Κι άλλο περίπτερο μπροστά σου
Περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 83 (Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2008)
Αφιέρωμα στην Κική Δημουλά.
Κύριε/ μη μας πάρεις κι άλλο/ τις απώλειές μας./ Δεν έχουμε πού αλλού να μείνουμε. Ένα χρονολόγιο πλήρες γεγονότων και συναισθημάτων από τον Εντευκτηριαστή Γιώργο Κορδομενίδη, προερχόμενο, ως είθισται, αποκλειστικά από τους Φακέλους του Εντευκτηρίου και το ανεξάντλητο αρχείο του "Υπογείου" του, αποτελεί την αφετηρία ενός πλήρους αφιερώματος στην ποιήτρια, συμπληρώνοντας τις Προς Τιμήν της σελίδες του 57ου τεύχους.
Πλείστα κείμενα από τους Μάρκο Μέσκο, Γιαν Ένρικ Σβαν, Σταύρο Ζαφειρίου, Ντέιβιντ Κόνολι και άλλους αγγίζουν το σώμα της ποίησής της, ο Κώστας Ψυχοπαίδης συνδιαλέγεται μαζί της εικαστικώς, άλλης μορφής συνομιλίες με τους Εουτζένιο Μοντάλε και Ν. Γ. Πεντζίκη προτείνονται επαρκώς και το αναθηματικό φόρουμ ολοκληρώνεται με τις δισκογραφικές της αποτυπώσεις, μια αχανή επιλογή κριτικογραφίας από το 1952 κι έπειτα, συνεντεύξεις, αφορισμούς - Μάλλον επειδή δε θέλω να φταίω για το ότι θυμάμαι ή για το ότι ξεχνάω, βρήκα δύο αντιπάλους, τη μνήμη και τη λήθη και αφήνω να "χτυπιούνται" αυτές. Δεν ξέρω τι σώζεται. - και cd με απαγγελίες ποιημάτων από την ίδια, κατά την βραδιά της στο Underground Εντευκτήριο.
Το απουσιολόγιο εδώ δυστυχώς δεν σηκώνει ζαβολιές όπως στο σχολείο - μακάρι να τις ακυρώναμε, όπως κι εκεί, με μια απλή μονογραφή. Έτσι, "άσβηστες" μένουν οι απουσίες: του Τάσου Χατζητάτση, του "κατεξοχήν πολιτικού πεζογράφου της Θεσσαλονίκης" κι ενός από τους πλέον αγαπημένους μου λογομάστορες, του Γιώργη Παυλόπουλου της αινιγματικής απλότητας, της Νένης Ευθυμιάδη των προκλητικών συμπτώσεων και της παγίδευσης του αναγνώστη. Εδώ κι αν ταιριάζει η Δημουλά: Όταν στρώνεις το τραπέζι/πριν καθίσεις/να ελέγχεις σχολαστικά/την αντικρινή σου καρέκλα/αν είναι γερή μήπως τρίζει/μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές/μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί/αν υποσκάπτει το σκελετό/σκουλήκι/γιατί εκείνος που δεν κάθεται/γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς. Αλλά ειδικά για την Νένη θα ταίριαζε και το Κάθε φιλί/αποτελείται εξολοκλήρου από τον κίνδυνο/να 'ναι το τελευταίο.
Περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1817 (Δεκέμβριος 2008)
Αφιέρωμα στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη (1908 - 1993).
Ποιός αρχιτεκτόνησε ικανότερα το κοσμικό χάος και το θρησκευτικό συναίσθημα, ποιος κατάργησε την ίδια την τέχνη του μυθιστορήματος τοποθετώντας ταυτόχρονα το πρόσωπο του συγγραφέα στο επίκεντρο της δράσης; Ποιος μνημοτεχνίτης των συνειρμών και πολυυμνητής του πνεύματος και των αισθήσεων εξάλειψε την πλοκή και απομυθοποίησε την χρονικότητα; Ποιος άλλος από τον εσωτερικώς μονολογούντα αφηγητή των συνειρμών και των συνεχών αποπροσανατολισμών κυρ Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον συγγραφέα που αποενοχοποίησε οριστικά τον αφηγητή από την τυραννία του θέματος, που έγραψε για την δεδηλωμένη αδυναμία του να γράψει και να οργανώσει μια απλή ιστορία, που διέκοπτε την μυθοπλασία για να σχολιάσει τον ήρωά του!
Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι, αλιεύοντας φράσεις και θραύσματα ετούτου του ανθηρού αφιερώματος, πόσο μάλλον όταν όχι μόνο τα κείμενα του Πεντζίκη αλλά και τα κείμενα για τον Πεντζίκη, έχουν δεδομένο ενδιαφέρον, καθώς επιχειρούν εδώ και χρόνια να πλεύσουν στον παιγνιώδη κόσμο του απερίγραπτου "νεοτεριστή/μοντερνιστή" παι-ζωγράφου. Δεκατρείς μελέτες (κι από πολλούς νέους μελετητές!) κι ένα θησαύρισμα κάνουν εκείνο που έκανε ο ίδιος στον εαυτό του: τον μετατρέπουν σε μέρος ενός ατέρμονου λογοτεχνικού παιχνιδιού.
