60 Χρόνια Scorpions- Το γερμανικό ροκ φαινόμενο που λάτρεψε η Ελλάδα
Πολλά έχουν λεχθεί κατά καιρούς για το συγκρότημα, συνήθως στο δίπολο άκριτης αποθέωσης και ανόητου χλευασμού. Ένα βιβλίο που βάζει επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους. Του Άρη Καραμπεάζη
Πριν πούμε πολλά λόγια για το έργο, ας πούμε λίγα λόγια για τον συγγραφέα, καίτοι ασφαλώς γνωστός στα έσχατα χρόνια στους συστηματικούς αναγνώστες αυτού του site, αλλά και οικείος στους αναγνώστες του όποιου ανταγωνισμού τα τελευταία είκοσι τουλάχιστον χρόνια.
Ο Χάρης ο Συμβουλίδης κατά την άποψη του γράφοντος είναι ο πιο ‘επαγγελματίας’ μουσικογραφιάς αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, πέραν του ότι είναι από τους ελάχιστους για τους οποίους δίπλα στην παραπάνω περι-γραφική λέξη που προτιμούμε να χρησιμοποιούμε για την πάρτη μας όσοι τέλος πάντων γράφουμε περί μουσικής, μπορεί άφοβα κανείς να τοποθετήσει και την λέξη μουσικοκριτικός. Και αυτό επειδή είναι σαφές ότι και διαθέτει γνωστικό υπόβαθρο περί της ποπ/ροκ μουσικής (και όχι μόνο στην περίπτωση του, αλλά αυτή μας απασχολεί εδώ) και φροντίζει να εξελίσσει αυτό το υπόβαθρο. Όπως δηλαδή πρέπει να κάνει ο καθένας.
Επαγγελματίας είναι όχι απαραίτητα επειδή επιβιώνει έστω και εν μέρει από το να γράφει για μουσική, αλλά επειδή πράγματι έχει αναπτύξει μια ορθή επαγγελματική μέθοδο για να το κάνει, και αυτό είναι διακριτό στα γραπτά του, στον τρόπο που προσεγγίζει τα θέματα του, αλλά ακόμη και αν απλά τον πετύχει κανείς σε μια συναυλία να κρατάει με επιμέλεια σημειώσεις, για να μην παρασυρθεί είτε από το (όποιο) πάθος, είτε για την συνήθη απώλεια σύντομης μνήμης, που ακολουθεί το πέρας κάθε συναυλίας.
Το πρώτο κείμενο που θυμάμαι από τον Χάρη, χωρίς να τον έχω ακόμη γνωρίσει τότε, είναι ένα αφιέρωμα στον Nick Cave σε κάποιο από τα πρώτα τεύχη του έντυπου μουσικού περιοδικού Sonik. Παρότι δεν θυμάμαι το ακριβές περιεχόμενο του αφιερώματος, εν τούτοις θυμάμαι πολύ καλά ότι είχα διαφωνήσει (σε βαθμό θυμηδίας, πρέπει να ομολογήσω) με την αποτίμηση που είχε κάνει στην μέχρι τότε δισκογραφία του Nick Cave. Καίτοι δεν θα ανακαλέσω την διαφωνία μου (όχι όμως και τη θυμηδία μου, γεράσαμε πλέον), εν τούτοις οφείλω να παραδεχτώ ότι ο Χάρης ήδη από τότε ορθά είχε διαβλέψει την επερχόμενη κατιούσα στην ποιότητα των δισκογραφημάτων του αντικειμένου του, η οποία και ήλθε και συνεχίζεται αμείωτη.
Για τις περιπέτειες του Χάρη ως αρχισυντάκτη του Avopolis έχω ακούσει περισσότερα από τον περίγυρο, παρά από τον ίδιο. Είναι βέβαιο πάντως ότι το ανάδελφο μας αυτό μουσικό site ποτέ πριν και ποτέ μετά από τον Χάρη δεν διεκδίκησε καν τις δάφνες ποιότητας, που ο ίδιος επεδίωξε να του περάσει, έστω και δια του εξαναγκασμού, και που λίγο-πολύ το πέτυχε (και πολύ λίγο δεν το πέτυχε).
