Rock in Athens ‘85
Φωτογραφικές αναμνήσεις, συγκίνηση, νοσταλγία αλλά και προβληματισμοί. Του Αντώνη Ξαγά
Τέλη Ιουλίου του 1985. Και στην Αθήνα σκάει ο τζίτζικας στο λιοπύρι… Ω οι ωραίες μέρες… Ω οι ευτυχισμένες μέρες (για να μεταφράσουμε ορθότερα τον Μπέκετ). Ω οι καλύτερες μέρες, για να μνημονεύσουμε το αλήστου μνήμης σύνθημα με το οποίο είχε κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές στο έμπα εκείνου του καλοκαιριού, κερδίζοντας κατά κράτος τα …φτηνά αυτοκίνητα της ΝΔ («καλύτερα παπάκι, παρά το Μητσοτάκη»).
Στο Υπουργείο Πολιτισμού ο Ανδρέας έχει παραδώσει τα κλειδιά στην Μελίνα (η μόνη που για ολόκληρη την πράσινη οκταετία δεν ανασχηματίστηκε (sic) ποτέ), λαμπερό πρόσωπο με διεθνή αναγνωρισιμότητα που έδινε μια γκλάμουρ επικάλυψη στο …μουστάκι του πρασινοφρουρού της τοπικής κλαδικής. Ιδέα δική της ήταν μάλιστα ο θεσμός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, με πρώτη πόλη να είναι τιμητικά η Αθήνα, εκείνη ακριβώς την χρονιά του 1985. Και στα πλαίσια μιας ευρύτερης τότε πολιτικής προσέγγισης της νεολαίας (και ας μην θυμηθούμε τώρα και το διαβόητο Υφυπουργείο – που μετέπειτα υποβαθμίστηκε σε Γραμματεία Νέας Γενιάς), σε συνεργασία με το γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού (Ελλάς-Γαλλία συμμαχία, Μελίνα-Ζακ Λανγκ φιλία) και δύο ιδιωτικές, επίσης γαλλικές, εταιρείες προέκυψε και ένα ροκ φεστιβάλ στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Και οι ασυνήθιστοι σε τέτοια πράγματα νέοι της εποχής διάβαζαν στην αφίσα την σύνθεση, κατά σειρά εμφάνισης, Telephone, Stranglers, Depeche Mode, Culture Club, Talk Talk, Cure, Nina Hagen και Clash, μια σύνθεση η οποία φαντάζει για τα τότε δεδομένα σχεδόν εξωπραγματική (ας μην πιάσουμε εδώ το ζήτημα αν γίνονταν συναυλίες στην Ελλάδα πριν από το ’80, ασφαλώς και γίνονταν είναι η απάντηση, και μάλιστα έρχονταν και καλά ονόματα, εν τούτοις προέρχονταν από είδη τα οποία δεν ήταν από εκείνα που θα μπορούσαν να απευθυνθούν και να κινητοποιήσουν ένα ανήσυχο νέο άνθρωπο της εποχής).
Σε εκείνες λοιπόν τις θερμές –από κάθε άποψη– ημέρες μας γυρίζει πίσω τούτο το νέο φωτογραφικό λεύκωμα του Γιώργου Τουρκοβασίλη, με τον υπότιτλο «Φωτογραφικές αποτυπώσεις ενός ηχητικού μύθου». Και δεν μπορεί να μην σε αγκριφώσει μια συγκίνηση ξεφυλλίζοντας το, μέσα από τον ασπρόμαυρο φακό ταξιδεύεις νοερά σε μια άλλη εποχή, κοντινή «σαν χθες» για όσους την έζησαν, μακρινή σαν «από άλλο σύμπαν» για όσους δεν την έζησαν, νοσταλγική για αμφότερους (για τους δεύτερους, σαν και τον υποφαινόμενο, ίσως και πιο πολύ).
Είναι εξαιρετικός φωτογράφος ο Τουρκοβασίλης, έχει επιπλέον και το βλέμμα του ρομαντικού εξωτερικού παρατηρητή (το οποίο ωστόσο δεν τον βοηθά όταν εμπλέκεται σε αναλύσεις) που το στρέφει με αγάπη όχι μόνο στους επί σκηνής πρωταγωνιστές αλλά και στον κόσμο. Κοντά στους 90.000 υπολογίζεται ότι βρέθηκαν εκείνες τις δύο μέρες στο Καλλιμάρμαρο, σε μια μάζωξη η οποία τι ήταν;… Μια τελετουργική σύναξη ενός πυρήνα συνειδητοποιημένων και διψασμένων (και με την …κυριολεκτική έννοια εν προκειμένω) μουσικόφιλων; Ο Λούης Κοντούλης των Stress δίνει μια άλλη, λιγότερο εξωραϊσμένη οπτική: «φρικιά, ροκάδες, τουρίστες, περίεργοι, φλώρια, κυρίζια, γραμματείς και φαρισαίοι, πολυεθνικές διαφημίσεις. Απ’ έξω κόσμος να φωνάζει και να προσπαθεί να κάνει ντου, αστυνομία μέσα έξω».
