Ντοπαμίνη
Εκεί που εσχάτως αχνοχαράζει μια indie νοσταλγία για τα 00s, έρχονται τέτοια βιβλία να ρίξουν μια πιο κυνική ματιά... Του Αντώνη Ξαγά
Ανθρακικές αλυσίδες και δακτύλιοι, αγάπη, έρωτας, δεσμοί μονοί και διπλοί, ευφορία, χαρά, συζυγιακά νέφη ηλεκτρονίων, ικανοποίηση, ανταμοιβή, περιέργεια, φαντασία, υδροξύλια και αμινομάδες, κατάθλιψη, νευροδιαβιβαστές, χημικοί αγγελιοφόροι, «δεν είναι άλλο από μικρά ‘πλοία’ που μεταφέρουν τα σήματα από το ένα ‘νησί-νευρώνα’ στο επόμενο», ο άνθρωπος ιδωμένος/αναλυμένος από την επιστήμη ως ένα περίπλοκο ‘evidenced-based’ χημικό εργαστήρι με ένα χημικοποιημένο (sic) φως ντετερμινισμού να πέφτει στην χαοτική terra incognita του ανθρώπινου εγκεφάλου και των αισθήσεων και των συμπεριφορών και των συναισθημάτων, σε μια απόπειρα αναγωγής τους σε αντιδράσεις, ενώσεις, αλληλουχίες ατόμων σε πολύπλοκα αλληλοδιαπλεκόμενους κύκλους διαρκούς σύνθεσης, μεταβολής και καταστροφής. Σειρές από ευφάνταστα ονοματοδοτημένες ουσίες εις ‘–ίνη’, που επηρεάζουν, διεγείρουν ή καταστέλλουν το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, ενίοτε το κάνουν να... χορεύει (όπως λένε και οι Neubauten στο «Z.N.S.»), σε συγχρονία, συναγωνισμό και ανταγωνισμό με άλλες ουσίες που μια ιδιόρρυθμη συμπαιγνία της φύσης τις έκανε διαθέσιμες στον φυτικό κόσμο και συνακόλουθα στην εφευρετικότητα, δύναμη και αδυναμία του ανθρώπου. Ντοπαμίνη, σεροτονίνη, κοκαΐνη, κανένας δεν θα μείνει…
Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσάβαλου είναι ποτισμένο σχεδόν… γραμμή-γραμμή (δεν αντιστάθηκα!) από ουσίες και τις ενέργειες και τις παρενέργειές τους, ειδικά από την εμφανιζόμενη στον τίτλο ντοπαμίνη αλλά και την κοκαΐνη, η οποία (προσοχή ακολουθεί αντιγραφή από Βιοχημεία Ι) δρώντας στους υποδοχείς της ντοπαμίνης ουσιαστικά την υποκαθιστά και εμμέσως αυξάνει την συγκέντρωσή της και τις ιδιότητες που της αποδίδονται. Κάπως έτσι δουλεύει και η σεροτονίνη (και τα γνωστά φάρμακα-αναστολείς της επαναπρόσληψής της) και ο λόγος που επιμένω να βάλω στο πλαίσιο του κειμένου και αυτή την βιοδραστική αμίνη, δεν είναι ασφαλώς… χημικός (όσο κι αν οι δυο ουσίες έχουν πράγματι στενή χημική σχέση και δομή), αλλά στην προκειμένη περίπτωση τις συνδέει και η διακειμενική προγραμματική πρόθεση του συγγραφέα, ένα κλείσιμο του ματιού σε έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς-ερμηνευτές των καιρών μας, τον Μισέλ Ουελμπέκ (προσπερνάμε εδώ την συζήτηση περί του πόσο και αν είναι φασίστας ή μισάνθρωπος ή αν απλά ξεβολεύει επειδή ακριβώς αποκαλύπτει τον φασίστα ή μισάνθρωπο