Άλλη μια σοβιετική στάση λεωφορείου
Κλείνοντας και την τελευταία σελίδα της καινούργιας (δεύτερης στη σειρά μετά τους "Οι Ναΐτες πετάχτηκαν δίπλα" του 2011) νουβέλας του φίλου και συνάδελφου σε αυτές εδώ τις σελίδες Γιώργου Τσαντίκου (έτσι για να ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής γνωριμιές και ...κυκλωματικές διασυνδέσεις), μένεις με ένα χαμόγελο... Δεν είναι τόσο (ή μόνο) όλη αυτή η απίθανα πιθανή ιστορία, μια πλοκή σε σπαρταριστό, φρενήρη ενίοτε ρυθμό, με πρωταγωνιστή έναν τύπο ο οποίος "έχει ένα κυλικείο στο πανεπιστήμιο, έναν υπάλληλο που πουλάει φούντα μαζί με τις ζαμπονοτυρόπιτες, έναν παλιό συμμαθητή ο οποίος είναι χωμένος σε ΜΚΟ και προγράμματα, μια δημοσιογράφα ενός τοπικού καναλιού που ψάχνει το λαβράκι και μια μυστική ομάδα που αναλαμβάνει να σε προστατεύσει από ό,τι κακό μπορεί να σου συμβεί". Είναι κυρίως η γραφή του Τσαντίκου που είναι σπιρτόζικη και ζωντανή, που έχει την ιοβόλο δύναμη του χιούμορ και την καυστική ικανότητα της ατάκας, που διαφαίνεται ήδη από τον ίδιο τον ...παβλοφικά προβοκατόρικο τίτλο (μία από τις χαρές της εν λόγω ανάγνωσης είναι να ανακαλύψεις την πηγή της έμπνευσης του).
Χαμόγελο λοιπόν, αλλά από την άλλη δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλό "ευθυμογράφημα". Ένας όρος ο οποίος άλλωστε ακούγεται κάπως πεπαλαιωμένος έτσι που παραπέμπει στις "εύθυμες ιστορίες" τηλεοπτικών σειρών του ...Δαλιανίδη και στα ανώδυνα "απολιτίκ" χρονογραφήματα του παλιού αθηναϊκού τύπου που "έθιγαν" μεν όλα τα δυνητικά ή φαντασιακά κακώς κείμενα της κοινωνίας, με μια αλαφρότητα όμως τόσο επιφανειακή και βαθιά συντηρητική η οποία ουσιαστικά στο τέλος τα νομιμοποιούσε κιόλας.
Αν περάσουμε όμως σε αντιδιαστολή στον χώρο του πολιτικού, εκείνου που δεν διστάζει να πάρει θέση (γιατί όπως γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας, "η αντικειμενικότητα είναι μια εύκολη δικαιολογία"), εδώ ελλοχεύει πλέον ένας άλλος κίνδυνος: να μεταβούμε από την επιφανειακή πλάκα σε σοβαροφανείς μασκαρεμένες σε λογοτεχνία πολιτικές μπροσούρες, με πρωταγωνιστές-μαριονέτες στα χέρια των έντονων (και συνήθως φανατισμένων) απόψεων του εκάστοτε συγγραφέα. Οι ενίοτε ατσούμπαλα πολιτικοποιημένοι μας καιροί, κάπου ανάμεσα στο δίπολο "είμαστε μια πτωχή πλην τίμια και βασανισμένη χώρα που μας επιβουλεύονται οι κακοί ξένοι" κόντρα στο "είμαστε μια πτωχή πλην όμως άτιμη και τα θέλαμε και τα πάθαμε χώρα που δεν μπορεί να φτάσει τους διαφωτισμένους ξένοι" (sic), έχουν αποτελέσει γόνιμο έδαφος για ουκ ολίγα τέτοια φυντάνια.
Ο Τσαντίκος, είναι μεν μάχιμος δημοσιογράφος στην πόλη στην οποία βρέχει μόνο δύο φορές το χρόνο (τα Γιάννενα ντε) και πολιτικό ον που δεν κρύβει λόγια όταν χρειάζεται, έχει εν τούτοις την οξυδέρκεια να αποφύγει τον σκόπελο αυτό. Κατά έναν τρόπο, όλοι του οι ήρωες (και δεν είναι και λίγοι σε σχέση τουλάχιστον με το μέγεθος του κειμένου) είναι συγχρόνως αντιπαθείς και συμπαθείς με τον τρόπο του ο καθένας, έτσι που παλεύουν να επιβιώσουν στην όχι και τόσο σύγχρονη καπιταλιστική Ελλάδα, αυτή που πέρασε χωρίς πολλές ασυνέχεια από τον ντενεκέ με λάδι του μικρο-δωσίλογου της Κατοχής στα πακέτα Ντελόρ και στα σύγχρονα ΕΣΠΑ, στις ΜΚΟ και σε κάθε άλλο αρκτικόλεξο για ευφάνταστο άρμεγμα του δημοσίου χρήματος από "υγιείς" ...μη-κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες της ελεύθερης αγοράς.