Και κάπου εκεί ανάμεσα και ο Τουρκοβασίλης με την κάμερα του, να απαθανατίζει στιγμές, πρόσωπα, εκφράσεις, κουρέματα, ντυσίματα. Εστιάζεις κι εσύ σε βλέμματα, δεν μπορεί να μην προσπαθήσεις να τρυπώσεις στις σκέψεις, να μαντέψεις συναισθήματα, να αναρωτηθείς, που να είναι σήμερα, πώς να είναι, να υπάρχουν, να ζουν, να θυμούνται; Σκέφτομαι ότι η λέξη «απαθανατίζω» πάντα μου ακουγόταν κάπως βαριά, δραματική σχεδόν. Απ-αθανατίζω, διασώζω δηλαδή από τον θάνατο, από την λήθη. Τι; Τους ανθρώπους; Ασφαλώς όχι, κανείς δεν έχει νικήσει τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια. Την ανάμνηση; Και η ανάμνηση που ζει; Σε άλλους ανθρώπους; Σε υλικά αντικείμενα; Στις σελίδες ενός βιβλίου; Σε μια φωτογραφία; Κάπου μέσα στην αφηρημένη και διαρκώς επανεγγραφόμενη συλλογική μνήμη μιας κοινωνίας; «Photographs as memories» (για να θυμηθούμε τον έξοχο δίσκο των Eyeless in Gaza). Καλά έλεγε ο ποιητής για την πένθιμη τέχνη της φωτογραφίας…
Οι φωτογραφίες του Τουρκοβασίλη ζωντανεύουν ακόμη περισσότερο όντας πλαισιωμένες και από μια πλειάδα κειμένων ανθρώπων του ευρύτερου χώρου οι οποίοι ήταν και αυτοί εκεί. Από διαφορετικές θέσεις και πόστα τότε, με την δική τους ματιά, άποψη και μνημονικό φίλτρο σήμερα. Ας τους αναφέρουμε (με σειρά εμφάνισης και αυτούς): Θανάσης Αντωνίου, Στυλιανός Τζιρίτας, Γιάννης Παπαϊωάννου, Θοδωρής Βλαχάκης, Νίκος Κοντογούρης, Μιχάλης Πούγουνας, Ταξιάρχης Λιάσκας, Γιάννης Μπαζός, Παναγιώτης Καλλιγάς, Λούης Κοντούλης, Αντώνης Φράγκος, Κώστας Σγόντζος, Αλέξης Καλοφωλιάς, Αργύρης Ζήλος, Ιφιγένεια Τσαντίλη, Νίκος Τριανταφυλλίδης. Όλοι τους φωτίζουν με τον τρόπο τους τα τεκταινόμενα των ημερών, από την θέση του οπαδού μέχρι τα διοργανωτικά παρασκήνια (π.χ. ο «Μουσικό Καλειδοσκόπιο» Κώστας Σγόντζος). Άλλοτε δίνοντας μια ανεκδοτολογική προσωπική διάσταση, με διηγήσεις, ευτράπελα και απρόοπτα και άλλοτε ανοίγοντας την οπτική στα ευρύτερα κοινωνικά συμφραζόμενα, ανοίγοντας διαφωνίες και συμφωνίες, ο καθένας με τις αισθητικές αξιολογήσεις αλλά και τις εμμονές του. Δημιουργώντας έτσι ένα κολάζ αναμνήσεων και απόψεων, του οποίου αυτή ακριβώς η πολυφωνία είναι που διαφυλάσσει την έκδοση από το να διολισθήσει σε …μνημόσυνο για ένα Τότε που χάθηκε και αχ δεν είναι σαν το Σήμερα (που ποτέ δεν είναι βέβαια!)