που ζει μέσα μας), το τελευταίο μυθιστόρημα του οποίου φέρει τον τίτλο ‘Σεροτονίνη’, και στο οποίο ο πυρήνας του είναι ο ίδιος που συναντάς σε όλα του τα έργα, μια διόλου τρυφερή ματιά στην πορεία του αυτάρεσκα δυτικού «επιτυχημένου» ανθρώπου προς μια ολοένα μεγαλύτερη απομόνωση και μοναξιά, στην κοινωνική διάσπαση μέχρι την απόλυτη ατομικότητα, με μηδενική ενσυναίσθηση κι άκρατη λατρεία του Εαυτού. Στις ιστορίες του Ουελμπέκ κανείς δεν επικοινωνεί με κανέναν (ενώ κατά βάθος πεθαίνουν για επικοινωνία, κανείς όμως δεν το παραδέχεται), όλοι είναι κλεισμένοι σε ένα ατομικό σύμπαν στο οποίο μόνοι τους κατατρώγονται με τα προβλήματά τους, τα οποία μοιραία παίρνουν γιγάντια διάσταση και τελικά τους συνθλίβουν. Όπως κατά έναν τρόπο συμβαίνει και με τον πρωταγωνιστή της ‘Ντοπαμίνης’. Εκτός ίσως (spoiler alert!) από το (ομολογουμένως κάπως αμήχανο) happy τέλος, μια κάθαρση μέσω της φυγής και της ελπίδας για μια νέα αρχή, δίνοντας την εντύπωση ότι και ο συγγραφέας ακόμη δεν ήθελε να πάει τον ανελέητο κυνισμό και τον ψυχρό μηδενισμό… «μέχρι τέλους».
Εν αρχή ην λοιπόν η… επιρροή (μουσικογραφιάδικη έξις δευτέρα φύσης γαρ), εν προκειμένω πέρα από την εμφανή επίδραση της γραφίδας του αμφιλεγόμενου Γάλλου υπάρχει και η ομολογημένη αγάπη του συγγραφέα για το αμερικάνικο μυθιστόρημα τύπου Φράνζεν και Μπρετ Ίστον Έλις. Διαβάζοντας συναντάμε βέβαια πολλές λαβές για να κρατηθούμε και να παίξουμε το (αυτο)αναφορικό παιχνίδι της ποπ κουλτούρας, ξεκινώντας ήδη από την πρώτη-πρώτη φράση: «το κινητό μου τηλέφωνο είναι ακουμπισμένο πάνω στο πιο βρόμικο κάλυμμα λεκάνης που θα μπορούσα να φανταστώ», αυθόρμητα έρχονται στο νου εικόνες και ήχοι από το «Trainspotting», την ταινία (περισσότερο παρά βιβλίο) που επικαθόρισε την γενιά η οποία ανδρώθηκε (ωρίμασε;) στα περιβόητα 00s (κρατούμενη εδώ επίγνωση ότι η αναφορά σε «γενιές» είναι in principio οδοστρωτικά ισοπεδωτική και καταχρηστική), μια γενιά λοιπόν (ή υπογενιά ή μικρόκοσμος ή… συμπληρώστε κατά βούληση) η οποία προσπάθησε να δει και να βιώσει τον κόσμο μέσα από την μουσική, όχι όμως σε συνειδητή απόπειρα να τον αλλάξει (όπως συνέβη π.χ. με του ‘60 τους εκδρομείς). Και ίσως να μην τα κατάφερε πολύ χειρότερα κρίνοντας εκ του αποτελέσματος (όπου ίσως ακόμη πιο άκυρη από την κατασκευή μιας «γενιάς», να είναι η σύγκριση μεταξύ αυτών, εν τέλει κάθε γενιά είναι εξ ορισμού σε κίνηση -κατά το μνημειώδεις βιβλίο του Pichaske, με την παλαιότερη, λίγο από αρθριτικά λίγο από νοσταλγία, να περιπίπτει σε νωθρότητα και εν τέλει σε νομοτελειακή ακινησία).
