Der Klang der Maschine
"Ήμουν κάποτε ένα ρομπότ", "Στα άδυτα του Kling Klang στούντιο", "Ο κύριος παίζει τα electro". Θα μπορούσαν να είναι εναλλακτικοί τίτλοι της αυτοβιογραφίας του πάλαι ποτέ μέλους των Kraftwerk. Του Αντώνη Ξαγά
Είναι σχεδόν υπαρξιακό το ζήτημα... Το ότι έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή σου, μπορεί να είναι και προχωρημένη, όχι όμως και απαραίτητα, να κάνεις απολογισμό, να τα βάλεις κάτω, να οργανώσεις την ύπαρξη σου κατά έναν τρόπο. Να κοιτάξεις πίσω, στην σειρά των σβησμένων κεριών που ολοένα και μακραίνει, όπως είχε γράψει ο ποιητής. Με όπλο την αυτογνωσία, την αυτοκριτική, την αυτοδικαίωση και τον αυτο-εξωραϊσμό (όλα αυτά μαζί!), να σταθείς ακόμη και απέναντι στα πιο ασυμβίβαστα και τα πιο αντιφατικά, μπας και τελικά συνθέσεις μια αλυσίδα με ντετερμινιστικούς κρίκους, να φτιάξεις ένα συνεκτικό διήγημα-αφήγημα που λένε εσχάτως, με αρχή μέση και ένα όσο το δυνατόν απωθημένο τέλος. Έτσι τα θέλει τακτοποιημένο το ανθρώπινο μυαλό, η ανθρώπινη Ιστορία. Όλοι το κάνουμε αυτό διαρκώς. Άλλοι το δημοσιεύουν. Όσοι έχουν και ένα έργο, μία δράση που κάποιους άγγιξε πέρα από τον στενό ατομικό κύκλο...
Όπως οι περισσότερες αυτοβιογραφίες, έτσι και τούτη, η οποία μόλις κυκλοφόρησε στη Γερμανία τις μέρες αυτές, ακολουθεί την γραμμική πορεία, ξεκινώντας από το μωρό Bartos στην Βαυαρία του 1952. Ακολουθούν ανέμελα παιδικά χρόνια κάτω από τη σκιά του Berchtesgaden και του Αδόλφου, μια μετακόμιση από τη βουκολική επαρχία στην μεγαλούπολη, στο επίκεντρο του Ρουρ, το Ντίσελντορφ και το μεγάλωμα στην μεταπολεμική Γερμανία της ενοχικά εκκωφαντικής σιωπής και της προτεσταντικά σκληρής εργασίας.
Η μαγική στιγμή που θα στρέψει τα όνειρα του 12χρονου Karl στον κόσμο της μουσικής θα έρθει όταν πρωτακούσει εκείνο το γκρανννν της κιθάρας που άνοιγε το "A hard day's night", από έναν δίσκο τον οποίο είχε φέρει πεσκέσι στο σπίτι ο άγγλος φίλος της αδερφής του, αξιωματικός της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής (κάποια στιγμή να γράψουμε τίποτις για την επίδραση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην ευρωπαϊκή πολιτιστική εξέλιξη και τον ρόλο που έπαιξαν τα στρατεύματα των νικητριών δυνάμεων ακόμη και στην εξάπλωση του ροκ - θυμηθείτε τι συνέβη και στα δικά μας μέρη). Η σύγκρουση με την γονεϊκή νοοτροπία έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, ήταν άλλωστε η εποχή που πρωτάνοιγαν τα χάσματα των γενεών, πόσο μάλλον στην Γερμανία του οικονομικού θαύματος η οποία χρειαζόταν χέρια να δουλέψουν και όχι να γρατζουνάνε κιθάρες.
Όταν θα ξεφουρνίσει ότι θέλει να γίνει μουσικός να μην ακολουθήσει το επάγγελμα του τεχνικού τηλεπικοινωνιών και ότι ήδη έκανε κρυφά αίτηση εγγραφής στο Κονσερβατουάρ του Ντίσελντορφ, ο καβγάς θα είναι τρικούβερτος και βίαιος, πόρτες θα βροντήξουν, σχέσεις θα διαρρηχθούν (εδώ υπάρχει και ένα αμίμητο απόσπασμα, ενδεικτικό της γερμανικής νοοτροπίας η οποία θέλει τα παιδιά να αναλαμβάνουν όλες τις ευθύνες με την ενηλικίωση τους, με τον Bartos να περιγράφει τα συναισθήματα χαράς που έμεινε μόνος στο πρώτο του σπίτι, μια σοφίτα 16 τετραγωνικών, έστω και αν δεν είχε μπάνιο και η θέρμανση ήταν άθλια, τουλάχιστον "για ντους και μπάνιο κατέβαινα στους παππούδες μου κάτω στον 1ο όροφο. Εκεί, στην μπανιέρα, μπορούσα να πλένω και τα άπλυτά μου. Για κάθε μπάνιο η γιαγιά μου, μου χρέωνε 50 πφένιχ". Και συνεχίζει χωρίς ιδιαίτερα σχόλια).
