Ηπειρώτικο Μοιρολόι
Ας επισκεφτούμε νοερά ένα ελληνικό χωριό... Ας μην το ονομάσουμε Τραχανοπλαγιά ή Κολοπετεινίτσα και άλλα τέτοια ονόματα συμβολικά μιας αστικής υπεροψίας και μιας διόλου κεκαλυμμένης σκαντζίλας αστών που θέλουν να ξεχάσουν την καταγωγή τους. Ας το κρατήσουμε ανώνυμο. Μοντέρνο όμως. Ίσως να μοιάζει και λίγο με εκείνα τα χωριά που έστηνε ο Ποτέμκιν για να εντυπωσιάσει την Μεγάλη Αικατερίνη. Το χωριό λοιπόν αυτό, όπως και κάθε άλλο το οποίο σέβεται τον εαυτό του, διαθέτει ξενώνες με παραδοσιακή πέτρινη αρχιτεκτονική, τζάκι, wi-fi, ίσως και τζακούζι, όλα τα κομφόρ για να αποθέσει ο αποκαμωμένος από το εργασιακό ratrace κάτοικος του κλεινού άστεος λίγο από το άγχος (και πολύ από τον οβολό) του. Καταστήματα με παραδοσιακές γκλίτσες, κιούπια, κιλίμια, σίγουρα τοπικές παραδοσιακές λιχουδιές, οπωσδήποτε γλυκά του κουταλιού και ζυμαρικά, ένας τραχανάς είναι επίσης must. Εννοείται και τουλάχιστον ένα παραδοσιακό πανηγύρι/γιορτή ενός ζαρζαβατικού/γλέντι. Και επίσης κάπου θα υπάρχει και ένα παραδοσιακό Λαογραφικό Μουσείο. Δεν είναι άλλωστε και δύσκολο να στηθεί. Κάπου θα βρεθούν μερικές στάμνες, κάμποσες φορεσιές, ένας παρατημένος αργαλειός από καμιά αποδημήσασα βάβω, έτσι που με ένα φτηνό εισιτήριο ο επισκέπτης του Σαββατοκύριακου να περιδιαβεί τα 2-3 δωμάτια, να θαυμάσει εκστασιασμένος «τς τς» τα «αριστουργήματα» της λαϊκής τέχνης, λίγο βιαστικά ίσως, γιατί παραδίπλα περιμένει η παραδοσιακή ταβέρνα με τα παραδοσιακά (μην ξεχνιόμαστε) κοντοσούβλια (ασχέτως αν το γουρουνάκι όταν ήταν ζωντανό έκανε όινκ όινκ σε κάποια φάρμα έξω από το Μάαστριχτ, τα λιωμένα τυριά είναι αμφίβολα γκούντα Ολλανδίας και η ντομάτα στην χειμωνιάτικη χωριάτικη κόπηκε από ένα θερμοκήπιο κάπου στο Σαρλερουά - κατά μία άποψη η παράδοση των …Κάτω Χωρών είναι ζωντανή στην ελληνική ύπαιθρο). Η παράδοση σαν καρικατούρα, τουριστικό φολκλόρ κακέκτυπο λοιπόν; Και πως μετά να μην γεννηθεί μέσα σου μια αυθόρμητη ανάγκη, μια πελώρια λαχτάρα για το χαμένο αυθεντικό, το γνήσιο, το αγνό;
Και εδώ τίθεται το ίσως ενοχλητικό ερώτημα: υπήρξε ποτέ αυτό το αυθεντικό, το γνήσιο, το αγνό για να χαθεί; Έχουμε να κάνουμε μήπως με «επινοημένες» παραδόσεις», για να επικαλεστούμε τον θείο Hobsbawm; Με ποπ νοσταλγία και εξωραϊστική εξιδανίκευση ενός ανύπαρκτου Χρυσού Αιώνα, συνοδευόμενη από μια περιφρονητική απαξίωση του εκάστοτε σήμερα; Με ένα πανανθρώπινο συναίσθημα που γεφυρώνει όλες τις εποχές και όλες τις κουλτούρες; Εκείνος ο σατανάς ο Φλωμπέρ σε εκείνο το δηλητηριώδες «Λεξικό των Κοινών Τόπων»,σημείωνε στο λήμμα «εποχή», για την δικιά του εποχή, την δεκαετία του ’70 (του 1870!) δηλαδή: «Εποχή:«(η δικιά μας). Τη βρίζεις. Διαμαρτύρεσαι που δεν είναι ποιητική». Η οποία δεν είναι σαν τότε… Πότε; Μα τότε, παλιάαα, τότε που έβγαιναν «αριστουργήματα»…
Επιπρόσθετο ερώτημα: πόση βάση έχει μια τέτοια αισθητική αποτίμηση; Όχι μόνο επειδή γίνεται (και πως αλλιώς;) μέσα από το σημερινό βλέμμα, από το σημερινό συγκείμενο. Όχι μόνο επειδή οτιδήποτε παλιό μοιάζει να …δεδικαίωται σχεδόν αυτεπαγγέλτως ως διαχρονικό και σεβάσμιο, καθώς μοιάζει να θεωρούμε πως ο χρόνος έχει ήδη υποβάλλει τα ανθρώπινα έργα σε ένα είδος πολιτισμικής φυσικής επιλογής, αφήνοντας να επιβιώσουν μόνο τα άξια και στέλνοντας τον κατιμά στο χρονοντούλαπο. Μια άποψη η οποία μάλλον πολύ απέχει από έναν έρμαιο στο Τυχαίο ιστορικό μνημονικό μηχανισμό (π.χ. από τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες έχει διασωθεί ένα πολύ μικρό μέρος. Γιατί έλαχαν οι συγκεκριμένες; Ήταν οι σπουδαιότερες; Μήπως έτσι μπορεί να το θέλησε ένας άραβας λόγιος, ένας χριστιανός δόκιμος μοναχός σε κάποιο μοναστήρι στην Καμπανία; Μια …πεταλούδα που χτύπησε τα φτερά της κάπου στον κόσμο;). Πέραν των αμφιβολιών τούτων, υπάρχει κι ένα άλλο προκλητικό στοιχείο: οι αισθητικές μας αυτές κρίσεις απευθύνονται ενίοτε σε έργα και τεχνουργήματα τα οποία ποτέ δεν φτιάχτηκαν για να υποβληθούν σε μια τέτοια κρίση.
