Ο αποικιοκράτης χίπστερ
H μορφή του 'χίπστερ" κάτω από τα καταιγιστικά πυρά ενός Γάλλου ακαδημαϊκού. Και μια υπεράσπιση... Του Αντώνη Ξαγά
Μήπως τυχόν κι είσαστε χίπστερ; (εντάξει, εμένα μ’ αρέσει η γραφή ‘χίψτερ’, αλλά ας ακολουθήσουμε εδώ αυτή του προκείμενου βιβλίου) Ναι, εσείς κυρία μου. Εσείς δίπλα επίσης; Απεταξάμην; Τότε, μήπως τυχόν γνωρίζετε κάποιον χίπστερ; Πολλούς σίγουρα (πολλές λιγότερο, για κάποιο λόγο στον χώρο έχει υπερισχύσει η αρσενική εικονοποιία). Γιατί ως γνωστόν, και η κόλαση είναι οι Άλλοι (ή οι… Γάλλοι) και οι χίπστερ επίσης «είναι πάντα κάποιος άλλος».
Θα μπορούσε λοιπόν να μιλήσει κανείς για «απροσδιοριστία του χίπστερ»; (μια απροσδιοριστία ωστόσο με πολύ απτά αποτελέσματα, που δεν σημαίνει ανυπαρξία, ακόμη και στην κβαντική που ο κόσμος μπορεί να είναι γεμάτος φαντάσματα σωματιδίων, υπάρχει και η υλική «σωματιδιακή» σκληρότητα). Πως μπορεί να προσεγγίσει κανείς αυτή την αφάντως φανερή φυλή; Ποια είναι τα σημεία αναγνώρισής της; Ποια η ταυτότητά της; Δεν μπορεί να μην έχει ταυτότητα, όλοι για μια ταυτότητα (με ή χωρίς τσιπάκι) ζούμε.
Ας ξεκινήσουμε από τα φαινόμενα. Κι ας (τον) ζωγραφίσουμε («κοιτάξτε ρε τον κωλοχιπστερά»). Σίγουρα θα είναι λευκός (ας το κρατήσουμε αυτό). Προσθέτουμε και μούσια, με κάποιους …λευκούς λεκέδες (από το γάλα αμυγδάλου, βρώμης, σόγιας κοκ), με ποτό απροσδιόριστης σύνθεσης στο χέρι, σίγουρα με κάποια σπορίδια που πολύ θα εκτιμούσε ένας παπαγάλος (και σίγουρα χωρίς λευκή ζάχαρη, η… απο-αποικιοποίηση ξεκινά από τα σάκχαρα, κι ας διασκεδάζει η Χημεία), τον ντύνουμε και με παλιά (εχμμ βίντατζ μεν πανάκριβα δε) ρούχα. Ωραία, γελάσαμε με το στερεότυπο, ότι πρέπει για μια σεφερλίδεια επιθεώρηση – ή ένα κομμάτι σαν το διασκεδαστικό «Vintage» των Augn που ακούω τώρα (αν και τα στερεότυπα είναι βγαλμένα από την πραγματική ζωή, εξού και η ακαταμάχητη δυναμική τους). Πάμε σε κάτι πιο ουσιαστικό; Να παρατηρήσουμε την ακατάσχετη ανάγκη πρωτοτυπίας (συγχεόμενης με την εκκεντρικότητα) και την συνάφεια της με την ατομικότητα; Να εστιάσουμε στην αναγόρευση της κάθε επιλογής, από την ένδυση και την διατροφή μέχρι την πολιτισμική κατανάλωση, την μουσική (μόνο από βινύλια ασφαλώς), την ψυχαναγκαστική παρουσία σε δρώμενα (hashtag και ποστ παρουσίας), όλα αυτά ως ταυτοτικά σημάδια αναγνώρισης και κυρίως εξύψωσης και φυσικά προβολής του Εγώ; Σε ένα curation ουσιαστικά του Εαυτού, με την πρώτη ύλη να κείτεται άφθονη και ανυπεράσπιστη υπεράνω κάθε χωροχρονικού περιορισμού στα διαδικτυακά πανέρια, σαν μπουφές συνεδριακού τουρισμού με «απ’ όλα», έτοιμη να… κολομβοποιηθεί από τον κάθε επίδοξο ‘digger’ (όπου «κολομβοποίηση» διάβαζε «την τέχνη να ανακαλύπτεις κάτι που δεν είναι καινούργιο», όπως έκανε και με την ‘Αμερική’/Δυτικές Ινδίες ο αλήστου μνήμης Γενουάτης), με ευ-καταστασιακή άνεση (pun intended) και θέση (και ενίοτε υπεροπτική στάση σαρκασμού χωρίς κανένα πολιτικό περιεχόμενο, και μια ειρωνεία κινούμενη με υπεροπτική άνεση και λαμπερό χαμόγελο από τα πολύ αριστερά ως τα πολύ δεξιά γιατί «καθώς ανθίζει μέσα στην ασάφεια, δεν μπορεί κανείς να την εντάξει στο στρατόπεδό του»). Και τελικά να φτάσουμε σε μια ανάδειξη (οικειοποίηση; αποικιοποίηση;) της Τέχνης και του γούστου περί αυτής σε μέσο (αλλά και κίνητρο;) όχι μόνο προσωπικού branding αλλά και κοινωνικής ταξικής (αλλά και ηθικής) διάκρισης (γεια σας κύριε Μπουρντιέ!);
