτου, ο τρόπος που μελετά σε παραλληλία το λαϊκό και το ελαφρό τραγούδι, όπου ναι μεν «παραμένει η διάκριση των ειδών και κοινωνιολογικά και αισθητικά» (και ταξικά θα προσέθετα), αλλά «μια προσεκτική ματιά στις πηγές αναδεικνύει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ των δύο αυτών μουσικών μορφωμάτων». Επιπλέον δεν στέκει μόνο στην πιο εύκολη και προφανή εκφραστική συνιστώσα του εξωτισμού, την στιχουργική, αλλά μπαίνει (με τα εχέγγυα της ιδιότητας του και ως μουσικού) και σε μουσικολογική ανάλυση, διερευνώντας τους τρόπους και τους δρόμους και τις νότες και τις τεχνικές, επιλέγοντας ως case study βασικά το «οριεντάλ».
Μπαίνοντας σε αυτά τα χωράφια, είναι σχεδόν αδύνατο να μην μπει στην θεωρητική σκευή και ο Έντουαρντ Σαΐντ με τον περιβόητο «Οριενταλισμό» του, γραμμένο πίσω το 1978 αλλά πάντα επίκαιρο, που έδωσε γραμμή έκτοτε με την ερμηνεία της «μητέρας όλων των εξωτισμών» όχι μόνο (ή τόσο) ως μια εκλογίκευση της αποικιακής κυριαρχίας, αλλά και ως προαπαιτούμενό της. Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η ερμηνεία του Σαΐντ έχει κι αυτή τους περιορισμούς της, μοιραία μεν κι αναπόφευκτα μιας που εστιάζει σε ένα μέρος του φαινομένου, συνεπώς οφείλει να χρησιμοποιείται ως ένα εργαλείο και ουχί ως κατεστημένο ευαγγέλιο και δείκτης μονόδρομης σκέψης (όπως συμβαίνει συχνά στις μοδάτες εσχάτως «μετα-αποικιακές» μελέτες του… Δυτικού κόσμου). Ο Ευαγγέλου, έχοντας προφανώς επίγνωση τούτου, τον μνημονεύει ακριβώς ως «αφετηριακή ερμηνευτική πυξίδα», ωστόσο δεν μονοπωλεί την ανάλυσή του και σίγουρα δεν αποτελεί τον τερματικό της σταθμό.
Άλλωστε η ελληνική εκδοχή του οριενταλισμού ήταν λίαν ιδιάζουσα και με δικά διακριτά ειδοποιά στοιχεία. Την εποχή που ξεκινά η μελέτη, από την μία υπήρχε μια οικεία και βιωματική βάση, η πολιτειακή απόσχιση από την “καθ’ ημάς Ανατολή” δεν βρισκόταν παρά λίγες μόνο δεκαετίες πίσω. Από την άλλη ναι μεν μπορεί η Ελλάδα να μην είχε αποικίες όπως οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, ωστόσο ασκούσε τα χρόνια εκείνα όπου μπορούσε κυριαρχία α(ε)ποικιακού τύπου πολιτική ισχύος, ενώ συγχρόνως έγλειφε και τις πληγές από την ματαίωση των όποιων επεκτατικών ‘ανατολίτικων’ φιλοδοξιών της. Ταυτόχρονα, ήδη από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια είχαν σκαφτεί τα χαρακώματα της σύγκρουσης στα οποία η ανατολικότητα αντιπαρατίθεται με την δυτικότητα (πολύ πριν από τις διακηρύξεις «ανήκομεν εις την Δύσιν» του Καραμανλή του Α’), και ο ανατολίτικος εξωτισμός συγκρούεται (αλλά και ανατροφοδοτείται διαλεκτικά) με έναν αντίστοιχο ‘δυτικό’ εξωτισμό. Ορθώς σημειώνει κι ο συγγραφέας ότι τούτη η αντιπαράθεση δύο κατά βάση ισοπεδωτικών, εξίσου φαντασιακών (και εξίσου εξωτικών) εννοιών όπως η Δύση και η Ανατολή μάλλον «αποβαίνει άγονη κριτικά». Λαμβάνοντας και κωμικές ενίοτε διαστάσεις (π.χ. ο συγγραφέας αποθησαυρίζει μεταξύ άλλων ένα απόσπασμα άρθρου του Ζαχαρία Παπαντωνίου από το 1917 το οποίο μαίνεται κατά της «ανατολίτικης μουσικής» ζητώντας μάλιστα να φορολογηθούν αμειλίκτως το σαντούρι, τα καταστήματα όπου εκτελείται ασιατική μουσική και μαζί να απαγορευτεί «πάσα εισαγωγή ήχου εκ Σμύρνης». Που να ήξερε ότι οι εισαγωγές σύντομα δεν θα περιορίζονταν σε ήχους…