Διαβάζοντας πάντως τα κείμενα έχω να σημειώσω ότι αν κάποιος δικαιώνεται έστω και εκ των υστέρων αυτός είναι ο …Boy George και οι Culture Club. Είναι σε πολλά κείμενα που βγαίνει μια μεταμέλεια, μια απολογία, μια παραδοχή για τους εξαιρετικούς μουσικούς που απάρτιζαν το συγκρότημα, τους οποίους μερίδα του κοινού υποδέχθηκε με αποδοκιμασίες και πλαστικά μπουκάλια (κάποια διαβάζω και γεμάτα με …άμμο). Ίσως «εκείνη την εποχή, ο κόσμος δεν μπορούσε να αποδεχτεί εύκολα την διαφορετικότητα του άλλου», όπως γράφει κάπου δικαιολογητικά ο Νίκος Κοντογούρης (ενώ σήμερα ε;), εν τούτοις αναρωτιέμαι κατά πόσο ο κάθε καλλιτέχνης οφείλει να προσαρμόζει τον εαυτό του στις απαιτήσεις του εκάστοτε κόσμου. Από τις μαρτυρίες πάντως δεν ξεκαθαρίζεται αν τελικά ο Boy εκστόμισε το περίφημο «Αν δεν ήμουν μια κυρία, θα σας έδειχνα τον κώλο μου». Κι αν δεν το είπε πάντως, είναι ωραία να μείνει στην Ιστορία ότι το είπε.
Άλλωστε, και το ελληνικό μουσικόφιλο κοινό, ένα οργανικό μέρος της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας είναι και αυτό, και όσο κι αν θέλει κι αν προσπαθεί να αισθάνεται διαφορετικό, αναπαράγεικαι αυτό διαχρονικά στην δική του μικροκλίμακα, συνειδητά ή ασυνείδητα, κεκαλυμμένα ή όχι, διάχυτες στερεότυπες και κατεστημένες αντιλήψεις, είτε σεξιστικές, είτε μισογύνικες είτε ομοφοβικές. Έτσι και τότε, «δεν ήταν έτοιμο» για τον Boy George, όπως δεν ήταν έτοιμο για την αμφίφυλη περσόνα της Nina Hagen ούτε για την φούστα του Martin Gore και την φλώρικη ποπ των Depeche Mode (οι οποίοι μόνο μετά το «Violator» …εξαγνίστηκαν για τα καλά στα μάτια των «σοβαρών»). Βάζοντας στην άκρη τους Telephone που ήρθαν πακέτο-μέσο από την γαλλική διοργανώτρια και πέρασαν και δεν ακούμπησαν, οι Talk Talk του προσφάτως συγχωρεμένου Mark Hollis αδικήθηκαν και από την ώρα εμφάνισης και από όσους τους θεωρούσαν ένα ακόμη ποπ γκρουπ του συρμού (και τελικά δεν τους θυμόμαστε μόνο από το “Such a shame” όπως αναφέρει αμετανόητα και άστοχα ο Μιχάλης Πούγουνας στο κείμενο του), οι Stranglers για μέρος του κοινού ήταν ήδη «ξεπουλημένοι» (διαβάστε όμως το κείμενο του Γιάννη IΟΝ Παπαϊωάννου που βάζει πράγματα και ταμπέλες στη θέση τους), ας μην κρυβόμαστε η πλειοψηφία είχε έρθει για να δει Cure και φυσικά Clash. Οι πρώτοι βρίσκονταν βέβαια σε διαδικασία εξόδου από τα ανήλιαγα απελπισμένα σκοτάδια και εισόδου στα …εξώφυλλα της Μανίνας, εν τούτοις διατηρούσαν (ακόμη) τα ποιοτικά τους εχέγγυα, οι δε δεύτεροι βρίσκονταν σε ρότα φθοράς, είχαν έρθει έτσι κι αλλιώς κουτσουρεμένοι, ο Στράμερ ήταν παρών βέβαια, όπως και ο «Ροβεσπιέρος του πανκ» (κατά μια μνημειώδη τζιρίτειο ατάκα) Πολ Σίμονον, έλειπε όμως ο Μικ Τζόουνς, τον οποίο έλαχε να αντικαταστήσει ο (ένας) Βινς Γουάιτ (ο Στυλιανός Τζιρίτας μεταφέρει από βιβλίο του ίδιου του Βινς το πώς ο ίδιος βίωσε τις τελευταίες ημέρες της μπάντας και ειδικά εκείνη την συναυλία). Η οποία κι έμελλε να είναι και η τελευταία τους, δεν το ήξερε κανείς ακόμη τότε, όμως η συναισθηματική φόρτιση υπήρχε και ήταν και έντονη, και έτσι ακριβώς βιώθηκε η συναυλία: σαν να μην υπήρχε αύριο. Και είναι ιδιαίτερα συγκινητικό το κείμενο του Αλέξη Καλοφωλιά όπου περιγράφει την απροσδόκητη συνάντησή του με ένα από τα δικά του εφηβικά είδωλα.