«Ο άνθρωπος του αγροτικού πολιτισμού γενικώς δεν γνωρίζει την αισθητική στάση. Ένας τόπος δεν είναι γι’ αυτούς ωραίος ή άσχημος, αλλά εύφορος ή άφορος. Φαντάζεται κανείς έναν αγρότη να αναφωνεί εκστατικός μπροστά σε μια νησιωτική ξεραΐλα «τι πανέμορφος τόπος!»; (…) Αισθητικά προσεγγίζουν τους τόπους μόνο οι αστοί της πόλης. Αυτή την μη αισθητική στάση οι άνθρωποι του αγροτικού πολιτισμού την τηρούσαν και έναντι του μεγαλύτερου μέρους των έργων που σήμερα τα θεωρούμε λαϊκή τέχνη».
Αυτά γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στην καταπληκτική του νουβέλα «Στ’ αμπέλια» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ), στην οποία κατεδαφίζει πλήρως την φαντασιακή κατασκευή του «αγνού χωριού» που έχει πλάσει ο σύγχρονος αστός, παρουσιάζοντας έναν κόσμο σκληρό, τραχύ, παγ(ι)ωμένο, στάσιμο και βαλτωμένο σε μια αέναη επανάληψη, με μόνη ίσως διέξοδο (και διόλου εύκολη) τον ξενιτεμό.
Στο επίσης καταπληκτικό βιβλίο «Το Δημοτικό Τραγούδι» (από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), ο Αλέξης Πολίτης το σκαλίζει βαθύτερα το ζήτημα και φτάνει στις ρίζες της ιδεολογικής νοηματοδότησης της παράδοσης, και των δημοτικών τραγουδιών εν προκειμένω: «Από την εποχή που το θέμα της εθνικής συνείδησης τέθηκε και για τους Έλληνες, τα δημοτικά τραγούδια εκτιμήθηκαν και ως προς την λογοτεχνική τους αξία». Και συνεχίζει: «Η ερώτηση “τι μουσική σ’ αρέσει;” δεν είχε νόημα. Το κάθε τραγούδι είχε την ώρα του, τη θέση του και τη λειτουργία του». (…) «Το δημοτικό τραγούδι δεν εκφράζει προσωπικά συναισθήματα (ούτε «τέχνη για την τέχνη» κατά το ευρωπαϊκό ρομαντικό πρότυπο θα συμπληρώσω), αλλά το κοινωνικό δέον (σήμερα θα το λέγαμε «πολιτικώς ορθό»). Το κοινωνικό, και από ένα ιστορικό σημείο και μετά, το «εθνικώς δέον». Γιατί αυτά τα λαϊκά δημιουργήματα ξανα-ανακαλύφθηκαν, αποθεώθηκαν, ενίοτε νοθεύτηκαν και «σιδερώθηκαν» κιόλας, ακριβώς για να ταιριάξουν στον κορσέ της νέας εθνικής αφήγησης, στην ανάγκη για εθνική υπερηφάνεια που θέλει τις ρίζες του κάθε νεογέννητου έθνους να πηγαίνουν πολύ πίσω στον χρόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι η Λαογραφία και η Αρχαιολογία αναδείχθηκαν ως επιστήμες ακριβώς μέσα στην δίνη των επαναστάσεων του 18ου-19ου αιώνα και της αποτίναξης των αυτοκρατορικών ζυγών (π.χ. τα «Alte Volkslieder» του Herder βγήκαν το 1774), με κινητήριο μοχλό τον εθνικισμό, γνήσιο τέκνο της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού, και προοδευτικό ρεύμα αλλαγής των καιρών (ας σημειώσουμε πως αλλάζουν πρόσημο οι έννοιες με τον χρόνο ε;). Και δεν είναι επίσης διόλου τυχαίο ότι σε αυτή την ιδεαλιστική-ρομαντική διαδικασία πρωτοστάτησαν λόγιοι από την πλέον ανασφαλή και διαιρεμένη περιοχή της Ευρώπης, την Γερμανία, με αναρίθμητες εκδόσεις, έρευνες και φυσικά κάθε τύπου αρχαιολογικές-λαογραφικές αποστολές οι οποίοι έφτασαν μέχρι τα μέρη μας (όλοι γνωρίζουμε τον Σλήμαν), συμβάλλοντας έβαλαν στην ίδρυση του «νεοελληνικού» κράτους με μια βαρύτητα ισάξια ίσως με εκείνη των κανονιών του Ναβαρίνου (και κληροδοτώντας συγχρόνως διάφορα συμπλέγματα στους κατοίκους του). Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σε αυτή την χώρα ακριβώς, η σχέση με την παράδοση υπήρξε ανέκαθεν αμφίσημη και διαταραγμένη, κυμαινόμενη από την αποθέωση έως την πλήρη καταφρόνηση, ακόμη και συκοφάντηση. Εθνική υπερηφάνεια και εθνικό αυτομαστίγωμα (βασικά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος), πάντα υπό το ετεροκαθοριστικό βλέμμα του Άλλου. Του Ξένου.
