Ψυχογραφήματα και Χαρακτικά Ποτισμένα στο Μαύρο Γάλα της Μήστρας
Γυναίκες που 'ζωντανεύουν' μέσα από χαρακτικά και γίνονται ιστορίες. Της Χριστίνας Κουτρουλού
Στην Ελλάδα, η γυναίκα άργησε πολύ να αναγνωριστεί ως κοινωνικό ον: υπολογίζεται ότι ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα που άρχισαν να γεννιούνται κάποιες σκέψεις πιο ανοιχτόφωνα. Ωστόσο η λαϊκή παράδοση των δημοτικών τραγουδιών την είχε ήδη τιμήσει δεόντως, έστω και μέσω της αντρικής ματιάς και στα πλαίσια πάντα της οικογένειας. Άλλοτε σαν μητέρα, άλλοτε σαν αδερφή, σαν κόρη, σαν σύζυγο· χαροκαμένη, έτοιμη να θυσιαστεί, ανέγγιχτη από τη ματιά του κόσμου, δυστυχισμένη, άπιστη.
Στο παρόν βιβλίο (νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις Αντίποδες), ο Φώτης Βάρθης άρχισε να χαράζει συναισθηματικές διακυμάνσεις μέσα από τη σκοπιά εννέα δημοτικών τραγουδιών, εστιάζοντας στον πόνο των χαμένων στον χρόνο γυναικών. Ταυτόχρονα, κάλεσε τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη να διηγηθεί τις ιστορίες τους, μέσα από το φίλτρο των χαρακτικών του.
Στις Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας (2017), ο Τσαπραΐλης μας έδωσε μια γεύση από τις εμπνεύσεις και τις επιρροές του: παράδοση και λογοτεχνία τρόμου, σε μπλακ μέταλ συχνότητες. Σε αυτούς περίπου τους τόνους συνεχίζει λοιπόν κι εδώ. Με βάση έναν κεντρικό πυρήνα, τον οποίον αρχίζεις να αναμένεις με κάθε ιστορία που περνάει, ξετυλίγονται εμπρός σου άχρονες αφηγήσεις. Ο πόνος που ξεκινά από τη βρεφική ηλικία, εκείνος που σε περιμένει στο μέλλον (ως βρέφος) κι αυτός που ζεις γνωρίζοντάς το (ως μητέρα).
Στις σελίδες του Γυναίκες που Επιστρέφουν, ο Κάτω Κόσμος αποτυπώνεται σαν πηγή ζωής: δεν σε αναζητά, αλλά τον επιλέγεις (ή τον επιλέγουν για σένα)· απεγνωσμένα, με όποιο τίμημα. Σαν ένα μεταφυσικό στοιχείο, το οποίο σου προσφέρεται χωρίς τσιγκουνιά. Εκεί επίσης που νιώθεις ότι χάνεσαι σε κάποιο παλάτι του Μεσαίωνα, ξάφνου βρίσκεσαι σε ένα σινεμά του σύγχρονου κόσμου. Αρχίζεις επίσης να φαντάζεσαι ταινίες τρόμου σε αναπροσαρμογή – νιώθεις π.χ. μια χροιά από το Midsommar του Ari Aster ή σκέφτεσαι τη Ρόζμαρι του Ρομάν Πολάνσκι, να παραδίδει από μόνη της το μωρό της στο «Κακό». Η πίκρα, η θλίψη, η μοναξιά, η αναμονή, η συζυγική κακομεταχείριση, μεταφράζονται σε ανοιχτές ουλές που δυσοσμούν. Μοιάζει έτσι το μαύρο γάλα της Μήστρας να έχει ποτίσει τα έργα του Βάρθη, από τα οποία μεταλαβαίνει κατόπιν η πένα του Τσαπραΐλη. Άρρηκτα δεμένα, κατά τρόπο συμπαγή, χωρίς να μπορείς τελικά να ξεχωρίσεις ποιος ενέπνευσε ποιον.
Η γλώσσα, πάλι, ακολουθεί καλοσκάλιστους δρόμους – σε σημείο να σε προκαλεί κάποιες φορές να προσπεράσεις τον σελιδοδείκτη, να σηκωθείς αυθόρμητα και να χειροκροτήσεις για το κομψοτέχνημα που μόλις ανέγνωσες. Μένει ωστόσο να πούμε ότι, αν και δεν γίνεται σαφές ποιες παραδοσιακές αναφορές έχουν επιλεγεί, η πιο τρανταχτή είναι το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού,· το οποίο ναι μεν μας ξανασυστήνεται αλλά παραμένει σχεδόν ίδιο. Κι ενώ αρχικά μπορεί να απορήσεις για το αν χρειάζεται κάτι τέτοιο, αν αναλογιστείς ότι τα δημοτικά άσματα εξελίσσονται από παραλλαγή σε παραλλαγή, σκέφτεσαι τελικά ότι ίσως αυτό ακριβώς να είναι και το πνεύμα της όλης σύλληψης.
Σε αυτές τις εννιά μικρές διαδρομές αναγνωρίζεις λοιπόν τη σκυτάλη όσων συνθηκών μεταλλάσσονται με τα χρόνια, αλλά παραμένουν παρούσες, περνώντας σαν κατάρα από γενιά σε γενιά για το γυναικείο φύλο. Αναγνωρίζεις πρόσωπα, βλέπεις μέσα από το έρεβός τους. Νιώθεις σαν να τα συναντάς τυχαία στους δρόμους, στον καθρέφτη, στα διπλανά διαμερίσματα· στα κορμιά που σε προσπερνούν ενώ βυθίζονται μες τα ρούχα τους. Ζωντανό και κοχλάζον, το βιβλίο αυτό συνεχίζει να σου ψιθυρίζει στο κεφάλι τις ιστορίες του κι αφού έχεις πια απομακρυνθεί από τις σελίδες του.