Λοιπόν; Αναγνωρίζει καμιά μας στο είδωλο αυτό τον Εαυτό της; «Κανείς δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως χίπστερ, κανείς δεν θεωρεί τον εαυτό του εξευγενιστή» σημειώνει καταστατικά στο βιβλίο του ο Γκρέγκορι Πιερρό. Είναι κι επικίνδυνοι καιροί, «fire, fire gentrifier!» ήταν ένα σύνθημα που ακούστηκε στους δρόμους της χιπστεροπρωτεύουσας Μπρούκλυν («εδώ ζούσαν κάποτε μαύροι») την εποχή των πορειών για το Black Lives Matter σαν έκφραση αντίδρασης στο παγκόσμιο φαινόμενο που μετατρέπει πάλαι ποτέ λαϊκές συνοικίες σε ζώνες αποκλεισμού, σε απρόσιτα κάστρα μιας νέας ελίτ η οποία δρα ωστόσο για το «καλό μας» («τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν κάποτε οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες ανακυκλώνονται σήμερα στη συζήτηση για τις αστικές αναπλάσεις: ο εξευγενισμός χτίζει υποδομές και βελτιώνει το επίπεδο ζωής. Βελτιώνει το λάιφστάιλ, σε κάθε περίπτωση. Είναι πιο υγιεινός επίσης, γιατί όχι;», σημειώνει και ο Πιερρό, και φανταστείτε, δεν έχει καν δει υποθέτω τον αθηναϊκό… Μεγάλο Περίπατο).
Γάλλος στην καταγωγή είναι ο Πιερρό, στην Αμερική διαβιεί ωστόσο ως ακαδημαϊκός (κάτι που ήδη προσωπικά με κάνει λίαν καχύποπτο κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν, τα αμερικανικά πανεπιστήμια των καιρών μας δρουν σαν ελίτ εκκολαπτήρια ενδογαμικής αναπαραγωγής ενός νέου αφόρητου κομφορμισμού καλυμμένου υπό την προβιά διαφόρων «ωραίων» πομπωδώς επαναλαμβανόμενων εννοιών -στα νταούλια των οποίων χορεύει, φευ, μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου και μάλιστα και του αυτο-χαρακτηριζόμενου ως αριστερού ή εναλλακτικού). Κατά τα ακαδημαϊκά λοιπόν ειωθότα, ο συγγραφέας θέτει εδώ ουσιαστικά ένα θεώρημα προς απόδειξη, που σημαίνει ότι πιάνεις μια ερμηνευτική γραμμή, ντετερμινιστική και γραμμική, την υπηρετείς για να στηρίξεις το συμπέρασμα, και με όλες τις συμβάσεις και φυσικά τις αποσιωπήσεις και τις επιλογές… κερασιών (ήτοι cherrypicking), συνηθισμένα φαινόμενα αυτά στον ακαδημαϊκό χώρο, ακόμη και τον βασισμένο σε σκληρά αριθμητικά δεδομένα, πόσο μάλλον στον αφηρημένο και ανοιχτό σε κάθε είδους ερμηνεία χώρο των κοινωνικών «επιστημών» (η επιστήμη εδώ με εισαγωγικά) όπου εύκολα τα σφυριά μπορούν να βλέπουν τα πάντα ως καρφιά. «Ο χιπστερισμός είναι αποικιοκρατία» είναι το προς εξέταση και απόδειξη θεώρημα εν προκειμένω, και το σφυρί είναι η «λευκή κυριαρχία». Στόχος είναι δε η εξήγηση διαφόρων παθογενειών της νεωτερικότητας, η ανακατάληψη του παρελθόντος (ή η επινόηση μιας παράδοσης, που έλεγε και ο θείος Έρικ;), η αποκατάσταση των αδικιών της Ιστορίας, ακόμη κι όταν αυτό γίνει με μια αλαφρότητα απέναντι στις ίδιες τις πηγές (π.χ. είναι λίαν διασκεδαστικό, όχι όμως και πολύ «επιστημονικό» το πως διεκδικεί τα πρωτεία της χιπστεροσύνης για τους μαύρους τζαζίστες της bebop ή πως πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω στον χρόνο, στην τζαζ των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ανακαλύπτει και αναδεικνύει άγνωστες μορφές, π.χ., τον «αυθεντικότερο μποέμ της παρισινής κοινότητας», το όνομα ενός ελεύθερου μαύρου από την Γουαδελούπη με το όνομα Αλεξάντρ Πριβά ντ’Ανγκλμόν για τον οποίο αναφέρει ότι «τα περισσότερα απ’ όσα γνωρίζουμε για αυτόν είναι από δεύτερο χέρι, μας τα μετέφεραν φίλοι και γνωστοί του».