Θα κλείσω λοιπόν αυτό το σύντομο βιογραφικό του Συμβουλίδη, αναφέροντας ότι ως συγγραφέας μουσικών βιβλίων, δείχνει σε εύρος χρόνου να είναι ακόμη πιο τολμηρός, έως και ατρόμητος. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το πως το μακρινό 2008 επέλεξε να γράψει το βιβλίο ‘Oi-Η μουσική των Skinheads’- εκδόσεις ΙΣΝΑΦΙ’ (εξαντλημένο στον εκδότη και χαμένο στην βιβλιοθήκη μου, όπως δυστυχώς διαπίστωσα με την ευκαιρία- θα διαταχθεί έρευνα), δηλαδή για ένα ροκ ιδίωμα για το οποίο ακόμη και οι υποψιασμένοι εντός συνόρων μουσικόφιλοι όχι απλώς έχουν μαύρα μεσάνυχτα, αλλά και είναι πανέτοιμοι να σου αραδιάσουν ένα σωρό κλισέ αρλούμπες, αν τυχόν τολμήσεις το φέρεις έστω και ως θέμα συζήτησης.
Καθώς λοιπόν ο ίδιος ο Χάρης στον πρόλογο του βιβλίου αναφέρει ότι η ιδέα για την συγγραφή του γεννήθηκε στις αρχές του 2010 (δηλαδή πριν καν συμπληρωθούν δύο χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το προηγούμενο), τον φαντάζομαι να σκέφτεται μεταξύ άλλων τι στο καλό μπορεί να είναι πιο παρεξηγημένο στην εγχώρια ροκ πραγματικότητα μεταξύ των υποτίθεται ψαγμένων του ροκ από το oi punk, και να καταλήγει χωρίς πολλά πολλά στους Scorpions, για να ‘εξοργίσει’ μεταξύ άλλων και τους επάρατους οπαδούς του indie τους οποίους τόσο του αρέσει να ‘ενοχλεί’ ειδικά σε σύμπραξη με τον πολυετή ραδιοφωνικό σύντροφό του, Στυλιανό Τζιρίτα, που με τη σειρά του προλογίζει το βιβλίο, και πρόωρα βάζει αρκετά πράγματα στη θέση τους (απειλώντας μας παράλληλα για κάποια άλλα, όπως ειδικά για μια επερχόμενη μονογραφία για την ‘χρυσή περίοδο’ των Whitesnake (ε ρε Starsailor που σας χρειάζονται).
Το βιβλίο του Χάρη λοιπόν για τους Scorpions χαρακτηρίζεται μεν ορθά ως μονογραφία για το συγκρότημα, και παρότι τύποις αυτή η κατηγοριοποίηση είναι σωστή, στην πράξη είναι τουλάχιστον ελλιπής.
Και αυτό προκύπτει όχι εκ του αντικειμένου, αλλά εκ του αποτελέσματος. Που εδώ που τα λέμε το αποτέλεσμα οφείλεται στο αντικείμενο, συνεπώς οι ίδιοι οι Scorpions, τα πεπραγμένα τους και οι παραλείψεις τους, είναι αυτές που τοποθετούν το βιβλίο περισσότερο στο χώρο της ατόφιας, αλλά και πατροπαράδοτης (σχεδόν συντηρητικής θα έλεγα, αλλά με απόλυτα θετική έννοια και αύρα ως προς την έννοια) μουσικοκριτικής.
Διαβάζοντας το βιβλίο, ο επιμελής αναγνώστης δεν θα αργήσει να καταλάβει ότι η μεθοδολογία του Χάρη, η ευθυκρισία του και η διεισδυτική ανάλυση που όχι απλώς επιχειρεί, αλλά και ολοκληρώνει, σε κάθε επόμενο βήμα, δίσκο, απόφαση, κίνηση κλπ των Γερμανών ρόκερς, έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα το βιβλίο να ξεπερνάει τους Scorpions και οι Scorpions να υπολείπονται του βιβλίου.