Η υποδοχή του βιβλίου (βασικά της μετάφρασής του) του Κρίστοφερ Κινγκ το οποίο ασχολείται με το ηπειρώτικο τραγούδι εντάσσεται νομίζω αρμονικά σε αυτό το διχασμένο πλαίσιο.«Ο Αμερικανός που σώζει την παράδοση μας» διαβάζω σε clickbait τίτλο «ειδησεογραφικής» σελίδας, «Ο Jack White μας γνωρίζει τον Κίτσο Χαρισιάδη» σε lifestyle έντυπο, τα είχαμε ξαναζήσει βέβαια όλα αυτά όταν ο Ian Nagoski …ανακάλυψε την Μαρίκα Παπαγκίκα, ίσως μάλιστα να μην είναι διόλου περίεργα από την στιγμή που στα μέρη μας διαθέτουμε περισσότερους μουσικογραφιάδες οι οποίοι μπορούν να σου αναλύσουν εμβριθέστερα την σκηνή μιας ανθυπογειτονιάς της Νέας Υόρκης ή μιας κωμόπολης της αγγλικής υπαίθρου παρά την εγχώρια μουσική παράδοση (εν τούτοις για όποιον έχει ένα πραγματικό ενδιαφέρον για να το ψάξει το ζήτημα, υπάρχουν ένα σωρό θαυμάσιες ελληνικές εκδόσεις, και για μην πάμε πολύ πίσω στον χρόνο, αξίζει να αναφέρουμε το τιτάνιο έργο που έχει ξεκινήσει ο Παντελής Μπουκάλας στις εκδόσεις Άγρα). Από την άλλη ταυτόχρονα, προϋπαντήθηκε και με πνεύμα μικροεθνικής ψωροπερηφάνιας και εγωισμού, «ήρθε τώρα ο ξένος να μας μιλήσει για κλαρίνα» και άλλα τέτοια λεβέντικα. Έλα όμως που οι ξένοι πολλές φορές προάσπισαν καλύτερα εθνικές «κληρονομιές». Να μνημονεύσουμε τις περίφημες εκδόσεις της Λειψίας για όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία; Να θυμηθούμε ότι η πρώτη συλλογή δημοτικών τραγουδιών ήταν από Γάλλο, το"Chants populaires de la Grèce moderne" του Φοριέλ, και μάλιστα από το 1824 ήδη; Ο οποίος, να σημειωθεί, δεν είχε πατήσει ποτέ το ποδάρι του στην Ελλάδα (ένας «αντικειμενικός παρατηρητής», μπορεί να σημείωνε κάποιος που δεν γνωρίζει από κβαντική). Σε αντίθεση με τον Κρίστοφερ Κινγκ ο οποίος το έχει πατήσει για τα καλά, ο πολιτιστικός σύλλογος της Βίτσας πέρυσι τον έκανε επίτιμο κάτοικο του χωριού, ενώ μαθαίνουμε ότι σκέφτεται και την μόνιμη μετακόμιση.
Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο περιβόητος Αμερικανός που ήρθε «να κάνει παγκόσμιο το ηπειρώτικο» μοιρολόι»; Συνθέτης, φιλόσοφος, ερευνητής μουσικολόγος, έχει και Γκράμυ, και εκδίδει μεταξύ άλλων στην εταιρεία του Jack White, την Third Man Records, συλλογές με χαμένους δίσκους 78 στροφών. Ως συλλέκτης δίσκων συστήνεται και από την αρχή του βιβλίου, ο οποίος εκστασιάζεται όταν ανακαλύπτει «φοβερά σπάνια» δισκάκια και «άγνωστη επαρχιώτικη μουσική», χωρίς να κρύβει την απογοήτευσή του όταν συναντά …γνωστά πράγματα, Glenn Miller και Tommy Dοrsey π.χ. Αντιδράσεις οικείες νομίζω σε όλους τους ομοιοπαθείς συλλέκτες (δεν λέω και «όλες», γιατί ως γνωστόν, έχουμε να κάνουμε με ανδρικό, αγορίστικο καλύτερα, σπορ), τζάνκια ενός εθιστικού πάθους το οποίο πολλές φορές δεν έχει τόση σχέση με την μουσική αυτή καθαυτή, παρά με το αίσθημα του «κατέχειν» και του «διαφέρειν» (υπάρχει μια σπαρταριστή σκηνή στο βιβλίο όπου ο συγγραφέας μαζί με ντόπιο συνοδοιπόρο του βρίσκονται σε ένα χωριό και προσπαθούν να παζαρέψουν σπάνιους δίσκους από έναν επίμονα αρνούμενο γέροντα). Πόσο μάλλον σε έναν δυτικό ποπ κόσμο ο οποίος αφού έφαγε τις σάρκες του, έχει βγει παγανιά ανά την λοιπή υφήλιο για φρέσκια obscure εξωτική τροφή και νέες παρθένες γωνιές (niches, όπως τις θέλει η μοντέρνα αργκό του μάρκετινγκ).
Γιατί τώρα ο Κινγκ έτυχε (και προφανώς πέτυχε;) να κολλήσει με τα ηπειρωτικά; Ακριβώς, επειδή έτυχε. Μια συγκυρία. Ένας πωλητής κάπου στην Ιστανμπούλ με σπάνια δισκάκια. Μια αρχική ταύτιση, ένα ιδιότυπο Σύνδρομο της Στοκχόλμης που παθαίνουν συχνά και οι συλλέκτες αλλά και οι ερευνητές, που θεωρούν ότι το αντικείμενο το οποίο μελετούν είναι συγκλονιστικής σημαντικότητας, ότι ο καρασπάνιος δίσκος που ανακάλυψαν είναι οπωσδήποτε «δισκάρα» (που φυσικά την έχουν μόνο αυτοί – και ο ίδιος συγγραφέας δεν μένει απρόσβλητος από τέτοιες επάρσεις). Και ένας ευγενής ελιτισμός («αυτή η μουσική δεν είναι για όλους» - και άραγε ποιά είναι για όλους;). Στο τέλος, προκύπτειένας έρωτας μεγάλος. Και έρωτος παρόντος, κάθε …κριτική παυσάτω θα μπορούσαμε να πούμε, και να κλείσουμε το κείμενο εδώ. Η μουσική άλλωστε είναι καθαρά ανορθολογικό φαινόμενο, άλλον τον συγκλονίζει συθέμελα και άλλον τον αφήνει παγερά αδιάφορο, πολλά επιχειρήματα δεν