Πίσω πάντως από μια σειρά εντελώς διαφορετικών κειμενικών προσεγγίσεων, από τα βιβλία του δικού μας Μπάμπη Αργυρίου (ειδικά το πρώτο) έως εκείνο του Θεοδόση Μίχου και φυσικά το παρόν του Κωνσταντίνου Τσάβαλου, ανθρώπων δηλαδή που πέρασαν μεν από την μουσικοκριτική εγκαταλείποντας την λίγο ή πολύ εκεί που κι αυτή περιέπεσε σε αχρηστία (ή/και ανυποληψία), εξακολουθούν ωστόσο να αντλούν έμπνευση από την πανίδα και τους ανθρωπότυπους του χώρου αυτού, και τα δικά τους θέματα και προβληματισμούς τους (σε μια ευπρόσδεκτη νέα λογοτεχνική αύρα, ας σημειώσουμε, επιτέλους όχι άλλο εμφύλιος, χούντα και αριστερή μελαγχολία), διακρίνει κανείς και μια υποδόρια, σχεδόν ματαιόδοξα συγκινητική, αγωνία για καταγραφή της ύπαρξης της… γενιάς αυτής, η οποία έζησε τα καλύτερα της χρόνια φαντασιωνόμενη ότι είναι ελίτ και πρωτοπορία, μέσα από μια μουσική παράταιρη και κατά βάση ξενικά απροσάρμοστη στο ευρύτερο της περιβάλλον, σχεδόν σε κοινωνικό κενό και αδιαφορία, ερήμην. Και είναι τούτη η αφόρμηση η οποία θέτει τα προαπαιτούμενα για την εμπλοκή του αναγνώστη με το βιβλίο αυτό, ο οποίος θα αναζητηθεί στον επονομαζόμενο ίντυ κόσμο, σε όλους όσους έπιναν κάποτε νερό (λέμε τώρα) στους Arcade Fire και αναπολούν ‘εκείνη’ την συναυλία στο Πριμαβέρα, που σύχναζαν σε μπαρ του ευρύτερου Κέντρου όπου ακουγόταν και δύο και τρεις φορές την βραδιά ‘εκείνο’ το… γκροτέσκο 12λεπτο κομμάτι, που αγόραζαν (ή έστω κατέβαζαν) δίσκους των Μ83, των LCD Soundsystem, των Franz Ferdinand, ονόματα τα οποία συναντάμε και στα προθέματα των κεφαλαίων του βιβλίου, η μουσική γαρ ξεχειλίζει στο βιβλίο, σχεδόν όσο και η… ντοπαμίνη (ειρήσθω εν παρόδω, υπάρχει πρόσφατη κλινική μελέτη η οποία στηρίζει αποχρώσες ενδείξεις για την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της απόλαυσης που χαρίζει η ακρόαση αγαπημένης μουσικής και της έκκρισης ντοπαμίνης).
Κατά έναν παράξενο (ίσως και διεστραμμένο) τρόπο το μυθιστόρημα του Τσάβαλου, εάν το προσεγγίσουμε ειδολογικά (είπαμε, έξις…) θα δικαιούμασταν να το χαρακτηρίσουμε ως μια «coming of age» ιστορία ή Bildungsroman όπως το αποκαλούνε οι Γερμανοί που καθιέρωσαν και τον όρο από τον 19ο αιώνα (κατά σύμπτωση κάπου είχα διαβάσει ότι και η ‘Σεροτονίνη’ του Ουελμπέκ μπορεί να αντιμετωπιστεί κι αυτή ως ένα «αντεστραμμένο Bildungsroman»). Ήτοι, ένα λογοτεχνικό είδος στο οποίο παρακολουθούμε την ηρωίδα κατά την δύσκολη μετάβαση από την εφηβεία προς την ενηλικίωση κι από την ανωριμότητα στην ωριμότητα. Με την μόνη καθοριστική διαφορά ότι ο εδώ πρωταγωνιστής (του οποίου ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα) απέχει αρκετά από τις ηλικίες που το επίσημο Κράτος και η κοινή συνείδηση θεωρεί ως «ενηλικίωση», ο τύπος έχει καβατζάρει για τα καλά τα τριάντα και ωστόσο ακόμη το παλεύει το τέρας. «Ίσως να μην ενηλικιωθώ ποτέ, παραμένοντας μέχρι τα βαθιά μου γεράματα ένα άκρως αντιπροσωπευτικό δείγμα της γενιάς Χ» μονολογεί κάπου ο ίδιος, όντας κατά μία άποψη ενσάρκωση του παλαιόθεν ρομαντικού μύθου του αιώνιου εφήβου μεταφερμένου σε μια εποχή η οποία έχει απορρίψει το ρομαντικό περίβλημα και κρατήσει το κυνικό κουκούτσι.
