Mixtape (Ένα μουσικό κόμικ - 24 ροκ ιστορίες)
24 ροκ (και μη) ιστορίες, αληθινές ή... ποια ξέρει. Άλλωστε ως γνωστόν, κι αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο γι' αυτήν. Του Αντώνη Ξαγά
Mixtape κι ένα μουσικό κόμικ, ήδη δυο παλιακές λέξεις στον τίτλο, ποια λέει πια ‘κόμικ’ (ή κόμιξ) τώρα που έχει κυριαρχήσει ο λίγο ξιπασμένος και λίαν σοβαροφανής νεολογισμός (όχι πια τόσο νέος βέβαια) graphic novel; Όσο για την κασέτα, αυτή έχει μεν ‘επιστρέψει’ βασικά για το ράφι του σαλονιού επίδειξης, ποιος έχει πια (κι αν έχει, λειτουργεί;) όμως κασετόφωνο; Το δε εξώφυλλο του βιβλίου με την παράθεση κι ενός στυλού δίπλα σε μια ‘μασημένη’ κασέτα, είναι ένα σχεδόν κρυπτικό μήνυμα για την γενιά που την γνώρισε ως φετιχιστικό χίψτερ αντικείμενο (‘μα είναι προφανές, με στυλό γράφατε τους τίτλους στην ετικέτα’, ήταν μια απάντηση που είχα εισπράξει κάποτε) κι ένα κλείσιμο του ματιού στη γενιά που με αυτή ήρθε σε πρώτη επαφή με την μουσική, την χρησιμοποίησε και την άκουσε και την έκοψε και την έραψε μέχρι εξαντλήσεως και… κακοποιήσεως. Ωστόσο, ας σημειωθεί, ακόμη ‘mixtape’ λέμε, αποδίδοντας έτσι κι έναν έμμεσο φόρο τιμής στον πιο ανοιχτό, λαϊκό κι ελεύθερο διαδραστικό φορέα μουσικής (και όχι μόνο) που υπήρξε ποτέ. Σταματώ όμως εδώ πριν αρχίσω να ακούγομαι σαν τον… θείο Αιμίλιο.
24 ροκ λοιπόν (μικρο)ιστορίες (μήπως κι ο όρος ‘ροκ’ παλιακός δεν είναι;) δια χειρός και ιδέας του Κωνσταντίνου Τσάβαλου (εδώ είναι που λέμε «καλού συναδέλφου»;) και δια χειρός και πένας Αντώνη Βαβαγιάννη, γνωστού στον ‘χώρο’ ως μέλος των Empty Frame, και πολύ πιο γνωστού εντός και εκτός αυτού ως ο δημιουργός των διαβόητων πια «Κουραφέλκυθρων» (και του προαναφερθέντος θείου), της σειράς κόμικ που εμπνέεται, αποτυπώνει και τραβάει στις σουρεαλιστικές της άκρες την ήδη σουρεαλιστικά βιωμένη πραγματικότητα των τελευταίων δύο δεκαετιών. Το αποτέλεσμα της συνάντησης μια πολύ ωραία έκδοση με είκοσι τέσσερα στιγμιότυπα ιστορίας σε ωραία σκιτσάκια στο χαρακτηριστικό ‘ναΐφ’ στυλ του δημιουργού, εύστοχο και ευσύνοπτο λιμπρέτο (θα το περίμενα λίγο πιο σπινθηροβόλο και πρωτότυπο ειδικά στα πληροφοριακά σημειώματα των πρωταγωνιστών), που ξεκινά με την συνάντηση του Adam Ant με τον Michael Jackson, κλείνει με εκείνη του Neil Young και του Graham Nash, στο ενδιάμεσο έχει Captain Beefheart, αναπόφευκτο Nick Cave, Nirvana, Simon & Garfunkel, Velvet Underground, Ozzy Osbourne (όχι, όχι για την νυχτερίδα) και άλλους και άλλες.
