"Είμαστε τρελοί κι ευτυχισμένοι"...
Ο "δίσκος" της νοσταλγίας για τα 80s έχει και το αρνητικό του flip-side. Του Αντώνη Ξαγά
Ου + τόπος. Με αυτά τα δύο ελληνικής προέλευσης "τουβλάκια" έπλασε κάπου τον 16o αιώνα ο Τόμας Μορ την λέξη "ουτοπία", απορίας άξιον είναι μόνο πως άργησε να επινοηθεί η λέξη αν λάβουμε υπόψη την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να φαντασιώνεται ιδεατές κοινωνίες, τόπους, καταστάσεις. Αν λάβουμε δε υπόψη την επίσης έμφυτη πεσιμιστική του ροπή, εξίσου αργοπορημένη (κάπου τρεις αιώνες αργότερα) μπορεί να κριθεί η εμφάνιση της "δυστοπίας", του αρνητικού δηλαδή flip-side της ουτοπίας. Και όχι τόσο διαφορετικού: η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε η ουτοπία του ενός μπορεί να είναι η δυστοπία του άλλου...
Στο βιβλίο (να το πούμε και φωτογραφικό λεύκωμα;) του Γιώργου Νικολαΐδη αποτυπώνονται φωτογραφικά αλλά και λεκτικά δύο εντελώς διαφορετικού τύπου ουτοπίες (ή και δυστοπίες όπως προείπαμε). Η μία είναι χρονική η άλλη γεωγραφική. Κοντολογίς: τα Εξάρχεια, αυτή η τρύπα στη γεωγραφία και στο μυαλό του στημένου στην τιβί νοικοκυραίου, το φαντασιακό άβατο-άντρο ανομίας και αναρχίας, συναντούν τη δεκαετία του '80.
Αχ αυτά τα 80s... Σχεδόν παβλοφικά επιβάλλονται σε όσους τα έζησαν (και ακόμη πιο πολύ σε όσους δεν τα έζησαν) με ενοχικά απενοχοποιημένη ποπ νοσταλγία, λίγο κιτς, πολύ τρας, "πάρε το μηδέν", μια ασφαλής μήτρα αναπόλησης ενός χαμένου παραδείσου, ταυτόχρονα όμως και πηγή και ρίζα ύστερων δεινών, "γι' αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε". Όπως ακριβώς τα αποτύπωσε μέσα στην αφέλεια και στην πολιτική της ιδεοληψία η αλήστου μνήμης έκθεση για τα 80s "Η Ελλάδα του Ογδόντα": ανάμεσα σε πολύχρωμα playmobil με σημαιάκια ΠΑΣΟΚ και "χαβαλεδιάρικο αυτομαστίγωμα".
Κάπου εκεί λοιπόν, στα Εξάρχεια των 80s βρέθηκε ο Γιώργος Νικολαΐδης με μια μηχανή στο χέρι και "με την ψυχή στο στόμα" φωτογράφιζε. Απαθανάτιζε. Με ένταση και πάθος που ξεχειλίζει μέσα από τα κάδρα. Σε διαδηλώσεις και σε συναυλίες, συγκρούσεις, φωτιές, καπνούς, κράνη, ...ενάρετα ΜΑΤ, πανό, συνθήματα στους τοίχους και στα ...τρόλεϊ. Πρόσωπα σφιγμένα, γελαστά, παθιασμένα, οργισμένα, ανέμελα, με τον πάνκη δίπλα στον αναρχικό και τη μουσική με την πολιτική σε όσμωση. Σε καθημερινές στιγμές, σε σχολικά προαύλια, παγκάκια, στέκια, και στους δρόμους, πολλούς δρόμους, η ζωή ήταν στους δρόμους, στο Χημείο, στην Ιπποκράτους, στα Εξάρχεια. Στις νύχτες του Μιχάλη...
Ο ίδιος αφήνει τις φωτογραφίες του να μιλήσουν, πέρα από μία σύντομη ευχαριστία προτιμά τη σιωπή (σε αντίθεση φευ με τον Τουρκοβασίλη), με τον τρόπο αυτό βάζει το δικό του λιθαράκι στην κληρονομιά της μικροϊστορίας, τα λόγια αναλαμβάνουν κάμποσοι επιλεγμένοι καλεσμένοι, άνθρωποι του "χώρου" που βρέθηκαν κι αυτοί κάπου εκεί, μέσα ή έξω από τα κάδρα.