Και μετά... The day before you came που λέγανε και σε ένα θαυμάσιο τραγούδι τους οι ΑΒΒΑ. Σπουδές, μελέτη, η ακαδημαϊκή πορεία στον χώρο της κλασικής, όπερες, όλο το ρεπερτόριο, παράλληλα τα πρώτα αδέξια συγκροτήματα, τα πρώτα λεφτά ως μέλος σε μπάντα που έπαιζε τα ..πάντα, ακόμη και Schlager σε συνεστιάσεις και πάρτυ. Αλλά και ως σεσσιονάς επαγγελματίας (κάπου αναφέρει μάλιστα και τον ...Costa Cordalis!!). Μαζί τα πρώτα νυχτερινά βήματα στα κλαμπ του Ντίσελντορφ, μορφές να περνάνε από δίπλα, ο τραγικός "Wolfie" Riechmann, τα παιδιά των Neu! (που ήταν ακόμη Kraftwerk, πριν συμβεί μια από τις πιο καθοριστικές για την ιστορία της μουσικής διασπάσεις), το Ντίσελντορφ (και η άσπονδη γειτόνισσα Κολωνία) ως πραγματικό κέντρο δημιουργίας, μακριά από το σαματατζίδικο Βερολίνο.
Και μετά ήρθε η ημέρα, ένα τηλεφώνημα, ο καθηγητής του στη σχολή του μετέφερε ότι τον ρώτησε ένα σχήμα ονόματι Kraftwerk αν έχει να τους συστήσει έναν καλό κρουστό που να πιάνουν και τα χέρια του. Και είχε... Τα υπόλοιπα είναι η ιστορία που αφηγείται ο Karl Bartos στον "Ήχο της Μηχανής" (όπως θα μεταφράζαμε τον τίτλο, σε υποθετική η διατύπωση, μιας που το βιβλίο τούτο δεν πρόκειται ποτέ να μεταφραστεί στα δικά μας μέρη). Κι από δω και πέρα οι προσωπικές/οικογενειακές αναφορές σχεδόν εξαφανίζονται, η νέα ζωή είναι πλέον ως μέλος αυτού του ήδη αναγνωρισμένου συγκροτήματος, το οποίο μάλιστα είχε ήδη κάνει -σπάνιο για γερμανικό όνομα- σουξέ στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού με το "Autobahn" τότε. Είναι; Ας κρατήσουμε αυτό το ερωτηματικό...
"Μεγάλη πόρτα θα διαβείς" θα μπορούσε να του είχε προβλέψει το μέλλον μια φανταστική χαρτορίχτρα, θα είναι σε μια φτωχογειτονιά κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, ανάμεσα σε κεμπαπτζίδικα και τζογομάγαζα και ύποπτα μπαρ, Elektro Müller θα γράφει η ταμπέλα, στην Mintropstrasse στον αριθμό 16 (εκεί όπου σήμερα ακόμη τουρίστες αναζητούν ίχνη και selfie φωτογραφίες - βλ. δίπλα). Ένας λοιπόν ακόμη εναλλακτικός (σε πιο ελεύθερη μετάφραση) τίτλος θα μπορούσε να ήταν "Στα άδυτα του Kling Klang στούντιο".
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε ευκολοδιάβαστο στυλ, σε μικρές ενότητες ημερολογιακής μορφής, διαβάζοντας το νιώθεις σα να ρίχνεις ένα voyeur βλέφαρο στην μυστικοπαθή κλειστή ζωή του σχήματος, ή καλύτερα, σαν να ανοίγει μπροστά σου το καπάκι μιας περίπλοκης ηλεκτρονικής συσκευής και να βλέπεις μπροστά σου τα μυστηριώδη κυκλώματα (όσοι σκαμπάζουν από ηλεκτρονική τεχνολογία θα απολαύσουν περισσότερο το βιβλίο, καθώς ο Bartos μπαίνει και σε πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, αποκαλύπτοντας πολλές χειροτεχνίες και επινοήσεις εργαλείων που σήμερα μπορεί να είναι διαθέσιμα έως και σε ένα φτηνό κινητό).