σηκώνει. Και ο ίδιος μοιάζει να θέλει να ξεκόψει κάθε αντίρρηση εξαρχής: «Ο Μακντέρμοτ (ένας ήρωας ταινίας που έχει μόλις αναφέρει) κι εγώ δεν μπλέκουμε σε ακαδημαϊκές διαμάχες: έχουμε μια μύχια γνώση κι επαφή με το φαινόμενο που αξιολογούμε, λόγω της ψυχαναγκαστικής μας αφοσίωσης σε αυτό". Πόσο μάλλον όταν αυτός ο έρωτας προσλαμβάνει θρησκευτικές διαστάσεις:«Ανακάλυψα ότι στην Ήπειρο η μουσική έχει μια ιαματική, θεραπευτική λειτουργία… Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε σε μια επιφοίτηση». Ο Κινγκ σαν τον Σαούλ στον δρόμο προς την Δαμασκό (ή το Ζαγόρι) και προς μια νέα προσωπική θρησκεία; Δεν το κρύβει άλλωστε ότι πράγματι βίωσε μια «υπερβατική εμπειρία», μέσα σε μια ατμόσφαιρα τσίκνας από σουβλάκια και λουκάνικα και με μια γερή δόση από τσίπουρο, το οποίο έχει «γεύση σαν τα ουράνια υγρά δύο αγγέλων που γαμιούνται». Και μιας που θρησκεία χωρίς αγίους δεν υπάρχει, τους βρίσκει στο πρόσωπο δύο εκ πρωταγωνιστών του βιβλίου, των θρυλικών μουσικών, του κλαριντζή Κίτσου Χαρισιάδη και του βιολιτζή Αλέξη Ζούμπα, οι οποίοι παίρνουν στα μάτια του Κινγκ σχεδόν υπεράνθρωπες διαστάσεις (νιτσεϊκές; καζαντζάκειες;), bigger than life κατά την αμερικάνικη ειδωλολατρική νοοτροπία, από τα θαυμάσια σκίτσα του Robert Crumb μόνο το φωτοστέφανο λείπει για μια σύγχρονη αγιογράφηση. Κι αν η θρησκεία αυτή χρειαστεί και ιερά λείψανα, αυτά δεν είναι άλλα από τα παλιά σκονισμένα δισκάκια των 78 στροφών. Ευλόγησον…
Ο συγγραφέας πέφτει στο νέο του ερωτικό-θρησκευτικό πάθος (μουσική και …τσίπουρο) με έναν ενθουσιασμό και φανατισμό νεοφώτιστου. Εξού και γίνεται αφοριστικός, ισοπεδωτικός (όσο και η … παγκοσμιοποίηση την οποία οικτίρει διαρκώς). Την σύγχρονη μουσική την αποκηρύσσει ως μια «πλαστική κούφια σαχλαμάρα μαρκεταρισμένη για τις μάζες». Όπου «σύγχρονη μουσική» βάλτε την μουσική των τελευταίων 80-100 χρόνων τσουβαληδόν (με την οποία πάντως δεν μοιάζει πάντως να έχει κάποια ιδιαίτερη επαφή που να δικαιολογεί τον βαρύγδουπο αυτόν αφορισμό, ενδεικτικά σε κάποιο σημείο του κειμένου αναφέρει ότι αγνοεί παντελώς την ύπαρξη του …Leonard Cohen, με τα τραγούδια του να αποτελούν γι’ αυτόν «πληροφορίες για πολύ μυημένους»!) Η οποία βέβαια τίθεται σε αντιπαραβολή με τον χαμένο παράδεισο της παλιάς μουσικής: «όταν ακούω μια ιδιαίτερα καλή ηχογράφηση από κάποιο απομονωμένο μέρος …ακούω αυθεντικότητα, ακούω ότι υπήρχε», «όταν ακούω σημερινή μουσική (…) ακούω ένα χλωμό απολειφάδι (…) ακούω ότι χάθηκε». Σε αυτό το πνεύμα δεν αποφεύγει αυθαίρετες αποφάνσεις στα όρια του γραφικού («κατά τη γνώμη μου, η κλασική μουσική είναι εγκεφαλική δίχως ρίζες»), ατεκμηρίωτες υπερβολές (για την «αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης», η οποία φιγουράρει και στο εξώφυλλο), ενώ –φευ!- και αυτός θα υποκύψει στην παρομοίωση των ηπειρώτικων με τα …Ντέλτα μπλουζ (μα δεν ενημερώθηκε ότι αυτή την προνομιακή θέση την κατέχει εδώ και χρόνια το …ρεμπέτικο;).
Ο ίδιος ο γεωγραφικός τόπος, η Ήπειρος, «μια γωνιά της βορειοδυτικής Ελλάδας, όπου ο χρόνος έχει σταματήσει – ένας τόπος πoυ δέχεται τις πιέσεις του εκμοντερνισμού» προσλαμβάνει στα μάτια του μεταφυσικές διαστάσεις (et in …Epirus ego) με ηρωικές δάφνες να τον στεφανώνουν. «Μεγάλο μέρος της Ελλάδας, όπως και της υπόλοιπης Ευρώπης, έχει παραδοθεί στην παγκοσμιοποίηση». Και όμως… Ένα μικρό γαλατικό χωριό, που δεν είναι εν προκειμένω …γαλατικό αλλά ηπειρώτικο, ακόμη αντιστέκεται και θα αντιστέκεται για πάντα στους εισβολείς και στον Τρισκέρατο Δαίμονα της παγκοσμιοποίησης. Με δικά του λόγια: «εξαίρεση είναι τούτος ο τόπος, η Ήπειρος», η υπόλοιπη Ελλάδα (και κόσμος υποθέτω) κατατάσσεται στους «μουσικούς ερημότοπους»: «ότι ακούω έξω από την Ήπειρο δεν έχει κανένα σκοπό». Βέβαια πέρα από το γεγονός ότι τα μοιρολόγια για τον αφανισμό των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και την ανάπτυξης μιας σύγχρονης μονοκουλτούρας μάλλον διαψεύδονται από την πραγματικότητα, ποτέ γαρ η βιοποικιλότητα στην μουσική δεν ήταν πιο πλούσια από σήμερα, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι είναι η ίδια αυτή η …παγκοσμιοποίηση που προσέφερε στον Κινγκ την δυνατότητα να «ανακαλύψει» την ηπειρώτικη μοναδικότητα.
