Γιώργος Τριανταφυλλάκος - myN.Y.
[cannot not design publications 2008, 48 σελ.]
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ήμουν καλεσμένος σ' ένα σπιτικό πάρτι κάποιου φίλου που τον λένε Σπύρο άλλα όλοι τον ξέρουμε ως Άκη. Το σπίτι είχε τζάκι αναμμένο και η μουσική ερχόταν από το ραδιόφωνο, μια και το κόμπακτ σύστημα δεν είχε κάποια είσοδο ήχου που θα επέτρεπε στον ψηφιακό cj Easy να μας προσφέρει κάτι παραπάνω. Το κέφι είχε ανάψει από τα ποτάκια και τα κρασάκια και η θέα από το μπαλκόνι ήταν πανοραμικότατη: όλη η νυχτερινή Θεσσαλονίκη στα πόδια μας κι εμείς να χαζεύουμε τα φώτα που πηγαινοέρχονται στις, μικροσκοπικές από ψηλά, λεωφόρους.
Δίπλα στον μπουφέ στεκόταν ένας μπούφος και μιλούσε για τη Νέα Υόρκη με το ύφος του επαΐοντα ενώ καλά-καλά δεν είχε μείνει εκεί παρά μόνο μερικές μέρες. Μιλούσε με μια επίπλαστη οικειότητα, με το βλέμμα του να ταξιδεύει και να χάνεται [έτσι μου φάνηκε ή μήπως μιλούσαν τα ποτά;] κι έλεγε πως ήταν μια καλή μεν εμπειρία αλλά ταυτόχρονα ήθελε να την απομυθοποιήσει και να τη γειώσει σαν τους δίδυμους πύργους της.
Ο φίλος μου ο Άκης που έχει ζήσει κάτι χρονάκια στο Νιου Γιορκ δεν έλεγε λέξη. Τον παρακολουθούσε αμίλητος και τον άφηνε να εκτίθεται με κάθε νέα του "αφήγηση".
Αυτό που μόλις σας περιέγραψα μάλλον τόχουμε βιώσει όλοι λίγο πολύ. Ίσως έχουμε νιώσει κάποιες φορές ότι τα λόγια είναι περιττά κι ότι τα πράματα μπορούν να μιλάνε από μόνα τους. Αυτό το ίδιο συναίσθημα έχω όταν περιδιαβαίνω το μικρό αυτό οπτικό ημερολόγιο του συνεργάτη μας Γιώργου Τριανταφυλλάκου.
Οι 37 [ή 38;] φωτογραφίες του από τη δική του μακρινή αλλά τόσο οικεία Νέα Υόρκη είναι τόσο "εύγλωττες" που δε χρειάζονται σχόλια. Μιλάνε χωρίς λόγια κι αποτυπώνουν στιγμές με τον ενθουσιασμό ενός "τρυφερού ποδιού" και μιας "άδολης ματιάς". Η αίσθηση του πρωτάρη και ταυτόχρονα του "legal alien" ανακατεύονται με ένα περίεργο και ανεξήγητο συναίσθημα ότι έχει ξαναβρεθεί εκεί! Οι λέξεις blend και spirit μου έρχονται αυτόματα στο μυαλό. "Πως είναι δυνατόν κάποιος που επισκέπτεται τη ΝΥ για πρώτη φορά να θεωρεί πως επιστρέφει σε αυτήν;" αναρωτιέται ο ταξιδιώτης μας. Κι έτσι κάπως παράδοξα αιτιολογεί τον τίτλο του μικρού αυτού φώτο-άλμπουμ.
Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη στοιχείο που εμποτίζει αυτές τις μάλλον αποσπασματικές εικόνες μιας πόλης που δεν κατάφεραν να "χαρτογραφήσουν" ούτε οι σκηνοθέτες της [βλέπε Γούντι Άλεν, Χαλ Χάρτλεϊ, Σπάικ Λι, Μάρτιν Σκορτσέζε και Γουέην Γουάνγκ]. Ούτως ή άλλως ο ταξιδευτής μας δεν έχει τέτοιες προθέσεις. Τα κίνητρά του περιορίζονται στο να φέρει πίσω μαζί του ένα "ενθύμιο φτιαγμένο από φωτογραφίες" σε κάποιον φίλο που του παρήγγειλε πως "θέλω πολύ να δω ΝΥ από τα μάτια κοινού θνητού"!!!
Ποιο είναι όμως αυτό το στοιχείο που σας κρατάω σε αγωνία, όπως οι μακροσκελείς αφηγήσεις του Άρθουρ Κλαρκ και οι τζιριτζάντζουλές του όταν η πλοκή φτάνει σ' ένα κρίσιμο σημείο; Είναι η διαχρονικότητα της πόλης αυτής, που αποτυπώνεται μαγικά ακόμη και στις πιο καθημερινές στιγμές ή μάλλον κυρίως σε αυτές. Οι φωτογραφίες του Γιώργου κουβαλάνε πίσω αυτήν την "αιωνιότητα και μια μέρα" σχεδόν ανεπαίσθητα. Μοιάζουν να μην είναι τραβηγμένες "σήμερα" και να αναφέρονται η καθεμιά τους και σε μια άλλη εποχή! Με παραπλανούν καθώς τις ξανακοιτάω και μου κλείνουν πονηρά το μάτι του χρόνου τους.
Είναι σημάδια στο χρόνο αλλά σε ποια ακριβώς χρονική στιγμή αναφέρονται; Ρητορικό το ερώτημα και μάλλον αχρείαστο.
Η ίδια η έκδοση είναι ιδιαίτερα προσεγμένη σε μέγεθος τσέπης 12x19 εκατοστών και συνοδεύεται από μια αφίσα [ζητήστε την οπωσδήποτε] όπου ανασυντίθεται ένα εμβληματικό κτίριο της ΝΥ. Η αγαπημένη μου όμως φωτό είναι αυτή του μέσα εσώφυλλου που απεικονίζει την πίσω πλευρά σβησμένης φωτεινής ρεκλάμας [σε ταράτσα;] γνωστού αναψυκτικού με ονομασία ελληνικής προέλευσης, με φόντο τον γαλανό ουρανό. Και της οποίας η σύνθεση συνεχίζεται στο εξώφυλλο. Το μόνο που με ενοχλεί είναι ότι οι φωτογραφίες που απλώνονται σε δυο σελίδες χάνονται ολίγο άδοξα στη τσάκιση και στη ράχη του βιβλίου. Κι ακόμη, ίσως, ότι η τιμή του είναι τόσο αστεία που μπορεί να το κάνει να περάσει απαρατήρητο. Και θάναι κρίμα!