Βάζοντας στην άκρη διάφορες τέτοιες… αλαφροχειρίες (άλλωστε η ανάλυση ακόμη και μιας σφικτά στρατευμένης άποψης έχει το ενδιαφέρον της, ειδικά στην παρακολούθηση της κατασκευής του ιδεολογικού ικριώματος), η προσέγγιση του Πιερρό ταιριάζει πολύ καλά στην απόπειρα εξήγησης της ανόδου του αμερικανικού (και όχι μόνο!) φασισμού και της τραγικοκωμικής εκδήλωσης του Τραμπισμού («Ο χίπστερ του 21ου αιώνα έστρωσε το δρόμο για την εποχή του Τραμπ και για τις απροκάλυπτες προσπάθειες των λευκών για μια εσωτερική αποαποικιοποίηση»). Βαριά η κατηγόρια, ωστόσο αρκούντως στοιχειοθετημένη έτσι όπως ο συγγραφέας ανοίγει το ερμηνευτικό του σχήμα πέρα από την εύκολη σύνδεση του «χιπστερισμού» με τον αστικό εξευγενισμό των ντουβαριών, και περνάει στον «εξευγενισμό» ιδεών όπως ο φασισμός ή ο ναζισμός. Όπου δεν διστάζει να υπογραμμίσει με μελανά χρώματα τον ρόλο του πανκ, το οποίο πράγματι με δήθεν ειρωνική κουλ υπεροψία έπαιξε πολύ με τα σύμβολα και την εικονοποιία του ναζισμού, έτσι, για πλάκα, για ‘πρόκληση για την πρόκληση’ που λέει και η κλασική υπερασπιστική γραμμή, για «τρολιά» που θα λέγαμε σε σύγχρονη ορολογία, μέχρι … μέχρι που στις πανκ συναυλίες έσκασαν οι πρώτοι αληθινοί ναζί (και παρέμειναν κιόλας, παρά τα διάφορα ηρωικά «Nazi punk fuck off»), «η απόσταση που χώριζε αυτόν που υιοθετούσε ειρωνικά τη στάση του Ναζί από τον κρυφο-Ναζί γεφυρωνόταν διαρκώς». Γιατί, για να το θέσουμε όχι ακριβώς ακαδημαϊκώς correct, όπως έχει δείξει η πρακτική, όποιος ανακατεύεται με τα ναζί πίτουρα, καταλήγει να τον φάνε οι ναζί… κότες.
Το βιβλίο του Γκρέγκορι Πιερρό έχει βάλει λοιπόν την μορφή (ή μήπως την καρικατούρα;) του χίπστερ σε κεντρική στοχοθέτηση και εξαπολύει βελάκια. Άλλοτε εντός στόχου, άλλοτε εκτός, σίγουρα όμως όλα ιοβόλα, κάνοντας το ανάγνωσμα εξαιρετικά απολαυστικό, διανθισμένο όπως είναι με ένα χιούμορ και μια αμεσότητα η οποία συνηθίζεται στον αγγλοσαξωνικό ακαδημαϊκό χώρο (σε αντίθεση με την ενθάδε σφιχτόκωλη σοβαροφάνεια). Για παράδειγμα -μεταξύ πολλών- τα βέλη εκτοξεύονται προς το είδος της μετα-δημοσιογραφίας του τύπου VICE μέχρι και την… Kim Gordon (ειρήσθω εν παρόδω, το πιο αδιάφορο λάιβ του φετινού καλοκαιριού), η οποία αναγορεύεεται εδώ ως «το απαστράπτον σύμβολο της γυναίκας χίπστερ, η βασιλομήτωρ του χιπστερισμού» καθιστώντας την άνοδο του χιπστερισμού σύμφυτη με την άνοδο του ίντυ ροκ, «αυτής της άμορφης φούσκας που κατασκεύασαν οι δισκογραφικές (…) την πιο πρόσφατη οικειοποίηση των μπλουζ» (στο ίδιο πνεύμα, απολαυστική και η παράγραφος όπου περιγράφει το κοινό μιας συναυλίας των Alt-J).