Σκέφτομαι πάντως σε αυτό το σημείο όλους εκείνους τους Δυτικούς που κάποτε αναζήτησαν ένα νόημα στον εξωτισμό, τους επιστήμονες που βγήκαν στην αναζήτηση του «ευγενούς αναλλοίωτου από το πολιτισμό αγρίου» του Ρουσώ, ψάχνοντας στους «Θλιμμένους τροπικούς» (για να θυμηθούμε το θρυλικό σύγγραμμα του Κλωντ Λεβί-Στρως), σε κάθε δυνατή άκρη του κόσμου αυτού, που πήραν τα magic bus για την Ασία, έφτασαν στην Αφρική, στην Ευρώπη (ναι, εξωτική ήταν και αυτή κάποτε, διαβάστε π.χ.τον Χένρυ Μίλλερ στο Παρίσι). Και στην Ελλάδα επίσης, τόσοι και τόσοι φιλέλληνες έπαθαν έρωτα με τα χώματα αυτά (να μνημονεύσουμε τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, τον Λώρενς Ντάρελ και πολλούς άλλους ακόμη). Όλοι στην (μάταιη;) αναζήτηση ενός νοήματος σε αυτή τη ζωή, μιας σανίδας να κρατηθούμε μέσα στο ταραγμένο υπαρξιακό πέλαγος. Άλλος μπορεί να το βρει σε μια ποδοσφαιρική ομάδα, άλλος σε μια θρησκεία, άλλος στην δουλειά του και στο αμάξι του, η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται εν τέλει ακόμη και στους Sex Pistols (γκέγκε;). Και σε κάποιους σκεβρωμένους από τον χρόνο δίσκους. Γιατί όχι; «Τούτες οι ηχογραφήσεις είναι ένα παράθυρο μέσα από το οποίο βρίσκω νόημα στον κόσμο... ή αντιλαμβάνομαι την απουσία νοήματος» γράφει ο συγγραφέας. Και μπροστά σε μια τέτοια εξομολόγηση στεκόμαστε με κατανόηση, με ενσυναίσθηση και χωρίς καμία συγκατάβαση (ο ίδιος κάπου ομολογεί ότι είχε βρεθεί νωρίτερα και «σ’ ένα είδος ψυχικής αποσύνθεσης»). Και επειδή ακούμε και αγαπάμε την μουσική, μπορούμε να συμμεριστούμε ακόμη και την νοσταλγία για μια εποχή που η μουσική αποτελούσε κοινωνικό δρώμενο και επικοινωνία και όχι μια ατομική κραυγαλέα ταυτότητα στα …δόντια. Όμως οι ενστάσεις και οι κριτικές εγείρονται όταν τα εκάστοτε νοήματα καταλήγουν ενδύονται τον μανδύα του Απόλυτου. Του Δόγματος.
Και ο King το κάνει αυτό με έναν ακραία ιδεοληπτικό και ρομαντικό τρόπο. Ο οποίος μπορεί έως και να συγκινεί μέχρι ενός σημείου, δεν παύει όμως να κρύβει και σκοτεινές απολήξεις. Η αναπόληση ενός κόσμου αποτελούμενου από «μικρούς γεωγραφικούς θύλακες», «χιλιάδες βιοσφαίρες που καλύπτουν την επιφάνεια ολόκληρου του πλανήτη», ενός κόσμου που ισοπεδώθηκε δήθεν από την παγκοσμιοποίηση, είναι μια διάγνωση η οποία θυμίζει πολύ έντονα τα αντι-νεωτεριστικά «against the modern world» κηρύγματα αμφιλεγόμενων διανοούμενων σαν εκείνο π.χ. του Όσβαλντ Σπένγκλερ στην «Παρακμή της Δύσης». Μπλέκεται αφελώς νομίζω σε λίαν επικίνδυνα νερά ο Κινγκ όταν υιοθετεί έναν άκριτο βιολογικό αναγωγισμό μιλώντας για «αδιάρρηκτο δεσμό ανάμεσα στο χώμα και τους ανθρώπους» (ο συνειρμός με το γερμανικό ρομαντικό όραμα του ‘Blutund Boden’ είναι αναπόφευκτος), για «καθαρότητα», για «εθνοφυλετική ενότητα», για «απομονωμένους θύλακες που αρνούνται επίμονα να αφομοιώσουν ξένα στοιχεία» (θυμίζοντας εδώ την γραμμή του ιδεαλιστή Γερμανού –τι άλλο;- φιλόσοφου Φίχτε, ο οποίος στους διαβόητους Λόγους του υποστήριζε ότι «η ζωντανή γλώσσα αποτελεί την καθαρή από επιρροές και χωρίς προσμίξεις γλώσσα»). Γιατί είναι ακριβώς τούτη η στάση που υιοθετεί ο φασισμός στην σύγχρονη μεταμοντέρνα «ευπρεπή» του μορφή. Αντιγράφω προς επίρρωση από το φιλόδοξο (αλλά και άνισο) μυθιστόρημα-ποταμό «Omega Minor» του Πάουλ Βεράχεν (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) τα λόγια που απευθύνει ένας ναζί ιδεολόγος καθοδηγητής σε νέο στρατολογημένο μέλος: «Υπερασπίζομαι το δικαίωμα στην ταυτότητα του λαού μου. Αυτό το δικαίωμα το παραχωρώ σε όλους τους λαούς του κόσμου. Δεν πιστεύω στην ανωτερότητα μιας φυλής σε σχέση με μια άλλη. Οι πολιτισμικές διαφορές κατά τη γνώμη μου κάνουν τον κόσμο πιο πλούσιο. Και συνεπώς αντιτίθεμαι στο πολυπολιτισμικό σχέδιο… Ισοπέδωση φίλε μου, μαζικοποίηση». Φοβάμαι ότι λίγοι θα διαφωνούσαν μέχρις εδώ…Φοβάμαι όμως ακόμη περισσότερο τα περαιτέρω, όλα όσα μπορεί να συνεπάγεται τούτη η επιθυμία/αναπόληση πολιτισμικών γκέτο στα οποία η επαφή με το ξένο θα θεωρείται αλλοίωση και φθορά.
