Litteraterra. Τεύχος 1
Λόγω της στενής μου ενασχόλησής με τα Ολλανδικά λογοτεχνικά δρώμενα, είναι αναπόφευκτο να στέκομαι στις διαφορές και τις ομοιότητες με τα Ελληνικά πράγματα. Από τα πρώτα αξιοπερίεργα του Ολλανδικού τοπίου, είναι η αναλογικά μεγαλύτερη βιβλιοπαραγωγή από νεότερους συγγραφείς. Ας ορίσω το "νεότερος", ως γεννημένος μετά το 1970. Να υποθέσω ότι οι Ολλανδοί ωριμάζουν λογοτεχνικά πιο νωρίς; Ότι γεννιούνται με τη λογοτεχνία στο στόμα; Δε νομίζω.
Δείγμα της ανοιχτής αυτής φιλοσοφίας που φροντίζει να δίνει χώρο σε νέες φωνές, είναι και το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς τους συγγραφείς και ποιητές μετέχουν ενεργά και ισότιμα στη λογοτεχνική κριτική κι αποκτούν πολύ γρήγορα βήμα και θέσεις ευθύνης σε "κραταιά" λογοτεχνικά περιοδικά και ένθετα. Ας αναφέρω απλά ότι ο τωρινός poet laureate της Ολλανδίας είναι ο γεννημένος το 1974, Ramsey Nasr.
Για να μην φανώ άδικη, ας διευκρινίσω εδώ ότι αναφέρομαι σε συγγραφείς που καταπιάνονται με την κριτική κι όχι για full-time βιβλιοκριτικούς. H δε γενίκευσή μου, δεν αναφέρεται τόσο στο έτος γέννησης, αλλά στην σαφώς πιο δημοκρατική κατανομή ανάμεσα σε νέους και παλιότερους. Όπως επίσης και στην παρουσία κριτικής με επιχειρήματα και όχι απλών (ανυπόγραφων ή ενυπόγραφων) βολών από τη μια φατρία στην άλλη μέσω blogs, μονόστηλων σε έντυπα κλπ.
Γι' αυτό και κάποια χρόνια πριν, σε μια συζήτηση με τον βιβλιοπανδοχέα Λάμπρο Σκουζάκη, είχα δηλώσει ευθαρσώς ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ο (επίσης γεννημένος το 1974) Βλαντής θα είχε τουλάχιστον μια μόνιμη στήλη σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας κι ότι θα ζητούσαν συχνά τη γνώμη του στα διάφορα "αφιερώματα". Για το ότι δε συμβαίνει αυτό, δεν ξέρω αν φταίει ο δημοσιογραφικός χώρος με την αντίληψή του για τη "νέα γενιά συγγραφέων" ή η συνειδητά μη αγοραία αντιμετώπισή του από τον Βλαντή.
Χάρηκα λοιπόν πολύ όταν έμαθα ότι το "Μαγικό Κουτί", το εκδοτικό όχημα του Βλαντή, έβγαλε λογοτεχνικό περιοδικό. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για έναν χώρο κορεσμένο, όπου η έκδοση περιοδικών (έντυπων και μη) έχει πολλές φορές σκοπό (ευτυχώς όχι πάντα) την προσωπική προβολή των συμμετεχόντων και την "περιχαράκωση" του λογοτεχνικού τους χωραφιού, αντί για το άνοιγμα σε δημιουργικό διάλογο με την άλλη πλευρά. Μετά από χρόνια συστηματικής ανάγνωσης λογοτεχνικών περιοδικών και ενθέτων, έχει πλέον φτάσει η ώρα που πριν ανοίξω ένα έντυπο ή σκρολάρω ένα μπλογκ, ξέρω από πριν τι θα διαβάσω, πού και από ποιον. Οι εξαιρέσεις υπάρχουν εννοείται, κι αυτό το περιοδικό φροντίζει τακτικά να τις παρουσιάζει και θα συνεχίσει να το κάνει στο μέλλον.
