Η Λεωφόρος των Πύργων
[ελάχιστη συνεισφορά στα 100 Χρόνια από την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης]
Στα τέλη του 19ου αιώνα, πριν την Απελευθέρωση και μετά την προηγούμενη μεγάλη πυρκαγιά [1890], οι φτωχότεροι κάτοικοι της οθωμανικής Θεσσαλονίκης αναζητούν ανέξοδη αναψυχή βολτάροντας στη περιοχή όπου βρίσκονται οι εξοχικές βίλες των "μυριοπλούτων" πολιτών, εμπόρων, ευπόρων και μεγαλοαστών. Η Θεσσαλονίκη αριθμεί τότε περίπου 120.000 κατοίκους εκ των οποίων οι 70.000 είναι εβραίοι. Η "ευρυτάτη οδός" είναι η Βασιλίσσης Όλγας, τότε γνωστή ως Λεωφόρος των Εξοχών ή των Πύργων. Απ' όλες τις φυλές του κόσμου λείπει μόνο μια, αλλά όχι πια στις μέρες μας. Γιατί άραγε δεν κατονομάζει ο καταξιωμένος αρθρογράφος το "πολλαχού επίχρυσον μέγαρον"; Υπήρχε και τότε ο φόβος της εφορίας; Διαβάστε όμως παρακάτω και για τη δική σας ευφορία!
Οι Πύργοι
Οι Πύργοι, οίτηνες φαίνονται μεν προάστειον, χωριζόμενον από της πόλεως δια του Εβραϊκού νεκροταφείου, αποτελούν όμως μέρος αυτής, ως θερινή μάλλον αριστοκρατική συνοικία, είναι o προσφιλέστερος περίπατος των Θεσσαλονικέων. Είναι τα Πατήσια ή το Φάληρον των Αθηνών, το προάστειον εκείνον, το τελείως ευρωπαϊκόν την όψιν.
Πλήθη κόσμου, ρεύματα ανθρώπινα πάσης φυλής και φυσιογνωμίας, εκ των οικούντων την νέαν εκείνην Βαβυλώνα, διαχύνονται εις την νέαν προκυμαίαν. Άλλοι περιδιαβάζουσιν, άλλοι αναπαύονται εις τα λαμπρά και ευρωπαϊκώτατα αυτής καφεία και ζυθοπωλεία, πολλοί δε διευθύνονται εκείθεν εις τους πύργους χάριν περιπάτου.
Υπάρχουν λεωφορεία (Omnibus), κυκλοφορούντα μέχρι της μιας μετά το μεσονύκτιον, από της προκυμαίας μέχρι του Παραδείσου των Πύργων.
Η άποψις των πύργων είναι μεγαλοπρεπής.
Υψηρεφή και πολυτελή μέγαρα, κομψότατα και βαρυδάπανα έργα της νεωτέρας αρχιτεκτονικής και κήποι μεγάλοι, κατάφυτοι και δροσερώτατοι, κείνται ένθεν και ένθεν της ευρυτάτης οδού. Ωραία πεζοδρόμια, περικαλλυνόμενα υπό αειθαλών δενδροστοιχιών, κοσμούσιν αυτήν και τέρπουσι τους διαβάτας.
Έκαστον των μεγάρων έχει αντικρύ επί της παραλίας λουτρώνα ιδιαίτερον πολυτελή, εν ω λούεται εις διαυγεστάτην θάλασσαν ο άρχων του μεγάρου, συγκοινωνών μετ' αυτού δια χαλικοστρώτου διαδρόμου και γεφύρας εξ - οκτώ μέτρων μήκους. Οι επιθαλάσσιοι αυτοί λουτρώνες περιβάλλονται υπό κιγκλιδωτών εξωστών, στεγάζονται δε υπό αναπαυτικωτάτων δωματίων. Εκεί επάνω μετά την δύσιν του ηλίου ή κατά τας σεληνοφώτους νύκτας, υπό ορίζοντα γραφικώτατον, εις τας δροσεράς πνοάς των λεπτών ζεφύρων, εν ω καταθέλγει η θέα του, ως πλαξ παμμεγίστη αργύρου, μαρμαίροντος Θερμαϊκού, κάτωθι δε κυμάτια, φλοισβίζοντα, παίζουσιν εις την αμμώδη ακτήν, ως φιλοπαίγμονες και αφελείς έρωτες, οι μεγαλοπρεπείς αυθένται των Πύργων διέρχονται ηδίστας ώρας, ροφώντας δρόσον ζωογόνον και γλυκυτάτην, μεθυστικάς καπνοσυρίγγας, καφέδες της Υεμένης, μελίκρανα και άλλα αναψυκτικά, ων βρίθουσι τα πλούσια αυτών μέγαρα.