Ευτυχώς ο Κινγκ απέχει συνειδητά από τέτοιες ιδεολογικές διολισθήσεις, μέσα στο κείμενο μάλιστα διατηρεί αποστάσεις και από κατεστημένες πλευρές του ελληνικού αλυτρωτισμού, καθώς αντιμετωπίζει την ελληνική Ήπειρο και την νότια Αλβανία (την οποία ο ελληνικός εθνικισμός την θέλει κουκλίτσα αδερφή) σαν ένα πολιτισμικό συνεχές με ρευστά όρια όπου η έννοια της εθνικής καθαρότητας είναι μάλλον μια φενάκη (όπως και η πατρότητα των μουσικών σκοπών επίσης). Επιπλέον δεν κρύβει λόγια ούτε κι όταν αγγίζει (έστω και ξώφαλτσα) το ευαίσθητο θέμα της τύχης της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων. Η δε Ιστορία της Ηπείρου που παραθέτει είναι σε γενικές γραμμές ακριβής, στα πλαίσια φυσικά μιας ευσύνοπτης επισκόπησης, και μάλιστα τόσο τίμια και καλόπιστη που ….υπονομεύει τόσο την θεωρία της απομόνωσης της Ηπείρου από τον υπόλοιπο κόσμο όσο και τον (νεο)λουδιτισμόο οποίος διατρέχει (και κατατρέχει) ολόκληρο το βιβλίο.
Έτσι από την μία μιλάει για το καθαρό και άσπιλο της ηπειρώτικης μουσικής, από την άλλη η Ιστορία που αφηγείται είναι σημαδεμένη από μεταναστεύσεις και κατακτήσεις, από λαούς που πάνε κι έρχονται, όχι αλλοιώνοντας απλά κάποια πρωτογενή φυσιογνωμία, αλλά διαμορφώνοντας και ανανεώνοντας την διαρκώς. Και δεν διστάζει να καταγράψει ένα σωρό επιρροές, όχι μόνο τις προφανείς οθωμανικές (π.χ. τους μουσικούς δρόμους, από το ουσάκ μέχρι το χιτζάζ) αλλά και τις πιο κρυφές οι οποίες φτάνουν μέχρι την ……ιταλική όπερα (και ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ίδιοι οι ήρωες του οι κλαριντζήδες υπήρξαν ως επί το πλείστον Ρομά στην καταγωγή, του κατεξοχήν δηλαδή νομαδικού λαού).
Όσο για την τεχνοφοβία του, εδώ πέφτει μοιραία θύμα της εγγενούς της αντινομίας: ότι μοιραία κάπου πρέπει να μπει μια τελεία, η οποία να διαχωρίζει αποδεκτές από μη-αποδεκτές τεχνολογικές εξελίξεις. «Κι η αλήθεια είναι ότι ο δίσκος γραμμοφώνου σχεδόν κατέστρεψε την αγνή δημώδη μουσική που αγαπώ», γράφει παραβλέποντας επίσης ότι ακριβώς αυτός ο δίσκος του προξένεψε αυτή ακριβώς την αγάπη (όπως το είπε ευφυολογώντας ο αγαπητός συνάδελφος Φώντας Τρούσας «αν είναι έτσι τότε κακώς το έβγαλε σε βιβλίο, έπρεπε να το γράψει σε πέτρες»). Έτσι, ενώ από την μία ξιφουλκεί με σθένος εναντίον του ...ακορντεόν (ω ναι!), κι εννοείται δε ότι αποτάσσει μετά βδελυγμίας τον ηλεκτρισμό (δεν πάει λέει πλέον σε πανηγύρι αν έχει ενισχυτές), «Χριστέ μου, ακόμη και ηλεκτρική κιθάρα», «τερατωδία» την αποκαλεί (που να άκουγε δηλαδή και τα «Μερακλομπερδέματα» του Κώστα Σούκα από το μεγάλο αρτινό γένος των Σουκαίων, για να μην αναφερθούμε και στους πιο σύγχρονους V.I.C. ή στα ηλεκτρονικά μηχανήματα του διαβόλου της May Roosevelt) και εκτοξεύει αξιωματικά την άποψη ότι για τις «αλλοιώσεις της μουσικής αυτού του τόπου» μεταξύ άλλων ευθύνεται και η «εισβολή ξένων οργάνων», από την άλλη εν τούτοις δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα να αποδεχτεί την παρουσία του βιολιού και του κλαρίνου, τα οποία όμως αμφότερα είναι όργανα που εισήχθησαν από την κακή κι επάρατη Δύση. Δεν τολμάει όμως να διακηρύξει (και ευτυχώς!) καμία γνήσια ηπειρώτικη επιστροφή στην τζαμάρα (είδος τσομπάνικης φλογέρας) ή στον …αυλό.
