Μάρω Δούκα - Αθώοι και φταίχτες
στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας
Μέσα καλοκαιριού βρέθηκα σε κάποιο φιλικό σπίτι στην Αθήνα. Εκεί έπεσε το βλέμμα μου πάνω στο νέο βιβλίο της Μάρως Δούκα. Δεν είχα διαβάσει τίποτε δικό της πριν. Μου είχε όμως κάνει τρομερή εντύπωση ο μονόλογος της Κάτιας Γέρου "Σας αρέσει ο Μπραμς;" στον δραματοποιημένο "Δρόμο προς τη Δύση" [2002] του Κυριάκου Κατζουράκη. Μου έδωσε την αίσθηση πως κουβαλούσε μέσα του, ο γραμμένος από την Μάρω μονόλογος αυτός, όχι μόνον τον καημό του σημερινού 'εισαγόμενου' και κατερχόμενου οικονομικού μετανάστη αλλά και τον αρχέγονο πόνο κάθε έλληνα μετανάστη του παρελθόντος, είτε αυτός πήγε στην Αμέρικα είτε στην Αυστράλια είτε στη Γερμάνια, στο Βέλγιο, στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, είτε και στην Νότια Αφρική.
Το εξώφυλλο του βιβλίου μου φάνηκε πολύ προχωρημένο για ιστορικό μυθιστόρημα. Καθόλου φανταχτερό αλλά πολύ υπαινικτικό. Αμέσως το άνοιξα και διάβασα στην πλάτη του, κάτω απ' τη φωτογραφία της συγγραφέως:
Γεννήθηκα το 1947 στα Χανιά. Από το 1966 ζω στην Αθήνα. Το πρώτο μου βιβλίο το εξέδωσα το 1974. Το Αθώοι και φταίχτες, τριάντα χρόνια αργότερα, ας θεωρηθεί πρόσκληση χωρίς ομιλητές και μεζεδάκια στη γιορτή που δεν θα κάνω για τα τριαντάχρονά μου.
Κάτι άρχισε να με γαργαλάει. Πήγα τυχαία σε κάποια σελίδα και συνέχισα το διάβασμα:
...
Ήταν, λέει, μια μικρή κοπέλα, η Αλτζερινοπούλα, από το σελινιώτικο χωριό Λουκιανά, ορφανή από πατέρα, με τη μάνα της και τις μικρές αδελφές της. Σ' έναν από τους πολλούς ξεσηκωμούς των χριστιανών, όλοι οι μουσουλμάνοι του χωριού κυνηγημένοι πήραν το δρόμο για τα Χανιά, να μπουν στο κάστρο και να σωθούν. Αλλά αυτή τι να κάνει; Δεν υπήρχε άντρας κανείς στην οικογένεια, για να τα προστατέψει τόσα θηλυκά. Πέταξε τότε η ντελικανού τη μελάγια, ντύθηκε άντρας, ζώστηκε τ' άρματα κι οδήγησε στην πόλη μάνα κι αδελφές. Μα σαν εφτάσανε στην πόλη, δεν αποκαλύφτηκε. Έγινε ο Ραχμάν αγάς και κατατάχτηκε στον τακτικό τουρκικό στρατό, πολέμησε γενναία και διακρίθηκε σε πολλές μάχες. Κι έμεινε ως το τέλος της ζωής της παρθένα με το φέσι και τη βράκα. Όλοι λίγο λίγο είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν, αλλά κανείς ποτέ δεν τόλμησε να την πειράξει στα καφενεία όπου σύχναζε. Την φοβόταν χριστιανοί και μουσουλμάνοι γιατί είχε το παράστημα αγά. Χόρευε στα νιάτα της τον πηδηχτό καλύτερα κι απ' τον καλύτερο και τραγούδιε, κι έπαιζε λύρα: Χασάνη ποιος σου βάρηκε να κόψω την καρδιά του. Όσο για τις αδελφάδες της, όλες τις πάντρεψε και τις αποκατάστησε. Πέρασαν όμως τα χρόνια και ξετέλεψε ήσυχο, έρημο γεροντάκι ο Ραχμάν σ' ένα κονάκι κοντά στου Χαμάλμπαση τον τεκέ στο Καστέλι. Πολλές φορές στον είχε δει η γιαγιά, πότε στο Τσαρσί, πότε στην Σπλάντζια να ρουφά άκακος τον αργιλέ του, αμίλητος και φαφούτης να διώχνει τις μύγες από πάνω του, κι είχε παρακαλέσει τον παππού να τον πάρουν στο μετόχι, ο Ραχμάν αγάς όμως αρνήθηκε την προσφορά, και ο παππούς τον είχε υπό την προστασία του αθόρυβα [άνω τελεία] προπληρωμένη πάντα η μερίδα του στη λοκάντα του Ιμάμη και το κάρβουνό του για το μαγκάλι στους άγριους χειμώνες. Κι έλεγε με το νου της η γιαγιά, αν έκλαψε ποτέ της η Αλτζερινοπούλα, ο Ραχμάν αγάς, κι αν μετάνιωσε που αρνήθηκε τη φύση της. Κι αν είχε πεθυμήσει στα νιάτα της ν' αλειφτεί μόσχο και να κουρνιάσει στην αγκάλη του αντρός που θα την έκανε μητέρα.
...