Καλά όλ’ αυτά, ωραία, βρήκαμε λοιπόν την καθησυχαστική απάντηση στα δεινά της εποχής, τον σύγχρονο αποδιοπομπαίο τράγο που θα σηκώσει όλες τις ευθύνες για κάθε σύγχρονη πληγή του Φαραώ; (χμμ, χίπστερ όμως με μια μορφή υπήρξαν πολλάκις στο παρελθόν, δεν συνιστούν καινοφανές φαινόμενο, παρόμοια χαρακτηριστικά θα βρούμε σε ομάδες όπως π.χ. οι αντιδραστικοί Incroyables (και οι συντρόφισσες τους, οι Merveilleuses) της μετεπαναστατικής Γαλλίας, ή οι μποέμ και οι δανδήδες του ύστερου 19ου αιώνα, πάλι της Γαλλίας κυρίως –τι λέγαμε στην εισαγωγή για την… κόλαση;). Ποια όμως είναι η «γραμμή φυγής»; (που θα ‘λεγε κι ο Ντελέζ). Το «δια ταύτα»; «Μπορούμε να αποαποικιοποιήσουμε τους χίπστερ;» «Καλή ερώτηση», απαντάει μόνος του. Και κάπου σημειώνει απολογητικά: «δεν υπάρχει τίποτα έξω από τον χιπστερισμό: όλοι ζούμε μέσα του, είτε το θέλουμε είτε όχι». Μήπως είμαστε όλες λίγο χίπστερ; Και ο πρώτος μη-χίπστερ τον λίθω βαλέτω; Μήπως και ο ..αντι-χίπστερ γίνεται κατά έναν παράδοξο ετεροκαθοριζόμενο τρόπο «χίπστερ» κι αυτός;
Μήπως λοιπόν αυτή η συζήτηση χάνεται στην δημιουργία κλισέ τα οποία δεν υπάρχουν με σάρκα και οστά; Μήπως εν τέλει και η ίδια η έννοια του «χιπστερισμού» δεν είναι μία ακόμη από αυτές τις μοδάτες λέξεις-κελύφη, τις εντυπωσιακές απέξω, τις κενές από μέσα, έτοιμες για γέμισμα κατά το δοκούν και το συμφέρον; Ένα –ακόμη- παραπλανητικό σκιάχτρο, ένας φαντασιακός ‘-ισμός’, μια –ακόμη- φιλόδοξη «Θεωρία των Πάντων», από αυτές που επινοεί ο άνθρωπος διαρκώς στην μάχη του απέναντι στο χάος της πραγματικότητας, για μια ψευδαίσθηση εξήγησης και ελέγχου; «Θεωρίες των Πάντων» (να διαβλέψουμε εδώ έναν ‘φθόνο Φυσικής’; μολονότι ούτε οι φυσικοί τα έχουν καταφέρει καλύτερα), όπως άλλοτε ήταν το Σύστημα και ο Καπιταλισμός, που διάδοχοι σήμερα μπορεί να είναι η Λευκή Κυριαρχία, η Πατριαρχία, η Αποικιοκρατία, μέχρι το επόμενο κοσκινάκι, μαζί με νέα άρθρα και δημοσιεύσεις, citation index, παραπομπές, συνέδρια, καλά κρασιά στα ποτήρια, καριέρες, ακαδημαϊκές βαθμίδες και προαγωγές, όλα αυτά συνήθως σε απόσταση ασφαλείας από τα προς μελέτη (και διάσωση) υποκείμενα, ενίοτε και με περιφρόνησή τους, όταν δεν εμπίπτουν στο οριζόμενο πλαίσιο και τις προσδοκίες του, που ξεχνούν κατά βάση ότι οι άνθρωποι έχουν τις ζωές τους με μια πολλαπλότητα και διαφορετικότητα ρόλων, αντιφάσεων, αναγκών και βιωμάτων και δεν είναι ιδεότυποι για την προκρούστεια κλίνη μιας κάποιας θεωρίας (με την ενοχλητική π.