Δεν ξέρω τι άποψη έχετε σχηματίσει από όλα αυτά τα γραφόμενα μέχρι τώρα, πάντως αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι το βιβλίο έχει το ενδιαφέρον του και δεν στερείται αρετών. Ξεκινώντας από το ίδιο το γεγονός ότι ανοίγει τέτοιες κουβέντες και προβληματισμούς. Επίσης πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι εν τέλει οι άνθρωποι με εμμονές και ιδιοτροπίες πολλές φορές επιτελούν και σημαντικό έργο, και τους χρωστάμε πολλά. Στην προκειμένη περίπτωση π.χ., το γεγονός ότι όλες αυτές οι παλιές ηχογραφήσεις βλέπουν επιτέλους ξανά το φως της ημέρας, σε αξιοπρεπείς και καθαρισμένες εκδοχές (η συλλογή που συνοδεύει το βιβλίο με τίτλο «Soundtrack to Lament from Epirus» κυκλοφορεί από την γνωστή και εξαιρετέα Tompkins Square). Το ίδιο το βιβλίο διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα, η γραφή είναι απλή μεν, αλλά στρωτή, άμεση, με κάποιες ευπρόσδεκτες δόσεις χιούμορ που νερώνουν κάπως το απόλυτο των απόψεων (ουχί όμως το τσίπουρο), σε παίρνει από το χέρι σε μια συναρπαστική ιχνηλασία και αναζήτηση της προσωπικής λύτρωσης, όσο κι αν δεν συμμερίζεσαι τα μέσα και τον τρόπο. Επιπλέον είναι (και) μια ερωτική επιστολή-εξομολόγηση στην ηπειρώτικη φύση, την τόσο μυστικιστικά γοητευτική και επιβλητικά αφιλόξενη. Σχεδόν σε κάνει να αναζητάς σε κάθε σκιά που ρίχνει ένα δέντρο ή ο αντικρινός ορεινός όγκος ένα στοιχειό από το χαμένο παρελθόν, να βλέπεις την Παμβώτιδα σαν μια λίμνη δακρύων από τα πτώματα που φούνταρε κάποτε εδώ ο Αλής ο Πασάς. Έχει ομολογουμένως μια εμμονή με τα φαντάσματα ο Κινγκ, αντίλαλοι φαντασμάτων αντηχούν σε όλο το βιβλίο (εδώ την έχω τώρα την αναφορά στο σύγχρονο, δάνειο από Ντεριντά, ρεύμα της ποπ κουλτούρας που έχει αποκληθεί hauntology -να την πούμε «στοιχειολογία;»- και που καταπιάνεται με ακριβώς την αναμόχλευση και επανα-νοηματαδότηση του παρελθόντος, αλλά ας μην το ανοίξουμε κι άλλο το θέμα). Είναι πάντως ενδιαφέρουσα μια παρατήρηση την οποία αλίευσα από το προαναφερθέν βιβλίο του Πολίτη, ότι στα ελληνικά και δη στα ηπειρώτικα μοιρολόγια, δεν υπάρχουν πουθενά ούτε φαντάσματα ούτε βρικόλακες ούτε ζόμπι (με την εξαίρεση του «Νεκρού αδελφού», που κι εκεί το φάντασμα έχει έναν ρόλο καλό και όχι σκιαχτικό). Ίσως η εξήγηση γι’ αυτή την απουσία να μπορεί να αποδοθεί στην επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας η οποία δεν «επέτρεπε» τέτοιου τύπου βόλτες μεταξύ Άνω και Κάτω Κόσμου, αλλά και σε ένα πιο ανθρώπινο επίπεδο, στο γεγονός ότι η παρουσία του φαντάσματος του νεκρού, έστω και μόνο στα λόγια του μοιρολογιού, σίγουρα δεν θα βοηθούσε στην παρηγοριά του πόνου των ζωντανών αγαπημένων. Ίσως σε μια ακόμη πιο τολμηρή ερμηνεία, ο θάνατος και το πένθος όπως βιωνόταν μέσα στην κοινότητα, και μέσα από την μουσική και τον κοινωνικό της ρόλο, χωρίς να εξοβελίζεται και να απωθείται ως ταμπού, ή πόσο μάλλον να μετατρέπεται σε RIP ποπ φαινόμενο, να επέτρεπε την ουσιαστική λύτρωση και να απέτρεπε την μετατροπή της μνήμης σε στοιχειό. Τα θίγει αυτά τα ζητήματα ο συγγραφέας και τα προσεγγίζει εύστοχα, χωρίς δυστυχώς να εμβαθύνει πολύ, μολονότι με μοιρολόγια ασχολείται (αν και να σημειώσουμε ότι τα μοιρολόγια δεν αναφέρονταν μόνο στον έναν Μεγάλο Θάνατο, αλλά και στους ...μικρότερους όπως ήταν η ξενιτιά ή ο …γάμος- ω ναι!).
Συνοψίζοντας και ολοκληρώνοντας, ας σημειώσουμε ότι στην πυρηνική της ουσία η ιδεολογικά καθαρολογική άποψη του Κινγκ για την μουσική γενικότερα δεν είναι ούτε πρωτότυπη κι ούτε καν σημερινή. Δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που βγάζει το …αυθεντικόμετρο και το αισθηματο-βυθόμετρο και απονέμει πιστοποιητικά γνησιότητας («στους νέους μουσικούς λείπει το συναισθηματικό βάθος»). Ανάλογοι «πιουρίστες» διαβιούν σε κάθε είδος μουσικής (και τέχνης γενικότερα). Στο ροκ φυσικά. Στο μέταλ όπως και δήποτε. Στο πανκ (oi oi όι μάνα μου). Στην κλασική ακόμη-ακόμη. Ένας σαν τον Κινγκ θα ήταν κι εκείνος που φώναξε «Ιούδααα» στον Ντύλαν όταν αυτός τόλμησε να βάλει ηλεκτρικές κιθάρες στην φολκ καθαρότητα. Για άλλους η μουσική τελείωσε το 1977, για άλλους ξεκίνησε το 1977, στην μουσικοκριτική έχουν χτιστεί ολόκληρες καριέρες πάνω σε κοπετούς για ταπαλιά χαμένα χρόνια και σε ατέρμονη μίρλα για τις χρυσές μετριότητες του παρόντος (σε αντιδιαστολή πάντα με ένα διαρκώς μετακινούμενο Τότε). Και πάει λέγοντας (και κλαίγοντας). Ίσως μόνο σε αυτό που αποκαλούμε με την ευρεία έννοια ποπ δεν θα συναντήσουμε καθαρολόγους, ίσως γιατί η ποπ είναι κάτι που εξ ορισμούόλα τα σφάζει και όλα τα αλέθει στον εύπεπτο κιτς πολτό της, αφοπλίζοντας εξ ορισμού και εν τω γεννάσθαι κάθε καθαρολογική απόπειρα.
Η τραγική (κυριολεκτικά!) ειρωνεία είναι ότι ένας τέτοιος αθεράπευτα νεκρόφιλος τρόπος αγάπης (τόσο κοινός στον χώρο του ριζοσπαστικού εθνικισμού, για να μνημονεύσω και ένα εξαίρετο βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη), βαθιά εγωιστικός και κτητικός (και ας ομνύει εν προκειμένω στο κοινοτικό πνεύμα), αποτελεί την ασφαλέστερη οδό προς τον μαρασμό και τον «θάνατο» του αντικειμένου της αγάπης. Οι πολιτισμοί γαρ δεν απειλούνται τόσο από τις έξωθεν επεμβάσεις, αλλά φθίνουν από την ενδογαμία, την απομόνωση και την στατικότητα, για να καταλήξουν κάποια στιγμή «ζωντανά απολιθώματα» (όπως αναφέρει κάπου και ο ίδιος, ίσως χωρίς αίσθηση του οξύμωρου της έκφρασης). Εν τούτοις η ίδια η ζωή λέει ένα μεγάλο Όχι σε αυτή την οπτική (σαν αυτό που ειπώθηκε στα ίδια ακριβώς ηπειρώτικα βουνά), όντας μια αλυσίδα διαρκούς δημιουργίας, η νέα ζωή βγαίνει μέσα από τον θάνατο, το παλιό γίνεται λίπασμα για το καινούργιο, σε μεταφορική αλλά και κυριολεκτική βάση. Και προχωρά με διασταυρώσεις, με αναμείξεις, με μπολιάσματα, με μπασταρδέματα, με νομαδικούς σπόρους που μεταφέρονται τυχαία από τους αέρηδες και βλαστάνουν εκεί που …κανείς δεν τους έσπειρε.