Έτσι τον α(ντι)παθή πρωταγωνιστή της «Ντοπαμίνης», έναν γιο που πραγματικά δεν θα θέλατε να έχετε (όπως έγραψε κάποτε ο πρόωρα χαμένος Κώστας Κοντοδήμος) - αλλά που όπως φαίνεται θα αποκτήσετε, αν λάβουμε υπόψη την ολοένα και πιο εγωτιστικά επικεντρωμένη ελικοπτερική γονεϊκή αγωγή των καιρών μας), τον παρακολουθούμε να οδεύει από βραδιά σε βραδιά, από σχέση σε σχέση, από σνιφάρισμα σε σνιφάρισμα (τόσο «ώστε να βρίσκουν και λίγο αίμα στην κοκαΐνη μας»), ένα διόλου «σοφό παιδί» σε αχαλίνωτη ζωή και σε ασύμπτωτη τροχιά με τους τριγύρω του, οι Άλλοι είναι λες απλά το σκηνικό στο οποίο δρα ο Εαυτός (ή η αναζήτησή του, κατά την αφόρητα αυτ-αναφορική ταυτολογική λαϊκή ρήση), ένα ναρκισσιστικό πλάσμα που λες και δραπέτευσε από τους χειρότερους εφιάλτες του Κρίστοφερ Λας, που ακόμη και όταν αυτο-μαστιγώνεται και αυτο-οικτίρεται μοιάζει να το κάνει με μια ελάχιστα κεκαλυμμένη ‘exceptionalism’ υπερηφάνεια (δεν είμαι απλά μαλάκας είμαι ο «μεγαλύτερος μαλάκας»). Ακόμη και όταν έρχεται η ώρα να λογαριαστεί με τις συνέπειες των πράξεων του, το κάνει μέσα από μια οπτική «εσείς φταίτε», οι γονείς, η Πατρίδα, η Θρησκεία, η Οικογένεια, όλα τα «υποσυνείδητα μπουγαδόνερα» με τα οποία έχει μεγαλώσει. Ο εγωισμός κατά έναν τρόπο στην θέση των χρεοκοπημένων ιδεολογημάτων. Κατά μία οπτική έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια λογοτεχνική αποτύπωση (στα όρια ακόμη και της κωμικής εξτραβαγκάντσας) της μετατόπισης που έχει συντελεστεί και στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες, με το εκκρεμές να έχει φύγει από το συλλογικό άκρο και φτάσει στο άλλο άκρο, σε έναν στυγνό «ατομικισμό χωρίς υποκειμενικότητα» (όπως το διαπιστώνουν και στα τελευταία εποπτικά τους έργα τόσο ο Δημοσθένης Κούρτοβικ όσο και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου). Χαρακτηριστικό είναι ότι όποτε επέρχεται σύγκρουση (π.χ. στο επεισόδιο με τον εργοδότη) αυτή διεξάγεται όχι μέσω του ανήκειν σε μια συλλογικότητα αλλά με ατομικούς όρους αυτοκαταστροφής και υπερβολής (και με ταραντινικά splatter φαντασιώσεις- άλλη μια αγαπημένη αναφορά της γενιάς αυτής).