Βλέπω πως ο Πεντζίκης δεν σταμάτησε ποτέ να επιστρέφει με τις μορφές που μας μίλησε και μας συνάρπασε. Οι επίλεκτες εκδόσεις Ίνδικτος και Άγρα επανεκδίδουν σε αρμόζοντα βιβλία το έργο του, που όσο κι αν πρωτοαγαπήσαμε από τις αλησμόνητες Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις της οδού Λαγκαδά [Θεσσαλονίκης], δεν παύουν να χρειάζονται αναστήλωση και επανέκδοση. Ξεφυλλίζω και ξαναξεφυλλίζω το τεύχος σε ευφορία, ακούγοντας στον δίσκο Λιταία Πύλη που εντόπισα κάποτε στα μεταχειρισμένα (με μουσική του Χρυστόστομου Σταμούλη και ποίηση μεταξύ άλλων και του Πεντζίκη) την παιδική Χορωδία Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος να αντηχεί το Όσα χρώματα, τόσα αρώματα. Στο τέλος τα παιδιά αναφωνούν το όνομα του Πεντζίκη και της Μητέρας Θεσσαλονίκης ξεκαρδιζόμενα. Είμαι βέβαιος: ο κυρ Νίκος Γαβριήλ ακούει και αγάλλεται.
Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 495 (Απρίλιος 2009)
Αφιέρωμα στη ζήλια.
Δυο ευφυείς διηγηματογράφοι και καίριοι μυθιστοριογράφοι του λογοτεχνικού μας ρόστερ, οι Γιώργος Σκαμπαρδώνης και Βασίλης Γκουρογιάννης περνούν από το συνεντευκτήριο με αφορμή τα φρέσκα τους βιβλία. Ο πρώτος συζητά για την επιλογή των μικρών κεφαλαίων κατά τη βιογράφηση του Μάρκου Βαμβακάρη στο Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας, μας πείθει (σιγά μην δε μας έπειθε) πως δεν πρόκειται για σπονδυλωτή ή μικρόφορμη ή σεναριακή ή κινηματογραφική γραφή όπως έγραψαν, παραδέχεται πως διέφθειρε κατά βούληση τα πραγματικά περιστατικά (η ζωή του Μάρκου κι ο οδυνηρός έως μαζοχισμού έρωτας με την Ζιγκοάλα) και καταλήγει στον χαρακτηρισμό της λοξής, αυθαίρετης τομογραφίας προτού δηλώσει: τώρα που έγραψα και για τους δύο μεγάλους ροκ σταρς, καθάρισα. Τέρμα. Δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ με αυτόν τον χώρο (σημ.: ο έτερος είναι ο Τσιτσάνης προηγούμενου μυθιστορήματος).
Ο δεύτερος με το Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή αναμετρήθηκε με το ζεματιστό θέμα της Κύπρου, με εύρημα τη συνάντηση βετεράνων πολεμιστών και την προσπάθειά τους για εγγραφή της πραγματικής ιστορίας στα σχολικά βιβλία, τήρησε όλους τους κανόνες της ντοκουμενταρισμένης γραφής και μοίρασε ακριβοδίκαια τις ευθύνες. Για να μάθουμε ιστορία πρέπει πρώτα να την ξεμάθουμε, πρέπει πρώτα να σβήσουμε και να μείνει το πεδίο κενό.
Από το ζηλιάρικο αφιέρωμα στέκομαι στο κείμενο του Λευτέρη Καλοσπύρου για την σπασμένη γεωμετρία της ερωτικής ζήλιας στη λογοτεχνία: από την πρώιμη εμφάνιση των swingers στον Τζον Ίρβινγκ και την σιωπηρή ζήλια ακόμα και για έναν νεκρό στον Γκράχαμ Σουίφτ μέχρι την μονομανή έκφρασή της στην Ζήλια του Αλαίν Ρομπ - Γκριγιέ και από το βάσανο του αυτοκινητιστή στους Καλβινικούς Δύσκολους Έρωτες μέχρι τις λαγνοφόρες ζήλιες του Ροθ και του Φώκνερ. Δύο άλλα κείμενα συμπληρώνουν το αφιέρωμα προηγούμενων τευχών στα Ημερολόγια των Συγγραφέων και στην ημερολογιακή γραφή γενικώς, διαπιστώνοντας μια ανεπίστροφη μεταβολή: το ημερολόγιο (μέσω weblogs κλπ) γίνεται πλέον δημόσιο, τα συστατικά του πολύτροπα (εικόνες, μουσική) και η αλληλοδραστικότητά του, με την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη, δεδομένη.
Στις πίσω σελίδες ο κομικίστας Marv Wolfman (δημιουργός των Blade the Vampire Hunter, Bullseye και Cyborg) εξηγεί για ποιο λόγο έχει δημιουργήσει μερικούς καλούς "κακούς": Μάλλον κι εγώ είμαι "κακός" εκ φύσεως.