Σ' αυτό το πεδίο υπερπροσφοράς και υποκατανάλωσης, το τετραμηνιαίο litteraterra αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη. Όχι μόνο γιατί καλύπτεται από τη χρυσόσκονη του καινούριου αλλά και γιατί σε μια κουρασμένη serial reader του είδους σαν την αφεντιά μου, έδωσε μια αχνή ελπίδα ότι υπάρχει ακόμα χώρος για κάτι διαφορετικό. Κατ' αρχήν η αισθητική του: το καλλιτεχνικό στήσιμό του, αναδεικνύει αντί να πνίγει το κείμενο και παντρεύει ιδανικά μια καλώς εννοούμενη παλιομοδίτικα τυπογραφική εμμονή με τις μοντέρνες γραφιστικές επιταγές της αρχής more is less. Όλο αυτό δημιουργεί ένα εξαιρετικά ευανάγνωστο αποτέλεσμα, από την άποψη της μορφής.
Από την άποψη του περιεχομένου τώρα: το litteraterra έχει σαφώς προσδιορισμένους σκοπούς που αναλύει στην ιδρυτική του συνθήκη:
"Η Litteraterra διαπνέεται από την πεποίθηση πως το πολιτικό κριτήριο πρέπει να αξιολογείται παράλληλα με το αισθητικό, ενώ το αισθητικό να μη θεωρείται πλέον αποκομμένο από το καλλιτεχνικό όραμα των δημιουργών."
Βαριές κουβέντες; Είναι γεγονός ότι η αναφορά της λέξης "πολιτικό" είναι ικανή να κάνει ουκ ολίγους αναγνώστες να αναζητήσουν βιαστικά το επόμενο ανάγνωσμα. Όχι ότι κι εγώ δεν αναρωτήθηκα μήπως οι διακηρύξεις παραείναι φιλόδοξες ή ακόμα κι ανέφικτες, μια και βασίζονται την ελπίδα άρθρωσης ενός νέου λόγου και αποσαφήνισης νέων μεταβλητών της πραγματικότητας, σ' έναν κόσμο που αρέσκεται να κατασπαράζει ναρκισσιστικά τα μεταμοντέρνα σπλάχνα του. Ο σαφής κίνδυνος για ένα παρόμοιο εγχείρημα είναι να διολισθήσει σε μια ακόμα περίπτωση εδραίωσης ενός εθελοτυφλούντος νεο-ρομαντισμού.
Όμως τα πρώτα σημάδια είναι ενθαρρυντικά και η πράξη μας κάνει να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα τους σκοπούς του εγχειρήματος. Γιατί το litteraterra είναι γεμάτο κείμενα που δεν βολοδέρνουν αποκομμένα από την καθημερινή μας αναγνωστική (και όχι μόνο) πραγματικότητα, απεκδυόμενα όμως την πανταχού παρούσα αίσθηση ότι γράφτηκαν για να μας πουλήσουν κάτι (μούρη/βιβλία κλπ). Κι όπου το φιλολογικό στοιχείο δεν είναι χάρακας που υπογραμμίζει γι' άλλη μια φορά πολυκαιρισμένες ατάκες στο μαυροπίνακα. Κι όπου το "πολιτικό" δεν είναι ένας στενός κορσές δια μέσω του οποίου πρέπει ντε και καλά να περάσουν κάποια νοήματα.
Με λίγα λόγια, το litteraterra προσπαθεί με αξιώσεις να χαρτογραφήσει μια ανεξερεύνητη περιοχή της γενιάς μας, πασχίζοντας να εναντιωθεί με έργα κι όχι με συνθήματα ή διαφημιστικές ατάκες στη μια-κι-έξω διαγραφή της από εκείνους που ισχυρίζονται ότι όλα έχουν ήδη ειπωθεί, ιδιοτελώς υπονοώντας ότι μόνο αυτοί ξέρουν να τα λένε καλύτερα.