Ξεκαθαρίζοντας ότι έχω καταστεί εξαρχής και παραμένω πάντοτε, το ίδιο μετριοπαθής οπαδός των Scorpions από τότε που τους πρωτάκουσα και μέχρι σήμερα, χωρίς ποτέ να μπω στην αήθη λογική να τους θεωρήσω guilty pleasure και άλλες τέτοιες αηδίες, θέλω να επισημάνω ότι η κριτική αποτίμηση που με ζηλευτή επιμονή τους επιφυλάσσει ο Χάρης, καταδεικνύει ότι οι Scorpions είναι τελικά ένα λιγότερο σημαίνον συγκρότημα από όσο κατάφεραν με εντυπωσιακό τρόπο να δίνουν την αίσθηση ότι είναι. Σιγά τα νέα, θα σπεύσουν να πουν αρκετοί, εμείς δεν τους θεωρούσαμε ποτέ όχι σημαντικό, αλλά ούτε άξιο λόγου συγκρότημα.
Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Σου αρέσουν/ δεν σου αρέσουν, τους άκουγες/ δεν τους ακούς, προτιμάς τους Wipers ή/και τους Puressence από τις αιώνιες ελληνικές ροκ εμμονές, είναι δεδομένο ότι όχι μόνο εντός συνόρων, αλλά και διεθνώς, οι Scorpions φέρεται να έχουν αφήσει ένα κατά πολύ μεγαλύτερο αποτύπωμα, από αυτό που πραγματικά τους αναλογεί.
Ο Χάρης λοιπόν - κατ’ εμέ τουλάχιστον- αυτό είναι που καταφέρνει να εξηγήσει με το βιβλίο του, και θεωρώ ότι η ενασχόληση με τους Scorpions είναι απλώς και μόνο η αφορμή για να εξηγηθεί αυτό το γενικό ροκ φαινόμενο στην ολότητα του.
Και ίσως τελικά για έναν τέτοιο στόχο, οι Scorpions να αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα, ακριβώς επειδή προέρχονται εκτός του κεντρικού άξονα Αγγλίας/ Αμερικής, ακριβώς επειδή κίνησαν τα νήματα (σωστά ή/και λάθος) κυρίως οι ίδιοι και όχι οι γύρω από αυτούς, ακριβώς επειδή σε κάθε επόμενη πτώση τους, δεν παρέλειπαν να θυμούνται ότι κάποτε κάπου ίσως και να είχαν υπάρξει οι κυρίαρχοι του γνωστού ροκ κόσμου.
Η ιστορία των Scorpions, έτσι όπως την αφηγείται, αλλά κυρίως όπως την εκθέτει, ο Συμβουλίδης δεν είναι τελικά παρά η ιστορία περί του ότι το ροκ, σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα μουσικά είδη, είναι κατά βάση μία ‘άδικη’ μουσική, και ενώ παράλληλα στον πυρήνα αυτής της αδικίας, εμφιλοχωρεί μπόλικη δικαιοσύνη, καθώς ως τελική αποτίμηση, μπορεί αρκετοί από αυτούς που δεν έφτασαν στην κορυφή να αδικήθηκαν, αλλά κανείς από όσους έφτασε εκεί -έστω και για λίγο- δεν έφτασε άδικα.