Η σφοδρότητα τούτης της σύγκρουσης βαίνει αμείωτη μέχρι και τις ημέρες μας, με το δίπολο να τίθεται ενίοτε επιτακτικά ως διλημματική επιλογή (όπου, μεταξύ μας, να σημειώσω εδώ ότι κόντρα σε αυτή την δυαδική θεώρηση προσωπικά βρίσκομαι πιο κοντά στην ματιά του Φερνάν Μπρωντέλ ο οποίος επιλέγει να βλέπει ένα ευρασιατικό συνεχές στην γεωγραφία αλλά και στην ιστορία). Πολλαπλές είναι ερμηνείες και οι αιτίες τούτης της διχοστασίας και των παθών που αυτή προκαλεί, δεν θα το αναλύσουμε εδώ γιατί θα ξεφύγουμε ακόμη πιο πολύ, πάντως σίγουρα κάπου εκεί ανάμεσα τους θα ανακαλύψουμε και μια βαθύτατη πολυεπίπεδη ανασφάλεια. Κι ίσως εδώ να φτάνουμε και στον πυρήνα του εξωτισμού ως παραγώγου μιας «θεμελιώδους αγωνίας για την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας». Και της προσωπικής πια, θα συμπλήρωνα, την εποχή των Εθνών του… Ενός- ή της Μίας ή του Ενός. Επειδή ο εξωτισμός δεν ορίζεται πλέον μόνο μέσα σε εθνικές συντεταγμένες, αλλά μπορεί να αφορά και άλλους «Άλλους», πολύ πιο κοντινούς, αλλά ενίοτε εξίσου μακρινούς και «εξωτικοποιημένους» (μπορεί να είναι π.χ. ο επαρχιώτης για τον πρωτευουσιάνο, ο φτωχός των Δυτικών Συνοικιών για τον καλοζωϊσμένο μεσοαστό, κοκ). Η ανασφάλεια όμως είναι ίδια. Έτσι η πρόσληψη της ετερότητας, η αναπαράσταση αυτής και της κουλτούρας της όχι μόνο γίνεται συνήθως με οδηγό στερεότυπα και μια ήδη διαμορφωμένη από την περιρρέουσα παράδοση άποψη (ακόμη κι αν προσπαθούμε να την αποτινάξουμε), αλλά υποκρύπτει και μια ανάγκη επίδειξης ανωτερότητας και αυτό-επιβεβαίωσης αυτής (ακόμη κι όταν ενέχονται και στοιχεία ζήλειας ή/και απώλειας μιας ‘πρωτόγονης’ χαμένης αθωότητας – συνήθως σωματικής-ερωτικής διάστασης-εξού και η αναπαράσταση της ‘λάγνας Ανατολής’ και η κυριαρχία του αντρικού βλέμματος στον εξωτισμό της - ας αναλογιστούμε εδώ πόσες Φαράχ, Ζαΐρες, Ζαχρέ, Φατμέ, Αϊσέ, Μι(ου)σι(ου)ρλούδες, Τζεμιλέ, Μαντουμπάλες, Ζιγκουάλες, Γκιουλ Μπαχάρ -ίσως το πιο αγαπημένο μου άσμα εξ όλων αυτών-, αλλά όχι μόνο, και Κάρμεν και Μιράντες και Μανταλένες και Κοντσίτες, Μανουέλες, Φλορεντίνες συναντάμε στους στίχους, πάντοτε ως «παθητικά όντα και σεξουαλικά αντικείμενα»). Για να ωθήσουμε κι ένα βήμα πέρα τον συλλογισμό αυτό, καταλήγουμε στον Άλλο κατ’ ουσία ως μια επινόηση, ζωτικά απαραίτητη στον αυτοπροσδιορισμό, στην αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Και ως κατοπτρικό είδωλο. Ή καλύτερα μέσα από μια διαλεκτική –και πάλι!- σχέση, ο ο εξωτισμός του Άλλου καταλήγει ένας εξωτισμός του ίδιου του «Εαυτού» και της φαντασιακής του αυτο-απεικόνισης.
