Κομπαγιάσι Ίσσα - Μύγες και Βούδες
Κομπαγιάσι Ίσσα - Μύγες και Βούδες [εκδόσεις Γαβριηλίδης, αθήνα 2002, μετάφραση Γιώργος Μπλανάς]
Ο Σμιτ, ο γιος του βούδα και η πόλη του θεού.
Ουκ εν τω πολλώ το ευ αλλά εν τω ευ το πολύ. Ένα μικρό μικρό βιβλιαράκι γεμάτο θυμούς και σοφίες, ξέχειλο από υπόγεια οργή κι αγανάκτηση, σαν αυτή που νοιώθει ο κύριος Σμιτ στην ταινία σχετικά με το άτομό του [About Schmidt, 2002]. Μόνο που ο Σμιτ τα κρατάει μέσα του και τα παίρνει μαζί του όταν θα πεθάνει. Ή τα εκμυστηρεύεται - για χάρη των θεατών - στον μικρό εΝτούγκου, το ορφανό αφρικανάκι. Ενώ ο Ίσσα προτιμά να τα αποστάξει σε στιχάκια. Να τ' αφήσει κληρονομιά στην ανθρωπότητα με έναν πιο άμεσο τρόπο. Εδώ όλα εκρήγνυνται φραστικά σε λίγες μόνο λεξούλες:
Φθινοπωριάζει. Τέτοιες ώρες καταντά σχεδόν αξιοσημείωτο να έχεις γεννηθεί άνθρωπος. [γραμμένο το 1811]
Ο μεταφραστής και σχολιαστής του Ίσσα, Γιώργος Μπλανάς σημειώνει:
Για τον ευφραδή ευρωπαίο, το ιαπωνικό χαϊκού είναι μεγάλη δοκιμασία. Όχι γιατί πρόκειται περί ενός πολύ αυστηρού ποιητικού είδους, ούτε γιατί η προσήλωση της ιαπωνικής γλώσσας στο φυσικό αντικείμενο, απαιτεί να αισθάνεται κανείς άνετα με την αφαίρεση. Μερικά από αυτά τα πράγματα κάποτε αλλάζουν και η παραβατικότητα δεν είναι αποκλειστική "αρετή" του δυτικού πολιτισμού. Η δυσκολία του χαϊκού προέρχεται - κατά τη γνώμη μου, ως μη σινολόγου - από τη διανοητική οικονομία του. Το χαϊκού λέει αυτό που θέλει να πει με τα λιγότερα λόγια που θα μπορούσε να φανταστεί ο οποιοσδήποτε.
Άλλη μια χρονιά σ' αυτόν τον κατάκοπο κόσμο: το ίδιο σώμα. [γραμμένο το 1814]
Το ίδιο σκέφτηκε κι ο Σμιτ όταν πήρε τη σύνταξή του και παρακάθισε στο προς τιμήν του αποχαιρετιστήριο δείπνο. Γύρω του οι γνωστοί του άγνωστοι, να τον μακαρίζουν και να τον εγκωμιάζουν σα νά 'χε ήδη πεθάνει. Μόνος μεταξύ πολλών, δίπλα σε ανθρώπους 'από άλλον πλανήτη', δίπλα σε μια σύζυγο συγκαταβατική κι εξυπηρετική, που δεν τον κατάλαβε ποτέ στα σαραντατόσα χρόνια του γάμου τους. Έφυγε από κοντά του σαν ξένη, νομίζοντας ότι του παραστάθηκε σαν γυναίκα. We fade to grey που έλεγε κάποτε εκείνος ο παράξενος Steve.