Στις σελίδες και στα χρόνια που έρχονται ο Bartos ζει το "παρακαλώ μην με ξυπνάτε" όνειρό του, τον ακολουθούμε σε ταξίδια σε όλο τον κόσμο, σε δημιουργικές νύχτες στο στούντιο, ηχογραφήσεις, στιγμές που ακούνε και θαυμάζουν μουσική άλλων (π.χ. του Stevie Wonder, ω ναι!), νυχτερινές βόλτες στην πόλη με το αυτοκίνητο σε δοκιμαστικές ακροάσεις, πάρτυ με τη σαμπάνια να ρέει, νυχτερινές πισίνες, Σαν Τροπέ και Παρίσι, θα σταθώ σε μια γουστόζικη σκηνή, παραμονή Χριστουγέννων στο διάσημο "La Coupole" του Παρισιού (υπάρχει και σήμερα), στρείδια και ακριβό κρασί, και "ήταν και οι Ramones εκεί, ο Joey μας αναγνώρισε και ήρθε στο τραπέζι μας". Μολαταύτα μην περιμένετε τίποτις πιπεράτες αφηγήσεις ούτε κουτσομπολιά, ούτε καν σχόλια για το γενικότερο πολιτικο-κοινωνικό κλίμα της εποχής, το αιματηρό "γερμανικό φθινόπωρο" π.χ. περνά στην αφήγηση μόνο με ένα περιστατικό όπου τους την πέφτουν αστυνομικοί επειδή τους πέρασαν για ύποπτους τρομοκράτες της ...RAF.
Έχουμε κρατήσει όμως ένα ερωτηματικό από πιο πάνω. "Νόμιζα", "φανταζόμουν", "είχα την αίσθηση", ένα υπόκωφο παράπονο διατρέχει όλο το βιβλίο, όλη τη ζωή του Karl Βartos όπως φαίνεται. Πόσο μέλος, "πόσο" Kraftwerk υπήρξα; Ήμασταν πραγματική ομάδα ή εγώ και ο Wolfgang o Flur (διόλου τυχαία αυτοί οι δύο μόνο έχουν δημοσιοποιήσει μέχρι σήμερα τα απομνημονεύματα τους) κάναμε τους κομπάρσους στο δίδυμο Ralf και Florian; Διάφορα σκηνικά που περιγράφονται σκιαγραφούν ένα χάσμα ακόμη και κοινωνικό, ο Ralf και ο Florian γαρ ήταν τέκνα μιας πάμπλουτης πνευματικής ελίτ της πόλης, ντύνονταν και παπουτσώνονταν ακριβά, οδηγούσαν γαντοφορεμένοι τα πιο καινούργια αυτοκίνητα. Χαρακτηριστική μια ιστορία από την περιοδεία στις ΗΠΑ, όπου το δίδυμο είχε καταλύσει σε πολυτελές ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη ενώ οι "άλλοι δύο" σε ένα στο οποίο ο ξενοδόχος τους συνιστούσε να ...κλειδώνουν καλά όταν έφευγαν από το δωμάτιο.
Κι αν η επιτυχία και η δημιουργικότητα κάλυπταν τις εντάσεις, αφορμές δίνονταν διαρκώς. Άλλοτε ήταν οι μάχες που έδινε ο Bartos για να καταφέρει να μπει το όνομα του ως συν-δημιουργός στους δίσκους, οι αιτιάσεις για αδιαφάνεια στη διαχείριση των οικονομικών, ακόμη και το "ευτελές" αλλά ενδεικτικό γεγονός ότι για χρόνια απέναντι στην γερμανική εφορία ο ίδιος εμφανιζόταν ως πελάτης, ως ...παροχέας υπηρεσιών στην εταιρεία Kraftwerk και όχι ως μέλος της. Και από την άλλη υπήρχε παράλληλα μια απόλυτα άκαμπτη στάση όταν επρόκειτο για συνεργασίες με τρίτους. Όταν κάποια στιγμή ανέφερε ότι έπαιζε με κάποιους φίλους μουσικούς (το σχήμα που θα γινόταν γνωστό τα επόμενα χρόνια ως Rheingold) ο Hütter ήταν αυστηρά λακωνικός: "θα περίμενε να είμαι αποκλειστικά στη διάθεση των Kraftwerk". "Ήθελα μόνο να κάνω μουσική" απάντησε απολογητικά σαν παιδάκι που πιάστηκε να κάνει αταξίες.
