Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας
Ένας μαύρος κόσμος. Αλλά ένα μαύρο βελούδινο, αγέρωχο και αχόρταγα ποιητικό. Αυτό είναι το χρώμα του Χρυσόστομου, αυτό που μέσα από τα διηγήματα του ξεχειλίζει έτοιμο να καταπνίξει τους εσωτερικούς χώρους στους οποίους στρογγυλοκάθεται κάθε αναγνώστης. Τα δωμάτια μετατρέπονται σε σκοτεινά και παλαιωμένα από την υγρασία και την από καιρό απραξία ιερά. Οι λέξεις που αντανακλούν στους τοίχους από την ανάγνωση τα ζωντανεύουν και παρόλο που μπορεί να 'ναι και καινούρια δωμάτια, θυμούνται τα παλαιά ντουβάρια που στέκονταν στην ίδια θέση κάποτε, τότε που οι ιστορίες για δαίμονες, για νεράιδες και για παγανά ήταν αληθινές και οι μοναδικές που οι άνθρωποι εκμυστηρεύονταν ο ένας στον άλλον παράμερα, στις άδειες γωνιές των καφενείων.
Ο Χρυσόστομος γράφει τις δικές του τέτοιες ιστορίες οι οποίες είναι σίγουρο ότι με ένα μοναδικό μαγικό τρόπο τρύπωσαν με δόλο μέσα στο κεφάλι του όταν κατάφεραν να αποδράσουν από το παγωμένο σκιερό παρελθόν. Ιστορίες οι οποίες θυμίζουν τα λαϊκά παραμύθια που οι γιαγιάδες των θεσσαλικών χωριών έπλεκαν με το στόμα τους για να πλουτίσουν το όμορφο μυαλό των εγγονών τους. Κι όμως τις πίστευαν αυτές τις ιστορίες οι γριές. Τις έλεγαν συνωμοτικά, γιατί φοβούνταν τους πρωταγωνιστές των. Η λάμια θα ερχόταν αργά τη νύχτα να σφάξει, με το σπαθί του αρχοντόπουλου που μόλις είχε ξεκοκαλίσει, όλα τα μέλη της οικογενείας που άκουγε την ιστορία της.
Θυμάμαι και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τα σκοτεινά παραμύθια του που και αυτός κάπου θα τα 'χε ακούσει να εξιστορούνται και να μετατρέπουν σε δύσβατο και ανήλιαγο παράδεισο τα σοκάκια του χωριού του, πριν μετατραπούν από το κοφτερό μυαλό του σε μεγάλη τέχνη.
Όμως έχουμε 2017. Οι ιστορίες αυτές, που πάντα είναι οι ίδιες εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, και που κανείς άνθρωπος στην πραγματικότητα δε γέννησε, παρά ξεπήδησαν από τους βράχους, τα ρυάκια και τα μονοπάτια μέσα στα δάση, φόρεσαν νέα ενδύματα για να απλωθούν στις σελίδες του βιβλίου του Χρυσόστομου. Ανακάλυψαν μέσα στο κρανίο του τον Lovecraft, τον ηλεκτρισμό και το black metal. Ανακατεύτηκαν με αυτά τα υλικά σε μια ερωτική πάλη και νίκησαν, παίρνοντας σαν λάφυρα μερικά χαρακτηριστικά των ηττημένων. Έτσι λοιπόν διαβάζουμε για τις πλατείες της Καρδίτσας που στα υπόγεια τους κάτω από τις κολώνες της ΔΕΗ κρύβουν μακάβρια νεκροζώντανα μυστικά. Διαβάζουμε για τον τρελό του χωριού που οδηγεί σα μανιασμένος με αποτέλεσμα να πεθάνει ξεχασμένος προσπαθώντας να γλυτώσει από δαιμονισμένα σκυλιά στο χωράφι του μπάρμπα-Μήτρου. Διαβάζουμε για τους δράκοντες που κλωσάνε τους θησαυρούς τους και οι άνθρωποι πια νομίζουν ότι είναι βουνά και τους ονομάζουν Πήλιο.
Ίσως να μην καταλάβει ακριβώς κάποιος που δεν κατάγεται από τη Θεσσαλία τις προθέσεις και την ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου, ίσως για να καταλάβει θα πρέπει να περπατήσει μόνος μέσα στα χωράφια, παρακολουθώντας τις μικρές μυστικές γωνιές τους, κάθε πέτρα, κάθε φυτό, κάθε ρέμα… Όλα αυτά που είναι εκεί πάντα και ζουν την αόρατη ζωή της απουσίας του ανθρώπου. Τη ζωή που γεννά αυτές τις ιστορίες και τις τοποθετεί στο νου ανθρώπων όπως ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης από την Καρδίτσα. Όπως και να 'χει όμως θα το ευχαριστηθεί.