Αυτή η παγωνιά έρχεται από το μέρος του θεού. [γραμμένο το 1815]
Ποιανού θεού; Αυτουνού που αφήνει τα χιλιάδες παιδάκια του τρίτου κόσμου να πεθαίνουν χωρίς τροφή και περίθαλψη; Αυτουνού που βλέπει κάποια άλλα παιδάκια να φτιάχνουν συμμορίες, να κλέβουν, να ρημάζουν, να σκοτώνουν, σε μια πόλη που φέρει κοροϊδευτικά το Όνομά του; "Η πόλη του θεού" [Cidade de Deus, 2002] δεν είναι ένα μέρος που φαντάστηκε ο συν-σκηνοθέτης Fernando Meirelles. Είναι το κολαστήριο προάστιο του Ρίο, ένα απόβλητο της τεράστιας παρακμιακής κοινωνίας. Μιας πόλης που εξοστρακίζει το 'κακό' στην παρακείμενή της παραγκούπολη και προσπαθεί να το αγνοήσει, να καμωθεί ότι δεν υπάρχει. Να βαυκαλιστεί πως το ξεφορτώθηκε δια παντός. Κι αν έχετε δει και τους "Υπηρέτες" [Domesticas, o filme, 2001] των Meirelles και Olival, καταλαβαίνετε καλύτερα τι θέλω να πω. Κι αν δεν τους είδατε πάλι μέσα είστε.
Ζωύφια και έντομα, απΆνθρωποι και ποντίκια. Σκουπίδια και τέχνη, άγρια και κοφτερή σαν λεπίδα, σαν πληγή χαίνουσα, ωσάν το σάπιο αίμα. Κι ο Σμιτ να κάθεται σαν βούδας στον ουρανό του τροχόσπιτού του, ονόματι adventurer. Όνομα και πράμα.
Όπου δεις ανθρώπους, ψάξε για μύγες και Βούδες. [γραμμένο το 1823]
Οι μύγες τριγυρίζουν πάνω απ' τα πτώματα και τα σάπια αποφάγια. Οι βούδες γκρεμίζονται από ντροπή κι όχι από τους Ταλιμπάν, όπως είπε κι ο Μοχσέν Μαχμαλμπάφ. Οι δαίμονες κατοικούν μέσα μας, το ίδιο κι οι θεοί. Τα δαιμόνια του Σωκράτη μπορεί να μην είναι καινά πια, αλλά κάποια κεφάλια εξακολουθούν να παραμένουν κενά και στείρα.
ΥΓ1: Παρεμπιπτόντως. Πολύ σπουδαία η ερμηνεία του Τζακ-Σμιτ-Νίκολσον. Υπονομεύει εαυτόν, θέτοντας την ταφόπλακα του 'δικαιωμένου' [στην αμερικάνικη ονείρωξή του] γιάπι. Το ίδιο αξιοζήλευτα πράττει και η Κάθι Μπέιτς.
ΥΓ2: "Η πόλη του θεού" μοιάζει δομικά με την ξένοιαστη Αμελί. Ο εικαστικός σκελετός της λειτουργεί ως χαριτωμένη αντίστιξη σ' ένα τραγικό σώμα-θέμα. Κι αν θέλετε να πάμε παρακάτω, η Τοτού έκανε μια χαζούλα στην ταινία "Ο Θεός είναι μεγάλος κι εγώ πολύ μικρή" [Dieu est grand, je suis toute petite]. Εδώ κι αν υπάρχει χάσμα 'προηγμένων' γενεών!!! Τα χαμίνια του Σάο Πάολο και οι Μαντόνες των δολοφόνων του Μεντεγίν απέχουν το λιγότερο έναν ωκεανό από τις γαλλικές κομεντί.
ΥΓ3: Όπως αντιληφθήκατε, τα χαϊκού του Ίσσα είναι μόνο η αφορμή. Η σκέψη πετάει ελεύθερα. Εξάλλου δεν νομίζω ότι επιδέχονται οποιωνδήποτε σχολίων. Είναι σα να βάζεις νερό σ' ένα θεσπέσιο κρασί 10 ετών. Πόσο μάλλον αν ο μεθυστικός αυτός οίνος είναι κοντά διακοσίων ετών.
Βούγιες και Μίδες
Η πόλη ενός ά-θεου κόσμου
Μπον βουαγιάζ, μεσιέ Σμιτ
Ο Σμιτ πάει στη δύση [της ζωής του]