Ιστορίες που δεν είναι και όλες ροκ εδώ που τα λέμε, ιστορίες που άλλες έχουν χαραχτεί στο συλλογικό (α)συνειδητό και άλλες θα εκπλήξουν, «μα συνέβη αλήθεια αυτό;», «μην είν’ ένας ακόμη ‘αστικός μύθος’;», «να το πιστέψουμε, υπάρχουν μάρτυρες και ντοκουμέντα»; «Λίγοι είναι οι αφηγηματικοί χώροι όπου η αλήθεια μπλέκεται τόσο αβίαστα με το ψέμα όσο οι ‘ανέκδοτες’ ροκ ιστορίες’ σημειώνει ο –και πρωταγωνιστής σε μία εξ αυτών- Αλέξης Καλοφωλιάς στον πρόλογο, ίσως θα το διεύρυνα το σκεπτικό, η μυθοπλασία και το αξεδιάλυτο μπλέξιμο αλήθειας και ψέματος αποτελεί διαχρονική πρακτική και ανάγκη του ανθρώπου, λειτουργώντας και ως συνεκτικός δεσμός εθνών, κοινωνιών, κοινοτήτων, ομάδων και ‘χώρων’. Και ειδικότερα, τι θα ήταν η μουσική χωρίς τους μύθους, τις ιστορίες, τους θρύλους και φυσικά τους πρωταγωνιστές, τους ήρωες (ή πολλές φορές αντιηρωίδες) της, και την συναφή ανάγκη των ακροατών-οπαδών για larger than (their) life προσωπικότητες και ινδάλματα; Και όλες τις σχετικές ασήμαντα σημαντικές αδιάκριτες και μη λεπτομέρειες, που μπορεί να μην αλλάζουν σε τίποτε την ουσία και την πρόσληψη του έργου (πόσες φορές δεν έχουμε επαναλάβει σχεδόν μηχανικά «διαχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη»;), κάποιες φορές όμως το κάνουν. Με προσθετική ή κι ενίοτε αφαιρετική αξία.
Κατ’ αυτή την λογική η αποτύπωση των ‘ροκ’ ιστοριών μέσα από ένα κόμικ, με τον de facto μη-ρεαλισμό του και την παιχνιδιάρικη αθώα ‘παιδική’ οπτική του, είναι απολύτως ταιριαστή, άλλωστε και ιστορικά να το δούμε μουσική και κόμιξ έχουν συναντηθεί πολλάκις και κατ’ εξακολούθηση σε στίχους τραγουδιών μέχρι αναρίθμητα εξώφυλλα (εντοπίζοντας μια από τις απαρχές στην εποχή του Robert Crumb και ενός «Cheap Thrills»). Πόσο μάλλον αν συνυπολογίσουμε και την απεύθυνση, στο μουσικοφιλικό κοινό το αποτελούμενο από μεγάλα παιδιά ευεπίφορα σε ‘φτηνές συγκινήσεις’, μεσόκοπες και σιτεμένους που αρνούνται να ωριμάσουν, να απομυθοποιήσουν, και να… απομαγευτούν (ότι κι αν σημαίνει αυτό). Έτσι είναι βαριά φρονώ η λέξη ‘ψέματα’, ασχέτως της όποιας πραγματικής περιεκτικότητας σε αλήθεια, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ανώδυνες ‘πραγματικές’ επιπτώσεις. Μου ‘ρχεται στον νου κι εκείνη η υπενθύμιση του Προυστ στον ‘Ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών’ όπως την σχολιάζει ο Ντάνιελ Μέντελσον, για την αντίσταση στην παρόρμηση να εντοπίζουμε την πραγματικότητα πίσω από τις μυθοπλασίες, καθότι η πραγματικότητα είναι συνήθως πολύ πιο άχαρη. Μήπως να κρατήσουμε, παραφράζοντας εκείνο που λέγανε τα Ξύλινα Σπαθιά, ότι οι μύθοι, τα παραμύθια, δεν είν' αλήθεια αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα; Και εν τέλει, αν είναι, ας είναι molto ben trovato.
Πάντως για μία από τις ιστορίες, εκείνη της παρουσίας και του αυθόρμητου λάιβ σε ένα μπαρ της Νέας Μηχανιώνας του Adrian Borland των Sound, μπορώ να εγγυηθώ το… vero, έχοντας την προσωπική έμπιστη μαρτυρία του φίλου και συνεργάτου Τάσου Βαφειάδη ο οποίος, σε μια στατιστική απιθανότητα (αν λάβομε υπόψη την (μη) δημοφιλία του σχήματος), ήταν εκεί…