Στο πλαίσιο της γενικότερης ερμηνείας του εξωτισμού, είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ευαγγέλου αποφεύγει τον πιο προφανή ελκυστή, κι έτσι δεν υιοθετεί αβασάνιστα και δεν αναγνωρίζει «ερμηνευτική επάρκεια» στην απόδοση του σε τάσεις φυγής και απόδρασης από μια δύσκολη πραγματικότητα (ειδικά εκείνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο). Η σύνδεση είναι ασφαλώς υπαρκτή. Πάλι ο λόγος στον μάστερ Μπαζίλ (που λέει και ο Τζιρίτας): «ο άνθρωπος, όπως είναι ζώον παμφάγον, έτσι θέλει και τα τραγούδια του να έχουν κάποιαν ποικιλία θεμάτων, να πετάει λίγο η φαντασία κάπου μακριά απ’ τα σύνορα, σε τόπους άγνωστους, σε μάγισσες, σε γύφτισσες, σε εξωτικές νεράιδες και μέρη μαγικά». Όμως δεν αποτελεί την πιο ισχυρή/μοναδική παράμετρο, άλλωστε ας αναλογιστούμε ότι κατ’ ουσίαν όλος ο 20ος αιώνας υπήρξε σκληρός και δραματικός, ενώ μεγάλη άνθηση του εξωτισμού είχαμε και τα χρόνια του Μεσοπολέμου που ήταν μάλλον τα πιο… ήσυχα. Με την αρωγή των αριθμών ο συγγραφέας επισημαίνει λοιπόν ότι «τα στατιστικά που προκύπτουν από την βάση δεδομένων, καταδεικνύουν την περίοδο του Μεσοπολέμου ως την παραγωγικότερη σχετικά με την ηχογράφηση και κυκλοφορία τραγουδιών με εξωτικό περιεχόμενο (…) παρολ΄αυτά δεν επιχειρείται κάποια σύνδεση του σχετικού ρεπερτορίου με πολιτισμικά τραύματα όπως αυτό του εμφυλίου, αν και η ιστορία των Ελλήνων κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα είναι κατάστικτη από τραυματικά γεγονότα».
Ωστόσο έχει ενδιαφέρον εδώ να σημειώσουμε, αναδεικνύοντας συγχρόνως και προαναφερθείσα ποικιλομορφία του φαινομένου από τόπο σε τόπο, κι επιστρέφοντας στο γερμανικό παράδειγμα, εκεί η τεράστια κορύφωση του ανέμελου εξωτισμού στο λαϊκό τραγούδι, δηλαδή το schlager, σημειώθηκε ακριβώς τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια όταν οι άνθρωποι είχαν ριχτεί στην ανοικοδόμηση και στην απώθηση της υλικής και κυρίως ηθικής καταστροφής της ναζιστικής εποχής. «Τα τραγούδια αυτά αντικατόπτριζαν την επιθυμία των μέσων Γερμανών για ένα μικρό κομμάτι ειδυλλίου, ο πραγματικός κόσμος δεν ήταν διόλου ειδυλλιακός, γι’ αυτό κι αφήνονταν να παρασυρθούν με τα τραγούδια σε άλλους κόσμους, σε μέρη απίθανα ή και ανύπαρκτα (…) ταξίδια που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν τα λεφτά να τα πραγματοποιήσουν», γράφει ο Jan Reetze στο «Der Sound der Jahre». Είπαμε όμως… Η κάθε χώρα έχει τον εξωτισμό που (της) χρειάζεται.