Το πιο "πιασάρικο" (ας μου επιτραπεί η λέξη) κείμενο είναι η κριτική του μοσχοπουλημένου βιβλίου του Μπουραντά "Όλα σου τα 'μαθα μα ξέχασα μια λέξη" δια χειρός Νίκου Κουνενή. Είναι αξιοπερίεργο πώς μέχρι σήμερα σύμπασα η "σοβαρή" κριτική απλά προσπέρασε αυτό το χιλιοδιαβασμένο βιβλίο. Ο Κουνενής, χωρίς φόβο και πάθος και με το γνωστό του χιούμορ-νυστέρι, ξεσκεπάζει με επιχειρήματα τη γύμνια του αυτοκράτορα και βάζει το φαινόμενο "Μπουραντάς" στις σωστές του διαστάσεις. Αν τα Κυριακάτικα ένθετα είχαν περισσότερα από αυτά τα κείμενα, ίσως μετά οι συντάκτες τους να μην έπρεπε να κλαίγονται εδώ κι εκεί για την "κακή παιδεία" του ευρέως αναγνωστικού κοινού.
Όλα τα κείμενα συνοδεύονται από εύχρηστη βιβλιογραφία, που τα οριοθετεί ακόμα πιο σαφώς στο τώρα, το χτες και το αύριο της λογοτεχνίας μας.
Να ευχηθούμε, λοιπόν, καλή συνέχεια στο litteraterra κι ελπίζουμε στο επόμενο τεύχος να έχουμε ακόμα περισσότερες σελίδες και περισσότερες νέες (ηλικιακά και εργογραφικά μιλώντας) φωνές.
Λίγα λόγια για τα περιεχόμενα του πρώτου τεύχους
Το λογοτεχνικό χρονολόγιο της μοναξιάς από τον Γιώργο Βαϊλάκη, βάζει τον άξονα μιας ιστορίας που νομίζαμε ότι ξέραμε, σε μια θέση που δείχνει πόσο επίκαιρη παραμένει. Ο Δημήτρης Καρύδας και ο Νίκος Βλαντής καταπιάνονται με τη δυστυχία ως προϋπόθεση δημιουργίας όχι αναλώνοντας τα γνωστά κλισέ του θέματος, αλλά συνομιλώντας δημιουργικά με τον Τζόυ Γκέμπελ. Η Τίνα Μανδηλαρά μας συστήνει στους εικαστικούς επαναπροσδιορισμούς του Νικολά Μπουριό, ανιχνεύοντας μια μετα-μεταμοντέρνα συνθήκη στην κύησή της.
Ο Θοδωρής Χιώτης παλεύει με επιτυχία ενάντια στα κλισέ που συνοδεύουν τα της ψηφιοποίησης και μετακειμενικότητας του κειμένου, ψηλαφώντας την πανταχού απούσα ηθική διάσταση της φασματολογικής γραφής. Κι όλα αυτά με σαφή παραδείγματα, όπως την Σουνυάτα του Χρήστου Χρυσόπουλου. Ο οποίος Χρυσόπουλος συμμετέχει κι αυτός στο συγκεκριμένο τεύχος μ' ένα άρθρο. Μέσα από το έργο του Αγκάμπεν αναζητεί τις μεταφορικές διαστάσεις της λογοτεχνίας, "χτίζοντας" με μαεστρία πάνω στο δίπτυχο λογοτεχνία-πόλη, ένα δίπτυχο που ως γνωστό αποτελεί και μια από τις μόνιμες "εμμονές" στα βιβλία του Βλαντή.
Η ποίηση έχει κι αυτή την τιμητική της στη litteraterra μ' ένα κείμενο του Γιώργου Αλισάνογλου και μια αναφορά στην ποιητική του Μάρκου Μέσκου από την Βικτωρία Καπλάνη. Ο γνωστός κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου κλείνει το τεύχος μ' ένα άρθρο για την αλληλογραφία του Σεφέρη.