Μανώλης Ρασούλης: Οι βερβελίδες της Αμάλθειας - Αναφορά στο Χόμο Σάπιενς
Μανώλης ήτοι Εμμανουήλ, που στα εβραϊκά θα πει "ο θεός μαζί μας". Ρασούλης ήτοι Ρασούλ, το οποίον στο Κοράνι ερμηνεύεται ως "προφήτης", ο φωτισμένος απ' τον Αλλάχ.
Υπότιτλος του βιβλίου η λέξη αυτοβιογραφία. Στο οπισθόφυλλο βλέπουμε το πλήρες όνομα του αυτο-γράφοντος, Εμμανουήλ Ρασούλης Ντέβα Παρινίτο, τίτλο που του έχει αποδώσει ο ινδός μυστικιστής φιλόσοφος και πνευματικός του διδάσκαλος, Osho. Ο πολυαγαπημένος του Ρασούλη, Νίκος Καζαντζάκης, είχε μιλήσει στις Αδελφοφάδες για κάτι "σπίτια όλο ξερολιθιά..." όπου [...] "Μύριζαν οι αυλές καβαλίνα, βερβελίδα και βαριά βόχα ανθρώπου." Έχει επίσης συγγράψει και μια Αναφορά στο Γκρέκο.
Οι βερβελίδες του τίτλου είναι τα στρογγυλά στερεά απεκκρίματα [βερβελήθρα, βουνιά, γιδοκοπριά, προβατσουλιά, φουσκί, κακαρέντζα] της Υάδας κατσίκας Αμάλθειας. Το αποκολλημένο κέρατό της [τότε λεγόταν Κέρας] τροφοδοτούσε μέλι και γάλα το θείο βρέφος Δία που μεγάλωνε στη σπηλιά Ιδαίον Άντρον, κρυφά από τις κανιβαλικές διαθέσεις του πατέρα Κρόνου /Χρόνου.
Όπως ο Καζαντζάκης, μυθιστορηματικά αυτοβιογραφούμενος και αυτοεξομολογούμενος, απευθύνεται στο Γκρέκο ως πνευματικό και φυσικό του πρόγονο, έτσι κι ο πεφωτισμένος Μανώλης αναφέρεται στον προ-προ-προ-πολλά-πολλά-προ-πάππο του Σάπιενς, προσφωνώντας τον μάλιστα με το μικρό του, Χόμο. Θα πείτε πώς ήξερε ότι ο Χόμο έζησε στην Ελλάδα, τον "είδε" να του κλείνει το μάτι "πάνω από τον ώμο του Ψαραντώνη"; Μετά τις πολύ-πολύ πρόσφατες αποκαλύψεις ότι "ο Χόμο κυνηγούσε ελάφια στη Μάνη" δε νομίζω ότι χωρεί αμφισβήτηση.
Και οι δυο, Νικόλαος κι Εμμανουήλ, γράφουν το ημιτελές [σα να το 'βλεπαν αλλά δεν το περίμεναν] κύκνειο έργο τους ως μια διαθήκη παρακαταθήκη για την πατρίδα Κρήτη και την ανθρωπότητα που πηγαίνει μεν κατά διαόλου αλλά μπορεί και έχει βάσιμες ελπίδες να σωθεί. Και οι δυο αισθάνονται απογοητευμένοι και αηδιασμένοι, κυνηγημένοι και περιθωριοποιημένοι μετά από όσα έχουν προσφέρει με το έργο τους στη χώρα και το λαό της, αλλά και στον κόσμον όλονε.
Ο λόγος του Ρασούλη είναι παιγνιώδης και έντονα παραληρηματικός. Εκεί που (μ)"πλέκει στιχάκια με κάποιο χιούμορ" και αυτοσαρκάζεται, παραμιλάει απ' τον καημό του και ταυτόχρονα παραθέτει επιχειρήματα για να στηρίξει και να διαδώσει την κοσμοθεωρία του. Οι αναμνήσεις του περιλαμβάνουν και εκτιμήσεις όπου με αξιοζήλευτη διαύγεια και διορατικότητα βλέπει και διαβλέπει παθογένειες και σύνδρομα [π.χ. γκρικ στατίστικς] που μας ταλανίζουν σαν προπατορικά αμαρτήματα.
Φυσικά ένας τέτοιος απρόβλεπτος, ακαταχώρητος και "φαντεζί" στοχαστής φαντάζει αμετροεπής όταν η πρεμούρα και η λαχτάρα να τελειώσει το τελευταίο έργο τον αναγκάζουν να πέφτει σε "κενά αέρος" και ναίφ επαναλήψεις, που πιστεύει ότι θα προλάβει να συμμαζέψει στη φάση της επανεξέτασης αλλά... Από την άλλη όμως βγάζει με αυθορμητισμό και πάθος φόρα-παρτίδα λεπτομέρειες για τις προσωπικές ζωές πολλών κρητών και κάποιων δημοσίων τιμητών. Αναδεικνύοντας παράλληλα το μεγαλείο και την ομορφιά της παράξενης πατρίδας, έχει πάντα στο νου του πως πρέπει πάση θυσία να σώσει τον κόσμο.
Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα ως μια κερουακική ακτινογραφία και μπιτ(λ) ταινία δρόμου της πολύπλοκης ψυχής του μεγάλου τραγωδού και τραγουδοποιού Μανώλη Ρασούλη, "βατή και διαβαστερή, αλλά όχι αναψυκτική". Κι όπως λέει κι ο ίδιος: Διάβασε μεν, πάταξον δε.
Στο τέλος υπάρχει επίμετρο και φωτογραφικό παράρτημα, ως αποτυπωμένα στο χρόνο αλτμανικά στιγμιότυπα.
[Ιανός 2012, 333 σελ.]