Κλείνοντας το βιβλίο, παραμερίζοντας την συγκίνηση, καταπολεμώντας την νοσταλγία και παίρνοντας μια απόσταση, θα στεκόμουνα σε ένα κεντρικό ερώτημα το οποίο διατρέχει όλη την έκδοση.Ο Θανάσης Αντωνίου το θέτει ήδη στο εισαγωγικό σημείωμα, εν τούτοις νομίζω δεν θίγεται εις βάθος (ο Αργύρης Ζήλος το πιάνει κάπου, για να το παρακάμψει όμως στην ουσία του, μένοντας απλά σε γεγονότα και αρνούμενος προθέσεις). Ίσως επειδή και η απάντηση δεν είναι ούτε εύκολη ούτε και μονοσήμαντη, πιθανότατα να εκφεύγει των στόχων και των σκοπών της έκδοσης. Ήτοι: τι ακριβώς ήθελε να δηλώσει ή να συμβολίσει μια κρατική υπηρεσία, ένα Υπουργείο Πολιτισμού (αμφιλεγόμενος θεσμός εξ ορισμού) η οποία διοργανώνει ένα «ροκ» φεστιβάλ; Έχοντας από δίπλα χορηγίες πολυεθνικών εταιριών (και αν λάμπει δια της απουσίας του ένα ελληνικό σχήμα από το φεστιβάλ, λέγεται ότι οι Μουσικές Ταξιαρχίες του Πανούση δεν έπαιξαν ακριβώς λόγω της διαφημιστικής πανταχού παρουσίας γνωστού γλυκερά αηδιαστικού αναψυκτικού).Ήταν οι αγνών ίσως προθέσεων, σπασμωδική όμως προσπάθεια της Μελίνας να απαγκιστρώσει τον Κρατικό Πολιτισμό από την έως τότε αρχαιολαγνική του προσκόλληση; Ήταν η πανάρχαια δοκιμασμένη συνταγή άσκησης εξουσίας μέσα από πατερναλιστικά «άρτον και θεάματα»; Ήταν απλά μια απόπειρα μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης (μετά μάλιστα από δεκαετίες δεξιάς απόλυτης και αυταρχικής κυριαρχίας) να διαχωρίσει την θέση της από το παρελθόν και να προσεγγίσει, να …κάτσει με την νεολαία; Που ήταν η ίδια ακριβώς νεολαία που στο Καλλιμάρμαρο ήρθε και να φωνάξει «I fought the law», γιατί αυτόν ακριβώς τον «law» τον βίωνε στο πετσί της, με κλομπ, προσαγωγές, «ενάρετες» επιχειρήσεις και άγρια καταστολή. Ακούγοντας επιπλέον και κάθε λογής κατηγόρια και μομφή (αποκαλυπτικό εδώ το άρθρο του συγχωρεμένου Νίκου Τριανταφυλλίδη που παραθέτει αποσπάσματα από εφημερίδες του καιρού –δεξιές και αριστερές– οι οποίες σε μοναδικό συντονισμό έκρουαν καμπάνες ηθικού πανικού για «ροκ αμόκ και ξύλο», για ναρκωτικά και φρικιά και «παρακμιακή αστική κουλτούρα», ο χαρακτηρισμός που επεφύλασσε ο «Ριζοσπάστης» για τους Cure). Και μήπως εν τέλει, μια σίγουρα προκλητική απάντηση να μην είναι, ότι όχι δεν υπάρχει καμία αντίφαση, ότι και το ροκ το ίδιο, παρά τις θεωρητικές επαναστατικές και εξεγερσιακές του περγαμηνές, δεν είναι διόλου άμοιρο αντιφάσεων, και διόλου ασύμβατο (εκ γενετής κιόλας)με τον συντηρητισμό, με την συμβατικότητα, με το ίδιο το κατεστημένο;
Όπως και να ‘χει, λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς ένα παιδί 15 χρονών θα έπεφτε νεκρό από κρατική σφαίρα «αθώου» αστυνομικού, και όλες οι ψευδαισθήσεις τελείωσαν… Τρία χρόνια αργότερα ο Μιλτιάδης Έβερτ ως δήμαρχος Αθηναίων τόλμησε να κάνει και αυτός ένα ροκ φεστιβάλ, στο Πεδίο του Άρεως αυτή την φορά, όπου δεν έμεινε …κολυμπηθρόξυλο και κάπως έτσι μας τελείωσε η φάση «η Πολιτεία ροκάρει».
Σήμερα πλέον τον ρόλο αυτό τον έχουν αναλάβει τα Ιδρύματα… Αλλά αυτή είναι πια μια άλλη ιστορία…