Το ιδιότυπο στην περίπτωση των Scorpions είναι το ότι κάθε φορά που έδειχναν να χάνουν αμετάκλητα την ροκ κορυφή (ακόμη και σήμερα που μιλάμε δηλαδή, εδώ που τα λέμε), όλο και κάτι σκαρφίζονταν για να την επαναπροσεγγίσουν. Και μέσες-άκρες το κατάφερναν. Όλα αυτά λοιπόν που εδώ τα αναφέρουμε περιγραφικά, ο Συμβουλίδης τα εντοπίζει, τα αναλύει και τα αναδεικνύει. Με έξοχο τρόπο. Σωστή, και όχι εύκολη απαραίτητα, γραφή. Ορθή -πάντα- χρήση της γλώσσας και ασφαλώς με ιστορική τεκμηρίωση, η οποία πάντως – και ορθώς εκ νέου- δεν προηγείται, αλλά είναι παρακολουθηματική - της κριτικής αποτίμησης.
Το βιβλίο ξεκινάει εντυπωσιακά με εν πολλοίς άγνωστα στοιχεία και καταγραφές για τους Scorpions και για την προϊστορία τους, ακολουθεί πράγματι σε χρονολογική - δισκογραφική βάση την πορεία τους, χωρίς παρεκβάσεις και ανακολουθίες, και καταθέτει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε χρηστικά, αλλά και κάποιες φορές εντυπωσιακά, εγκυκλοπαιδικά trivia, που πάντοτε είναι ευπρόσδεκτα σε μία ροκ αφήγηση, ώστε αυτή να μην καταλήξει δοκιμιακή, και συνεπώς βαρετή.
Στο τέλος τέλος, ο Συμβουλίδης καταφέρνει το σχεδόν ακατόρθωτο. Αποδομεί τους Scorpions, χωρίς να τους απομυθοποιεί. Τους τοποθετεί με ορθό τρόπο στην ροκ αιωνιότητα, χωρίς να τους μυθοποιεί. Εν ολίγοις και για να τελειώνουμε και να διαβάσετε και το βιβλίο, ο Χάρης βάζει τους Scorpions στη θέση τους και αυτό δεν είναι και λίγο πράγμα, καθώς άλλωστε – και όπως καταδεικνύει και στο τελευταίο και πλέον επίδικο κεφάλαιο του βιβλίου υπό τον τίτλο ‘οι Scorpions και η Ελλάδα’- απευθύνεται σε μία εγχώρια ροκ κοινότητα που τίποτε άλλο δεν ξέρει να κάνει πέρα από το να τους χλευάζει και να τους λατρεύει. Μερικές φορές όχι αντιθετικά, και από δήθεν απέναντι μετερίζια, αλλά σχεδόν παράλληλα και χωρίς καν να το συνειδητοποιεί.
Με τα παραπάνω δεδομένα, ο Χάρης σχεδόν εγκαινιάζει -τουλάχιστον εντός συνόρων- ένα ιδιόμορφο είδος μουσικών βιβλίων. Δεν ξέρω αν τελικώς πρέπει να του αποδώσουμε τον χαρακτηρισμό ‘κριτική βιογραφία’ ή κάτι συναφές (ψάχνω να βρω κάτι αντίστοιχο με τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, αλλά δεν μου βγαίνει), ξέρω όμως ότι η αμέσως επόμενη ‘κριτική βιογραφία’ που θα ήθελα να διαβάσω δια χειρός Συμβουλίδη, και που ομοίως θα απευθυνθεί στα διχασμένα ένστικτα του εγχώριου ροκ κοινού, είναι αυτή των Smiths/Morrissey. Και εδώ είμαστε πάλι και εμείς για να την ‘αναλάβουμε’.
Περισσότερο λοιπόν από καλή επιτυχία στην έκδοση, ως τυπική ευχή, θεωρώ ότι πρέπει να προτρέψουμε τους επίδοξους αναγνώστες της να μην την ‘ξεπετάξουν’, είτε ως λάτρεις, είτε ως πολέμιοι των Scorpions. Καθώς το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό, και ο Χάρης δείχνει πράγματι τον δρόμο για να το κατανοήσει αυτό ο καθένας, ανεξαρτήτως από που εκκινεί και με ποιες διαθέσεις. Και μπράβο του (του Χάρη, όχι του καθένα).