χ. υπόρρηση ότι ένας μαύρος μέλος μιας οικονομικής ή ακαδημαϊκής ελίτ έχει στην πραγματικότητα πολλά περισσότερο κοινά με έναν συνάδελφο του… άσπρο-ξέξασπρο παρά με έναν άνεργο φτωχό μαύρο σε Νότια Πολιτεία). Γιατί η ταξικότητα μπορεί μεν να εξοβελίστηκε από το προσκήνιο-μόδα προς χάριν άλλων πιο ‘αταξικών’ και ακίνδυνων ερμηνευτικών σχημάτων, ωστόσο παραμένει ο ελέφαντας στο δωμάτιο που φωνάζει μέσα από την παρουσία-απουσία του. Πόσο μάλλον όταν εν προκειμένω, είτε προσπαθούμε να εξηγήσουμε τον ναζισμό είτε το gentrification, σε καπιταλιστικά συμπτώματα αναφερόμαστε κατ’ ουσίαν (και του καταγγελλόμενου ακόμη «χιπστερισμού», «η ιδρυτική του λογική είναι η κατανάλωση» σημειώνει και ο Πιερρό, κάπου εδώ μάλιστα αγγίζουμε την θεμελιώδη αντινομία του ροκ, αλλά αυτό είναι ζήτημα για άλλο κείμενο). Γιατί λοιπόν να πρέπει εμείς «να επιλέξουμε έναν μόνο από τους διαφορετικούς αγωνες που δίνονται ενάντιαα στους διαφορετικούς τρόπους κυριαρχίας, γιατί να πρέπει να θέσουμε κάποιον απ’ αυτούς στο επίκεντρο της πολιτικής μας ενασχόλησης, έστω κι αν γνωρίζουμε ότι κάθε κίνημα έχει την τάση να επιβάλλει τις δικές του αρχές για τη διαίρεση του κοινωνικού κόσου ως πρωτεύουσες και προεξάρχουσες;», αναρωτιέται ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ντιντιέ Εριμπόν στην σπουδαία «Επιστροφή στη Ρενς» (βιβλίο που θα πρότεινα θερμώς ως… αντι-ανάγνωσμα).
Και τι σημαίνει άραγε η «απο-αποικιοποίηση» (ή και… απο-οικειοποίηση) σε αυτό το πλαίσιο, της Τέχνης, σε συνθήκες ακόμη ενός αγγλοσαξωνικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού; Μια νέα «καθαρότητα»/«γνησιότητα» είναι η απάντηση; Επιστροφή στην καθαρολογία, στην «safe» περιχαράκωση κάθε πολιτισμού στον τόπο του και στους φορείς και στα υποκείμενά του, σε μια αποκλειστική εντοπιότητα (χωρική, χρονική ή διανοητική); Σε έναν κόσμο ο οποίος ήδη κλείνεται σε ολοένα πιο ερμητικούς μικρόκοσμους, σε απομονωμένα ‘νησιά’, η καθεμιά μας στην δική της… άγονη γραμμή, παράλληλες πραγματικότητες που δεν τέμνονται, «καμιά δεν –με- καταλαβαίνει» ή χειρότερα «καμιά δεν με καταλαβαίνει και δεν δικαιούται δια να ομιλεί για μένα», στην απόλυτη δηλαδή μοναδικότητα, στην πιο υγρή ονείρωξη του υπαρκτού φιλελευθερισμού;
«Ο αποαποικιοποιημένος χίπστερ είναι ένας προδότης της φυλής του» (spοiler alert) είναι η καταληκτική ατάκα του βιβλίου, ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες. Μ’ αρέσει σαν σκέψη. Μήπως εν τέλει αυτή η ξέφρενη οικειοποίηση των πάντων από τους ‘χίπστερ’ (όποιοι κι αν είναι αυτοί), το παρδαλό ανακάτεμα, η ρευστοποίηση των ορίων, η αυθόρμητη ανεμελιά των ‘φασαίων’ (όποιοι κι αν είναι αυτοί) η οποία αμφισβητεί και αναιρεί στην πράξη τις όποιες αιτήσεις γνησιότητας και αυθεντικότητας και καθαρότητας, να είναι μια καλή απάντηση στα νέα στεγανά, στα νέα σύνορα και στους νέους αποκλεισμούς;
(Μετάφραση: Δημήτρης Μ. Μόσχος)