Μέσα σε όλα αυτά κάποιος θα μπορούσε να αποτιμήσει τον εξωτισμό εξορκιστικά και αφοριστικά ως ένα φαινόμενο μάλλον αρνητικών συμπαραδηλώσεων, αφορμήσεων και συνεπειών. Πόσο μάλλον όπως σημειώνει κι ο συγγραφέας με πραγματιστικό τρόπο ότι όλη αυτή η εισαγωγή εξωτικών στοιχείων στην μουσική δεν «σηματοδοτεί πρόσβαση σε έναν άλλο τρόπο σκέψης, ή μύηση σε μια ολιστική καλλιτεχνική προσέγγιση». Πράγματι, κατά κανόνα περιορίζεται είτε στην ικανοποίηση των εγχώριων στερεοτύπων χωρίς πολλές φορές να υπάρχει άμεση σχέση με τις πραγματικές μουσικές πρακτικές είτε υιοθετεί έναν μιμητισμό που φτάνει μέχρι και την ανερυθρίαστη κλοπή. «Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που το εξωτικό στοιχείο γίνεται αντικείμενο πραγματικού διαλόγου και ανταλλαγής ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες» (έτσι, π.χ. όλα τα καταφρονεμένα ‘ινδοπρεπή’ που εισάγονταν με το κιλό –κυριολεκτικά!- στα ελληνικά 50s και 60s, πόσο πιο κοντά μας έφεραν τον ινδικό πολιτισμό; - τώρα σε ένα άλμα σκέψης σκέφτομαι, δεν θα έπρεπε άραγε και τα αποκαλούμενα ‘αγγλόφωνα’ ελληνικά ίντυ κατ’ αναλογία να τα αποκαλούμε «αγγλοπρεπή»;).
Είναι εύκολο λοιπόν να εκπέσουμε σε καταγγελίες για οικειοποίηση ή διαστρέβλωση και σε αιτήματα για γνησιότητα και αυθεντικότητα. Εδώ όμως μπαίνουμε πάλι σε φαντασιακούς αγρούς. «Δεν υπάρχει αληθινή Ανατολή» γράφει στην κατακλείδα του ο Σαΐντ, υπονοώντας ότι δεν υπάρχει ένας «αληθινός σωστός οριενταλισμός». Άλλωστε τι νόημα έχουν η «γνησιότητα» και η «αυθεντικότητα» ειδικά από την στιγμή που η μουσική έγινε προϊόν το οποίο μπορεί να ταξιδέψει μακριά από τις ρίζες του, συγκροτώντας την κατά Adorno «πολιτισμική βιομηχανία» η οποία και συνεχώς αναζητά νέα ερεθίσματα για τα κορεσμένα αυτιά του καταναλωτή που έχει εκπαιδευτεί να αναζητά διαρκώς το καινούργιο. «Το ταγκό θα αποθεωθεί με την ίδια ευκολία που θα αντικατασταθεί από τους ρυθμούς λάτιν και αργότερα από το ροκ εντ ρολ» και η ιστορία συνεχίζεται…
Ωστόσο, έστω και μέσα από την εξωτικοποιημένη αλληλεπίδραση, αναδημιουργία, τις διαρκείς ωσμώσεις -έστω και από άνισες θέσεις που αν θυμηθούμε την Χημεία, η ώσμωση ως διεργασία προϋποθέτει και μια ανισορροπία ‘ισχύος’- και τα κοσμοπολίτικους εύρους εγχειρήματα (ένα μικρό παράδειγμα που αναφέρει και ο συγγραφέας, οι εστουδιαντίνες ως έκφραση ενός μοντερνιστικού πνεύματος που αναζητούσε την υπέρβαση του τοπικού) και με όχημα ακόμη κι αυτή την τρισκατάρατη «παγκοσμιοποίηση», μπορεί μεν να μην δημιουργήθηκε ένας Τέταρτος Κόσμος (ή να μην έχει τις ιδιότητες όπως τον φαντάστηκε ο Jon Hassell), αλλά φτιάχτηκε ένας νέος (μετα-αποικιακός;) όλο και πιο ενοποιημένος αλλά και οξυμώρως πιο θρυμματισμένος, που αναδεικνύει και αποτυπώνει σε όλο της το μεγαλείο την ανθρώπινη ποικιλομορφία και πανσπερμία. Και μακροπρόθεσμα, και οι ίδιοι οι άνθρωποι ως όντα μετέχουν και αλληλοεπηρεάζονται και αλλάζουν μαζί (και μέσα από) με τα δημιουργήματά του. Όπως κλείνει και το βιβλίο, με την ακαδημαϊκώς ασυνήθιστα αισιόδοξη φράση, «η ποικιλία και η δυναμική τους αλλάζουν τον κόσμο, τον καθιστούν λιγότερο εσωτερικό και μισαλλόδοξο-και σίγουρα πιο πλούσιο εκφραστικά»… Κι αυτό δεν ακούγεται ούτε ουτοπικό, ούτε φυσικά εξωτικό…