Οι πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που αφιερώνονται στα χρόνια της δημιουργικής στειρότητας, εκεί μετά το "Computer World", με την πετριά του Ralf με την ποδηλασία, την οδύσσεια του "Techno Pop" και την άδοξη κατάληξη στο "Electric café". Είναι εδώ όπου ο Bartos περιγράφει με ενάργεια την αμηχανία ενός σχήματος το οποίο ενώ άνοιξε αφάνταστους νέους δρόμους στην πρωτοπορία, τώρα βρέθηκε να παρακολουθεί την εποχή να το ξεπερνά με τα πνευματικά του παιδιά να ανδρώνονται και την τεχνολογία να εξελίσσεται εκθετικά υπακούοντας στον αδυσώπητο νόμο του Moore. Και οι ίδιοι επιπλέον να πέφτουν από την μία παγίδα στην άλλη. Να συγκρίνονται διαρκώς με τον ανταγωνισμό (ακόμη και με την ...Janet Jackson). Να βλέπουν τους εαυτούς τους πλέον ως σχεδιαστές ήχου και όχι ως συνθέτες, με το αδιέξοδο μότο "καλύτερες μηχανές, καλύτερη μουσική". Και πάνω απ' όλα. Υποκύπτουν στο άγχος της καινοτομίας. "Το παιχνίδι το χάσαμε όταν αρχίσαμε να κυνηγάμε το Zeitgeist". Να προσπαθούμε να γράψουμε μουσική για το Τώρα και το Σήμερα. Γιατί πράγματι, πως να συλλάβεις ένα πνεύμα; Κι ένα Τώρα που περνά και χάνεται σαν τρένο;
Κάπου εκεί λοιπόν και κάπως έτσι χάθηκε ο αυτοσχεδιασμός, χάθηκε το φαν φαν φαν (sic) της Autobahn, το φθοροποιό κλίμα ολοένα και χειροτέρευε. "Δεν κοιταζόμασταν στα μάτια, ο καθένας βυθισμένος στην οθόνη του". Μέχρι και ψυχοσωματικά του βγήκαν προς το τέλος. Μια σκηνή δε που περιγράφει είναι πολύ παραστατική, σχεδόν κινηματογραφική. Μπαίνει στο στούντιο, ένας τεχνικός (που αργότερα θα τον αντικαταστήσει στη σκηνή) θα μουγκρίσει "...μέεεεερα", ο Ραλφ είναι ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα, μόνο τα καλοξυρισμένα και λαδωμένα πόδια του προβάλλουν από την αθλητική εφημερίδα, βυθισμένος στις σελίδες της Εκίπ δεν έβγαλε κουβέντα. "Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ξένος" γράφει. Όταν θα διαβεί, τούτη τη φορά προς τα έξω, την μεγάλη πύλη του Kling Klang στούντιο, θα είναι για πάντα. Ένας άντρας φεύγει, σωστός κύριος για να παραφράσουμε τον στίχο του ...Μπιθικώτση. Όταν αργότερα κυκλοφόρησε το "The Mix", "το πήρα" λέει "αλλά το έβαλα σε ένα ράφι". Πως είναι να παίρνεις το προσκλητήριο για τον γάμο μιας παλιάς σου αγαπημένης; Κάπως έτσι... Ένας δίσκος πάντως που αν τον ακούσεις σήμερα, αναδίδει ακριβώς όλη την αμηχανία και το άγχος να βλέπεις τα ψηφιακά τρένα να περνούν και να θέλεις σώνει καλά να τα καβαλήσεις.
Ένας χωρισμός φέρνει στεναχώριες, συνήθως δικηγόρους, αλλά και απελευθέρωση, μπορεί και λύτρωση. Τα επόμενα χρόνια θα είναι λίαν δημιουργικά, με πολλές συνεργασίες, οι Electronic με τους Johnny Marr και Bernand Sumner, το πρότζεκτ με το ανέμπνευστο όνομα Elektric Music, κάμποσοι προσωπικοί δίσκοι, διαλέξεις σε πανεπιστήμια. Χωρίς όμως ποτέ να κάνει πάλι κάτι σπουδαίο και αξιομνημόνευτο. Όπως και 'χει, ότι κι αν κάνει, έκανε ή δεν έκανε, η Ιστορία έχει καταγράψει ότι ο Karl Bartos ήταν ένας από την κλασική τετράδα των Kraftwerk, του συγκροτήματος που καθόρισε την πορεία της ηλεκτρονικής μουσικής στον 20ο αιώνα. Ότι κι αν πουν οι άλλοι δύο. Αν πουν ποτέ τίποτις. Στο μεταξύ ο Florian Schneider αποχώρησε και αυτός το 2009. Έχει απομείνει μόνο ο Ralf Hütter να σέρνει το φάντασμα των Kraftwerk στα μουσεία και στις γκαλερί. Στα μουσεία... Πόσο ταιριαστά αταίριαστο...