Δεν διάβασα αυτό ακριβώς το απόσπασμα, ούτε και θυμάμαι ποιο, αλλά δεν έχει σημασία πια όπως λέει και το τραγούδι. Μου έκανε κλικ. Τόψαξα αλλά ήταν εξαντλημένο, μου είπαν. Το βρήκα όμως στη Ζάκυνθο όπου πήγα αμέσως μετά. Είχε φτάσει τότε στην 24η χιλιάδα, όντας ακόμη εξαντλημένο. Βρήκα κι αγόρασα ένα αντίτυπο της 12ης χιλιάδας που είχε κι ένα μικρό ελάττωμα στην εκτύπωση της 130ης σελίδας, απ' την οποία σας αντέγραψα το παραπάνω χωρίο. Η βιβλιοπώλισσα δεν μου είπε τίποτε αλλά αυτό δεν με ενόχλησε καθόλου. Είχα μόλις ψαρέψει έναν θησαυρό.
...
Στο νησί των πειρατών θ' ανταμώσουμε λοιπόν, ίδια αθώοι κι ίδια φταίχτες σαν αντικριστοί καθρέφτες.
...
Είναι έξοχα μαγικός ο τρόπος που η μουσική κι ο στίχος της, ταξιδεύουν στις έλικες του εγκεφάλου κι εμπνέουν νέες μορφές έκφρασης σε νέους δρόμους περιπέτειας και ονείρων.
Αφορμή για το βιβλίο είναι η ιστορία των τουρκοκρητικών που ξεσπιτώθηκαν στην ανταλλαγή των πληθυσμών πριν την μικρασιατική καταστροφή, όπως περίπου συνέβη και με τους έλληνες της πόλης ή τους ελληνοκύπριους. Εύποροι και οι μεν και οι δε. Στόχος αυτών που μείνανε και οι μεν και οι δε. Τρεις εποχές [και μια μυθολογία] ζωντανεύουν στις σελίδες του, όταν επιστρέφει κάποιος απόγονος τουρκοκρητικού και ζητάει να ψηλαφίσει με ευλάβεια τα αχνά σημάδια απ' τις πληγές. Όλοι φοβούνται μην τις ξύσει κιόλας. Αρκετοί ξέρουν ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Εξάλλου υπάρχουν νέες πληγές χαίνουσες που δεν χρειάζονται καν ξύσιμο.
Το σήμερα είναι αυτό που καίει την συγγραφέα. Η τωρινή κατηφόρα πούχει πάρει η γενέτειρά της. Οι ακτές που ξεπουλιούνται στους ξένους που παραμένουν αθέατοι όπως και παλιά. Η τεμπελιά και η νωθρότητα των ντόπιων που ασχολούνται μόνον με τον έλεγχο της παραγωγικής δύναμης των μεταναστών του νησιού. Τα μεγάλα τζάκια, οι ίντριγκες και οι δολοπλοκίες τους που είναι η βιτρίνα μιας αποσυντιθέμενης πόλης. Η ανικανότητα ή/και η συνενοχή των αρχών. Η επιδεικτική άγνοια των νεότερων απέναντι στην ιστορία και στη λαίλαπα των δύο τελευταίων αιώνων. Φοβάται για τον γκρεμό που βλέπει να πλησιάζει εμπρός τους με μαθηματική βεβαιότητα.
Παράλληλα όμως διερευνά σε βάθος και τους δεσμούς αίματος, τις κοινές μοίρες, τα 'τετράδια' που γράφουν τις 'παλιούς' καημούς και τους αναστεναγμούς, τους παράλληλους και επάλληλους κύκλους που ακολουθούν οι επίγονοι. Είναι συναρπαστική η εξέλιξη των διαφόρων 'επεισοδίων' αυτού του μεγαλειώδους τολμήματος, αλλά είναι και επώδυνη. Απογειώνεται και προσγειώνεται πολλές φορές όποιος θελήσει να χωθεί στις σελίδες του. Φαντάσματα ζουν μέσα σε όλους τους ήρωές του. Μυστήρια πλανιόνται στα σοκάκια των Χανιών. Τα γυρίσματα της τύχης είναι απρόβλεπτα κι οι δαίδαλοι του Μίνωα κρύβουν καλά μέσα μας ένα μινώταυρο. Ο Τάλως, ο χάλκινος γίγαντας, πηγαινοέρχεται μανιασμένος στα έγκατα του μυαλού μας.
Η μαστοριά της Μάρως καταστρώνει ένα τέλος όπου όλα συγκλίνουν στο σημείο της αρχικής έκρηξης. Οι πίδακες της αναγέννησης αναβλύζουν αισιοδοξία, παρακάμπτοντας το 'πεδίο μάχης'. Το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης είναι η μεγάλη της λύτρωση και μας επιτρέπει να ατενίσουμε ελπιδοφόρα μια φρέσκια φουρνιά ανθρώπων που βρίσκει ξανά το δρόμο της προς τον κόσμο.
Τελικά είναι πολύ μεγάλη μαγκιά να λες μεγάλες αλήθειες μέσα σ' ένα μυθιστόρημα, γκρεμίζοντας παράλληλα μερικούς μεγάλους μύθους. Δες κινδυνεύεις να κατηγορηθείς ως ανιστόρητος, δεν δίνεις αφορμές για επιθέσεις όντας 'ενδεδυμένος' τον μανδύα της μυθοπλασίας. Μπορεί να δημιουργήσεις εχθρούς, μπορεί ν' αλλάξεις όμως και τον τρόπο σκέψης πολλών, μπορεί να υποψιάσεις άλλους τόσους. Κάτι τέτοιο είχε κάνει και ο Ασωνίτης με το καλώς καμωμένο και παγκοσμιοποιημένο "Λάλον ύδωρ" του. Η ιστορία δεν είναι το τσόφλι που μας σερβίρουν στα σχολεία, είναι αυτή η θρεπτική ψίχα που φανερώνεται μόλις το σπάσουμε με μια κοτρώνα.
Μη χάσετε αυτήν την μοναδική ευκαιρία να δείτε και να γευτείτε αυτήν την ψίχα. Καλή αντάμωση στο νησί των πειρατών.