Όλα αυτά περιγράφονται στο βιβλίο με μια εμφανώς βιωματική στερεότητα, οι ήρωες είναι πλάσματα μεν της φαντασίας στερεωμένα με λίαν ρεαλιστικά κόκαλα δε. Και ζωντανεμένα με μια γραφή ρέουσα, σφύζουσας προφορικότητας, σχεδόν καταιγιστικής (ο ίδιος ο συγγραφέας μας ενημερώνει ότι του χρειάστηκαν μόλις 3 μήνες για να ολοκληρώσει τις 590 σελίδες του βιβλίου) και με ένα αδίστακτο χιούμορ το οποίο πολλές φορές δρασκελίζει περιφρονητικά τα όρια του «πολιτικώς ορθού». Μια πληθωρικότητα και μία σπουδή οι οποίες βέβαια φέρνουν μαζί τους και αδυναμίες, π.χ. κάποιες ιστορίες δεν έχουν να προσθέσουν κάτι νοηματικά και θολώνουν την εστίαση (όπως και το εύρημα της υιοθεσίας το οποίο μένει κάπως μετέωρο), ενώ τα εργαλεία της κοινωνικής ανατομίας θέλουν πιο πολύ ακόνισμα για να εισχωρήσουν πιο βαθιά στον υπό εξέταση ιστό (ο δε ο δε ψυχολόγος Ανέστης που επιστρατεύεται για να βοηθήσει, δεν είναι πολύ πειστικός στον ρόλο του, μοιάζει περισσότερο με φίλο με κάποιο ταλέντο στους ψυχολογισμούς παρά με επαγγελματία, κανένας ψυχολόγος δεν θα έφερνε με τον τρόπο που περιγράφεται αντιμέτωπο τον ασθενή με τους δαίμονές του, κουνώντας του το δάκτυλο και σερβίροντας του αιτιολογίες). Ελαφρυντικά της πρώτης απόπειρας (στην λογοτεχνία τουλάχιστον, αφήνουμε στην άκρη τις μουσικές βιογραφίες που έχει στο ενεργητικό του) σίγουρα αποδίδονται, κρίνονται έως και αναπόφευκτα, είναι και αυτή η ανάγκη του κάθε συγγραφέα στο πρώτου του βήμα να βγάλει και το άχτι του στις σελίδες, να κάνει ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, μια τάση εμφανής σε κάμποσες σελίδες της «Ντοπαμίνης» (ομολογουμένως λίαν απολαυστικές, ειδικά σε εκείνες όπου στοχοποιεί το δημοσιογραφικό σινάφι, μη αφήνοντας κανέναν κλάδο να του ξεφύγει, από τα «αθλητικά κομματόσκυλα του ελέους» και τους «ατάλαντους καρεκλοκένταυρους της πολιτιστικής εξουσίας» μέχρι «τους κηφήνες από τους λίγους του κοινοβουλευτικού ρεπορτάζ», αλλά κι εκείνες όπου περιλαβαίνει τις διάφορες μουσικές φυλές («άντε γαμηθείτε ρε… χιπχοπάδες (…) ηλεκτρονικάδες (…) γκοθάδες και γκοθούδες (…) μοντάδες και ροκαμπιλάδες (…) χεβιμεταλλάδες (…) έντεχνοι» και φυσικά «άντε γαμηθείτε ρε indie κωλόπαιδα, που μου το παίζετε εναλλακτικοί και γαμάτοι επειδή έχετε μερικούς παραπάνω δίσκους (…) εσείς και το σάπιο, ελιτίστικo υφάκι σας».
Τέτοιες μισανθρωπικές νευρικές απολήξεις δυνητικής ταύτισης και… έκκρισης ντοπαμίνης υπάρχουν ουκ ολίγες στο βιβλίο, πιάνοντας σε εύρος από τους Muse και όσους ζητάνε Placebo στα μπαρ μέχρι όσους… δεν σέβονται τον κανόνα των 10 τεμαχίων στα σουπερμάρκετ. Κάπου θα αναγνωρίσετε, με την θετική ή και την αρνητική έννοια τον εαυτό σας πάντως… Και αυτή νομίζω είναι μια καλή τελευταία γραμμή για αυτό το κείμενο (κι ας είναι η πρώτη γραμμή πάντα η καλύτερη).