Θα ήταν πολύ εύκολο το όλο εγχείρημα να υποκύψει στον πειρασμό του νοσταλγικού lifestyle, στην αναπόληση "περασμένων μεγαλείων", να καταλήξει ένα ρομαντικά άγριο κι ασπρόμαυρο αρνητικό της mainstream πολύχρωμης απεικόνισης της εποχής. Από την άλλη, ας μην βιαστούμε να καταδικάσουμε τα όποια πιθανά ολισθήματα, η νοσταλγία είναι ένα βαθιά ανθρώπινο συναίσθημα, η βαρυτική της δύναμη μοιάζει φορές με εκείνη μαύρης τρύπας. Σημασία έχει η νοηματοδότησή της. Να μην καταλήγει παραλυτική, ουσιαστικά αντιδραστική...
Ο Γιάννης Κολοβός και ο Δημήτρης Ιωάννου στον εξαιρετικό τους πρόλογο φροντίζουν να κόψουν κάθε τέτοια όρεξη του τύπου "ενώ εμείς τότε". Θυμίζοντας ότι εκείνη η νέα γενιά αναζήτησε το δικό της στίγμα σε εποχές κατά μία έννοια (έστω και καθ' υπερβολή) που αυτό ήταν πιο δύσκολο από τότε που ο εχθρός ήταν ξεκάθαρος στο απέναντι χαράκωμα και είχε συγκεκριμένο όνομα και πρόσωπο. Ότι ήταν η γενιά που μεγάλωσε με τις διηγήσεις εν πολλοίς μεταχρονολογημένου ηρωισμού των περασμένων γενιών που έζησαν Κατοχή και Χούντα και Πολυτεχνείο ("δεν έχετε δει καλόγερο με νάκα" έλεγε συνεχώς ο πατέρας μου). Ότι ήταν ουσιαστικά η πρώτη γενιά που τα "είχε όλα", και "δημοκρατία", ελευθερία έκφρασης, λεφτά του μπαμπά και μια δουλειά στρωμένη να περιμένει, είχε ακόμη και δικό της κοτζάμ υφυπουργείο πατερναλιστικού σοσιαλισμού, ολόκληρο τον κομφορμισμό δηλαδή της μεταπολιτευτικής συναίνεσης. Ότι ήταν οι "αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά" όπως τους έβλεπε ένας συνομήλικος τους από την Νέα Σμύρνη, σε έναν στίχο ο οποίος καταφέρνει να συμπυκνώσει μοναδικά όλη την βαριά αποφορά του ελληνικού μικροαστισμού, του οικογενειακού ντετερμινισμού και συντηρητισμού (κάπου εδώ θα βρούμε και την ρίζα του μύθου των πλουσιόπαιδων που κατεβαίνουν στα Εξάρχεια, που "φοράνε Τίμπερλαντ" και που τελικά "τι δουλειά είχε στα Εξάρχεια το παιδί, τα 'θελε και τα 'παθε").
Κλείνοντας το βιβλίο και λίγο πριν βυθιστώ στη δίνη της ...νοσταλγίας αναρωτήθηκα, πως άραγε να το βλέπει, έστω ξεφυλλίζοντας το, ένα σημερινό εικοσάχρονο βλέμμα. Ενός παιδιού, ίσως ενός φοιτητόπουλου από την επαρχία, που κατεβαίνει με ένα κάποιο δέος στα Εξάρχεια, "σαν σε όνειρο", ίσως χέρι-χέρι με την πρώτη αγάπη, κι εκεί κάπου ανάμεσα σε μολότοφ, βιβλία, βινύλια, τηγανιές και μύθους να αναζητά τη δική του αυτόνομη έκφραση. Ερήμην μας. Ίσως και εναντίον μας. Και σίγουρα κάπου αυτή τη στιγμή μια νέα γενιά γράφει τις δικές της ιστορίες, μέσα από τις δικές της συλλογικότητες, σχέσεις, αξίες και συγκρούσεις. Και δεν μπορεί... Θα είναι και αυτοί "τρελοί κι ευτυχισμένοι"...