Αντίθετα, η βαθιά απαισιόδοξη ματιά του Κινγκ είναι εστιασμένη προς αυτά που χάνονται ή έχουν χαθεί. Όχι σε αυτά που γεννιούνται. Σκέφτομαι λοιπόν ότι θα περίμενα από μουσικολόγους οι οποίοι θέλουν να προσεγγίσουν «εξωτικούς» τοπικούς πολιτισμούς, να το κάνουν αυτό ούτε υιοθετώντας συμπεριφορές σχολαστικών εντομολόγων, ούτε ενστερνιζόμενοι ήδη παγιωμένους τοπικισμούς ούτε κυρίως στήνοντας και άλλα «προστατευτικά» συρματοπλέγματα. Θα περίμενα να ανοίξουν και να απλώσουν το βλέμμα τους πέρα και πάνω από τα όποια σύνορα, νοητά ή πραγματικά, χωρικά ή χρονικά, και να προσπαθήσουν να ανιχνεύσουν, ακόμη και σε αυτόν τον σύγχρονο θρυμματισμένο κόσμο, ένα οικουμενικό και ενωτικό πανανθρώπινο πνεύμα (πώς το κατάφερε αυτό ο David Toop στο περίφημο «Ωκεανό του Ήχου» του; Ένα θαυμάσιο αντι-Παράδειγμα).
Και αν είναι ένας αγωνιστικός στόχος και σοβαρό διακύβευμα του Σήμερα η υπέρβαση του αντιδραστικού ατομοκεντρισμού, του κεκαλυμμένου στην προβιά ενός κάλπικου φιλελευθερισμού, μιας φετιχιστικής ανάπτυξης και (εντάξει) μιας ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης, η λύση δεν ξέρω ποια είναι, σίγουρα όμως δεν είναι η επιστροφή σε ένα παλιό καλό μεν, φαντασιακό δε παρελθόν. Γιατί έτσι το όποιο φιλόδοξο κοινοτικό-συλλογικό όραμα μετατρέπεται σε «κοινοτίστικο», ακόμη και σε παρωδία. Γιατί εν τέλει, η στατική ουτοπία (ή μήπως δυστοπία;) του Κινγκ δεν είναι λιγότερο καρικατούρα και τουριστικό κακέκτυπο από το φανταστικό χωριό της εισαγωγής μας.
Κι αν ο τόπος μας είναι κλειστός που λέει και ο ποιητής, κι αν η παράδοση είναι μια έννοια εξ ορισμού συντηρητική (ενίοτε και ερήμην αυτού που συντηρεί) και δεν της λείπουν και οι εγχώριοι ακοίμητοι φρουροί-θεματοφύλακες, έτοιμοι να ξιφουλκήσουν με ιερό μένος εναντίον όσων υπονομεύουν την αυθεντικότητα και τη γνησιότητά της, πριν παραδοθούμε σε μια στείρα προγονολατρεία, ας έχουμε κατά νουν ότι ακόμη και η πιο …παραδοσιακή παράδοση υπήρξε κάποτε καινοτομία για την εποχή της. Έτσι αποφεύγουμε να πέσουμε και στην παγίδα (ψευδο)διλημμάτων τύπου Νέο-Παλιό, Λογική-Συναίσθημα, Μύθος-Πραγματικότητα, Ανατολή-Δύση, τα οποία συνθλίβουν την ουσία στις μυλόπετρες τους. Το σήμερα είναι πάντοτε η παράδοση του αύριο. Και ασφαλώς δεν ξέρω πως θα είναι η μουσική εμπειρία in the year 2525, μπορεί η μουσική να τότε να εμφυτεύεται με …τσιπάκι στον εγκέφαλο, ποιος ξέρει, το μέλλον αδιανόητο εστί, σίγουρα όμως θα υπάρχει και τότε ένας Κινγκ που θα νοσταλγεί την δική μας …αθώα και αγνή εποχή.
Ως τότε έχουμε όμως λίγο καιρό. Το ρολόι του χρόνου και της εντροπίας δεν σταματά, η μουσική θα συνεχίσει το ταξίδι της, οι νεότερες γενιές θα συνεχίσουν να διεκδικούν τη δική τους συνεισφορά στην αυθεντικότητα και στην δημιουργία, πατώντας πάνω στον βράχο της παράδοσης και κοιτάζοντας λίγο πιο μακριά κάθε φορά (όπως το διατύπωσε κάποτε ο …σύντροφος Μάο). Και ο άνεμος θα συνεχίσει να σβήνει αμείλικτα τις πατημασιές και τα έργα μας. Γιατί κι αν στην πορεία κάτι χάνεται ή ξεχνιέται, δεν τρέχει και τίποτε. Οι βιολόγοι λένε ότι 99% των έμβιων όντων, φυτών και ζώων που έχουν υπάρξει από καταβολής Γης έχουν εξαφανιστεί, και χωρίς την παρέμβαση του «κακού» ανθρώπου. Γιατί; Γιατί έτσι είναι η ζωή. Η οποία πάντα συνεχίζεται. Κάποια στιγμή και ερήμην μας…
. . . . . . . .
(Προς το παρόν λέω να βάλω να ακούσω κανέναν σύγχρονο δίσκο. Με …παρακμιακή άψυχη επιφανειακή νοθευμένη μουσική).