Υπό την οπτική αυτή, δεν έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα βιβλίο που αντλεί έμπνευση από την Κρίση (αν και ίσως δεν θα είχε γραφτεί χωρίς αυτή). Γιατί απεικονίζει μια πραγματικότητα η οποία υπερβαίνει τους στενούς χρονικούς περιορισμούς στα χρόνια της "Κρίσης", στην οποία μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας και τον περίγυρο μας. Ο δε τρόπος που επιλέγει για να την καθρεφτίσει (αν δεχτούμε ως σχεδόν στερεοτυπικά αυτονόητο ότι η λογοτεχνία είναι ο καθρέφτης μιας κοινωνίας) είναι μέσα από ένα καθρέφτη παραμορφωτικό και μεγεθυντικό ταυτόχρονα, όπου οι καταστάσεις εξωθούνται στα άκρα και υπερβαίνουν τα όρια του ρεαλισμού, μπαίνοντας έτσι στα χωράφια του σουρεαλισμού, παραμένοντας εν τούτοις αληθοφανείς (πόσες φορές άλλωστε δεν έχουμε ακούσει/πει ότι η ελληνική τραγελαφική πραγματικότητα υπερβαίνει και την πιο αχαλίνωτη δημιουργική φαντασία;).
Σε μια σπάνια (για τον ουσιαστικά ανάδελφο -παρά το σύνηθες φαινομενικό αλληλολιβάνισμα- συγγραφικό χώρο) απόδοση επιρροής-"εγκεφαλικής σύνδεσης" ο Τσαντίκος μνημονεύει τον Γιάννη Πλιώτα (ο οποίος φέτος ξαναέβγαλε τα εξαφανισμένα "Ουγγρικά ψάρια" του) και κυρίως (υπογραμμίζω εγώ) τον Λένο Χρηστίδη, ο οποίος πριν από πολλά ανύποπτα (;) χρόνια άνοιξε αυτό τον εκφραστικό δρόμο, 1995 ήταν όταν κυκλοφόρησε το Bororo. Έκτοτε τον δρόμο αυτό περπάτησαν μια σειρά συνεχιστές και μιμητές, ο δε καταιγιστικός, ενίοτε παραληρηματικός ενίοτε χοντροκομμένος και διαρκώς ανατρεπτικός λόγος καλλιεργήθηκε, καλώς ή κακώς, στην προκλητική εκ φύσεως γραφή των κοινωνικών "μυδίων", έφτασε ίσως στα όριά του, ακόμη και σε γειτνίαση με το τρας (με την θετική και την αρνητική έννοια) με τον Κωστάκη Ανάν.
Αν θελήσουμε να ανοιχτούμε σε προβληματισμούς οι οποίοι υπερβαίνουν τις προθέσεις και τις στοχεύσεις του παρόντος βιβλίου, τίθεται ένα ζήτημα για το που οδηγεί πλέον αυτός ο δρόμος. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι έφερε μια πνοή αναζωογονητικού αέρα στα στάσιμα νερά της ελληνικής λογοτεχνίας. Μήπως όμως πλέον έχει εξαντλήσει την δυναμική του και κυρίως την παρεμβατικότητα του; Προσωπικά μου λείπει στο είδος αυτό όχι τόσο η μετάβαση από το καυστικό χιούμορ σε μια πιο βαθιά και ολοκληρωμένη χαρακτηρολογική (ανθρώπινη ουσιαστικά) προσέγγιση, αλλά κυρίως μια νοηματική ενότητα, ίσως και μια αναζήτηση διεξόδου (λύτρωσης;). "Και μετά τον υπερ-ρεαλισμό τι;", θα συμπύκνωνα το ερώτημα. Το οποίο σίγουρα υπερβαίνει κατά πολύ τα λογοτεχνικά όρια και αγγίζει τον υπαρξιακό πυρήνα μιας ολάκερης χώρας...