Τα Ροκ Ημερολόγια
Η ροκ νεολαία των 80s όπως αυτή έβλεπε τον εαυτό της αποτυπωμένη από έναν φωτογράφο της εποχής. Μαζί θρύλοι και μύθοι για τσινάρια και λεχάρια. Του Μάνου Μπούρα
Θυμάμαι το βιβλίο να κυκλοφορεί το 1984, να διαβάζω γι’ αυτό στα μουσικά έντυπα της εποχής, μα ποτέ να μην πέφτει τελικά στα χέρια μου ώστε να το διαβάσω την εποχή που έπρεπε. Τα πέντε χιλιάδες αντίτυπα που τυπώθηκαν τότε εξαντλήθηκαν, και χρειάστηκε να περάσουν όλες αυτές οι δεκαετίες για να τεθεί ξανά σε κυκλοφορία και να μπορέσω να διαπιστώσω περί τίνος τελικά πρόκειται (επαυξημένο μάλιστα με ακόμη περισσότερες φωτογραφίες από εκείνο της αρχικής έκδοσης). Δεν θα πρωτοτυπήσω αν πω ότι αποτελεί μιας πρώτης τάξης καρτ ποστάλ της περιόδου στην οποία αναφέρεται, με όλα τα καλά και τα κακά της. Κι ασφαλώς, το γεγονός ότι το αξιολογούμε πια τρεις δεκαετίες αργότερα – και μοιάζει πραγματικά απίστευτο ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια, μια διαπίστωση κοινή πια που όμως δυσκολευόμαστε κάθε φορά να χωνέψουμε! – έχει τη δική του σημασία, μιας που ένα σωρό πράγματα τα βλέπουμε πλέον με πολύ διαφορετικό μάτι πια, έχοντας άλλες εμπειρίες και βιώματα από το χώρο της μουσικής, και όχι μόνο, όπως θέλει το κλισέ.
Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν είναι συγγραφέας στην ουσία, μα φωτογράφος. Θεωρείται από τους ανθρώπους που κατέγραψαν με την κάμερά τους πιστά πολλά από τα λάιβ τα οποία έγιναν στην πρωτεύουσα και τα πέριξ στις αρχές των ‘80s, κι έτσι έχουμε την ευκαιρία σήμερα να γίνουμε μάρτυρες πολλών ιστορικών συναυλιών από τις πρώτες μπάντες που αποφάσισαν να ακολουθήσουν το πανκ και νεοκυματικό ρεύμα που σάρωνε σε Αμερική και Βρετανία. Στις σελίδες του βιβλίου βλέπουμε πολλές φωτογραφίες από τα συγκροτήματα που διαμόρφωναν τις πρώτες μουσικές σκηνές της χώρας, καθώς κι άλλες τόσες από τους ανθρώπους οι οποίοι αποτέλεσαν το κοινό τους. Έχει ενδιαφέρον λοιπόν να δει κανείς πώς ντύνονταν οι νέοι τις ημέρες εκείνες, καθώς σχήματα όπως για παράδειγμα οι Magic De Spell, οι Ex Humans, οι Forward Music Quintet ή οι Αδιέξοδο έθεταν σε κίνηση τους τροχούς μιας νέας μουσικής γλώσσας στη χώρα μας. Παράλληλα, υπάρχουν εικόνες από συναυλίες που είχαν αρχίσει να γίνονται στην Ελλάδα από ξένα ονόματα, μπάντες όπως οι New Order, οι Bauhaus ή ο Peter Hammill για παράδειγμα.
Τις πολύτιμες αυτές φωτογραφίες συνοδεύουν κείμενα που περιγράφουν γλαφυρά όσα συνέβαιναν εκείνες τις ημέρες σε μουσικό επίπεδο, μαζί με συνεντεύξεις από μέλη της ροκ κοινότητας της Αθήνας, που λένε από ενδιαφέροντα πράγματα γύρω από το πώς έβλεπαν τα όσα συνέβαιναν γύρω τους, όχι μόνο σε σχέση με τη μουσική μα κι ευρύτερα, σε περισσότερο κοινωνικό πλαίσιο, έως και κουταμάρες που θα ταίριαζαν να ξεστομίζονται από παιδιά του δημοτικού. Ο συγγραφέας δείχνει να τα διοχετεύει στις σελίδες του χωρίς κανένα φίλτρο, σαν να επρόκειτο για κάποιο Ευαγγέλιο που δεν διανοείται κανείς να αμφισβητήσει.
Αφήνοντας λοιπόν στην άκρη τα κεφάλαια τα οποία στο άσχετο αναφέρονται στους ...hooligans κι όσους γενικότερα πηγαίνουν στο γήπεδο (που κάποτε δεν σχετίζονται καν με όσους ακούν μουσική, heavy metal κατά κύριο λόγο), να πούμε ότι ανάμεσα στα όσα διαβάζουμε εδώ περιέχονται λεξικά γύρω από το πώς περιέγραφε η μία ομάδα την άλλη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 – μαθαίνουμε λοιπόν τα τσινάρια και τα λεχάρια, που χάθηκαν για πάντα από το λεξιλόγιό μας σύντομα, για τους Σαβαθιανούς και τους ντισκάδες/καρεκλάδες, και για τα «άτομα» που υποδηλώνουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, ειδικά τα «σωστά άτομα». Κατατίθενται απόψεις περί του σημαίνει ροκ, τόσο σαν έννοια όσο και το πώς την αντιλαμβάνονταν στη χώρα μας όσοι την άκουγαν τότε, καθώς και οι αντιπαλότητες ανάμεσα σε διάφορα στρατόπεδα οπαδών των διάφορων υποκουλτούρων που το απάρτιζαν. Ακούγεται σχεδόν απίθανο ότι εκείνες τις ημέρες οι ροκάδες έδιναν ραντεβού και πλακώνονταν στο ξύλο με τους ντισκόβιους (πράγμα που όντως συνέβαινε…), όπως υπήρχε και έχθρα ανάμεσα σ’ εκείνους που άλλαζαν στρατόπεδο για να βρουν πιο εύκολα γκόμενα κι εκείνους που φυλούσαν τις ροκ Θερμοπύλες. Ορισμένες από τις αφηγήσεις είναι γλαφυρές, σε μεταφέρουν αβίαστα στην εποχή εκείνη και σε κάνουν είτε να τη νοσταλγείς – τους μεγαλύτερους ασφαλώς, όσους την έζησαν κατά βάση – είτε να την παρατηρείς έστω κι έτσι, με όλες τις γραφικότητες μα και την αυθεντική δίψα για νέες προκλήσεις κι εμπειρίες.
Πλάι σε όλα αυτά, σημαντική προσθήκη στο βιβλίο είναι η σύγχρονη εισαγωγή γραμμένη από τον Γιάννη Κολοβό, ο οποίος και τη συγκεκριμένη εποχή έζησε, και το βιβλίο αυτό αξιολογεί με διεισδυτικό τρόπο. Ένα βιβλίο που αξίζει να κοιτάξει κανείς, έστω κι όλα αυτά τα χρόνια μετά, μιας που κάθε κοινότητα που δεν ξέρει την ιστορία της, είναι καταδικασμένη να την επαναλάβει. Ακόμη κι αν αυτή είναι η ροκ της Ελλάδας.