Τα πεζοδρόμια και η λεωφόρος εν γένει γέμουσι κόσμου ποικίλου, όστις μετά των λεωφορείων, των αμαξών και ίππων, αποτελεί δαιδάλειον πανόραμα. Εκάστη φυλή, τάξις, ηλικία και γένος, εκάστη ενδυμασία στολή και χρώμα, εκάστη γλώσσα, εκάστη ιδιορρυθμία και καλαισθησία έχουν εκεί τους αντιπροσώπους των. Εν τη πανσπερμία εκείνη λαλούνται όλαι αι γλώσσαι της γης, διότι εις την Θεσσαλονίκην δύνασθε να εύρητε όλας τας φυλάς του κόσμου, πλην της Κινεζικής. Αληθής κοινωνικός κυκεών!
Τα μέγαρα των Πύργων είναι μεγάλα και εξαίσια οικοδομήματα, είναι δε τα πλείστα θεριναί κατοικίαι των ιδιοκτητών αυτών. Θαυμάζει τις κομψότατον, μεσαιωνικού ρυθμού, μέγαρον φέρον εν τη εξωθύρα μεγάλοις χρυσοίς ψηφίοις την επιγραφήν: Chateau Mon Bonheur` εις άλλο παρέκει νεωτέρας αρχιτεκτονικής αναγιγνώσκει παρομοίαν, Villa mon plaisir. Εις άλλο περαιτέρω, λαμπρότερον, άλλην: Villa ida, και εις άλλα, άλλας. Διακρίνεται δε εν Εβραϊκόν δια την ανώμαλον και λίαν ιδιότροπον στέγην του, μέγαρον, πολλαχού επίχρυσον.
Όλα τα μέγαρα των Πύργων περιβάλλονται και κατακοσμούνται από ευρυτάτους χλοερούς και βαθυσκίους κήπους, με δεξαμενάς και τεχνητά αναβρυτήρια και πίδακας, με καλλικέλαδα και καλλίμορφα πτηνά εν κλωβοίς βαρυτίμοις, με δένδρα υψηλά και ολοπράσινα και παραδεισίους ανθώνας, υπό την ακοίμητον επιμέλειαν πολυπληθών κηπουρών και δούλων του μυριοπλούτου εκείνου αρχοντολογίου. Υπηρέται, θυρωροί, κηπουροί, δενδροκόμοι και ανθοκόμοι, άρρενες και θήλειαι, διεσπαρμένοι εδώ και εκεί, καθαρίζουν αενάως τους εκ πολυχρώμων ψηφιδωτών κεκοσμημένους και εστρωμένους διαδρόμους και προαύλια, ώστε να λάμπουν εκ καθαριότητος, ποτίζουσι και περιποιούνται τα δένδρα, τους θάμνους και τους ανθώνας, εν οις θάλλουν τα ευωδέστερα, τα ευχροώτερα, τα σπανιώτερα άνθη του κόσμου. Και όταν ο οφθαλμός του διαβάτου εκτείνεται εις τους ανθοστολίστους και ευώδεις εκείνους παραδείσους, εις το ηδυπαθές βασίλειον των χρωμάτων, της δρόσου και της ζωής, βυθίζεται εις ηδονήν και νάρκην γλυκυτάτην και δεν θέλει ν' ανασπασθή εκείθεν ποτέ, νομίζων, ότι τρυφά εις τους κήπους της Καλυψούς ή της Λαΐδος.
Τα μέγαρα αυτά ανήκουν εις βαθυπλούτους Τούρκους, Εβραίους, Ευρωπαίους, Έλληνας και άλλους. Αλλά τα μεγαλοπρεπέστερα αυτών είναι τα μέγαρα των Σαρνώ, Καρόλου Ασλάν, Δειράν Αμπντουλά, Αλφρέδου Άμποτ, Χαμδή μπέη, Αλλατίνη, Μοδιάνων, Κλ. Χατζηλαζάρου και Αχμέτ Κερίμ εφέντη.
- Δημήτριος Βαρδουνιώτης: Οι Πύργοι [Ημερολόγιο του Σκόκου, 1893]
για την αντιγραφή: