Noise full of love
Μια ματιά προς τα πίσω, σε μια άγρια δεκαετία, με αγάπη αλλά χωρίς νοσταλγία. Του Αντώνη Ξαγά
Ήταν μια εποχή, εκεί ακριβώς μετά την πτώση της χούντας, όπου λες και εκτονώθηκε μια βαλβίδα συσσωρευμένης πίεσης από χρόνια απαγορεύσεων άρχισαν να κυκλοφορούν κατά δεκάδες βιβλία με τίτλους "Αντάρτης στα ......" (συμπληρώστε μια οποιαδήποτε ελληνική οροσειρά), "Οι αναμνήσεις ενός αντάρτη/καπετάνιου" κλπ, συνήθως από μικρές τοπικές εκδόσεις, με θυμάμαι χρόνια αργότερα, όταν η τύχη με έφερνε σε κάποια επαρχιακή πόλη, να επισκέπτομαι πάντοτε το τοπικό βιβλιοπωλείο ή πρακτορείο τύπου εις άγρα τέτοιων εκδόσεων. Η τεράστια πλειοψηφία των έργων αυτών δεν διεκδικούν ιδιαίτερες λογοτεχνικές δάφνες. Ούτε κι έχουν να επιδείξουν βαθιές ικανότητες ανατομής της ιστορίας. Πρόκειται συνήθως για συγκινητικής αφοπλιστικότητας απολογισμούς, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, συνομιλίες με το προσωπικό παρελθόν, ουσιαστικά προσπάθειες αυτοδικαίωσης μιας ολόκληρης ζωής. Σε γενικές μάλιστα γραμμές τα αφηγηματικά μοτίβα είναι παρόμοια: οι δυσκολίες της αντάρτικης ζωής, η σκληρή καθημερινότητα του αγώνα, οι λίγες νίκες σε επικούς τόνους, οι περισσότερες ήττες σε ελεγειακούς τόνους, σπανιότερα η αποκήρυξη του παλιότερου εαυτού, "ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι" (η οποία όταν συνέβαινε γινόταν με σφοδρότητα και φανατισμό, γιατί ως γνωστόν, ο παλιός σου εαυτός μπορεί να γίνει ο χειρότερος σου εχθρός). Ένα ήταν πάντως εκείνο το ερώτημα το οποίο διέτρεχε (και κατέτρεχε) τις περισσότερες αναμνήσεις των απόμαχων ανταρτών: Γιατί χάσαμε; Τι συνέβη; Ποιες ήταν οι μοιραίες λαθεμένες αποφάσεις; Και τι θα είχε γίνει Αν τότε δεν...; Τα μεγάλα και μικρά Αν... Τα οποία η Ιστορία η μεγάλη τα ξεπερνά, γράφεται αγνοώντας τα, τα οποία όμως σημαδεύουν και βασανίζουν τους "μικρούς ήρωες" της.
Παρόλη τη γοητεία όμως των πρωτογενών αυτών αφηγήσεων, των βιωμένων γεγονότων, της "αγνής" ματιάς, όλα τούτα τα βιβλία οφείλουμε να τα προσεγγίζουμε και με ένα σκληρά κριτικό βλέμμα, αν θέλουμε να μορφοποιήσουμε μία κάπως πιο "αντικειμενική" (προσοχή στα εισαγωγικά") ματιά για τα τεκταινόμενα της εποχής. Της κάθε εποχής. Το γεγονός ότι κάποιος βίωσε ένα γεγονός, δε σημαίνει ότι η άποψή του για αυτό έχει καμία ιδιαίτερη επιπρόσθετη εγκυρότητα (θυμάμαι τώρα τον αναπόφευκτο θείο που θα πεταχτεί στο πασχαλινό τραπέζι και θα αγορεύσει για τη χούντα η οποία κατά βάθος άφησε έργο κι "εγώ τα έζησα αυτά, εσείς μη μιλάτε"). Και τούτο συμβαίνει όχι μόνο εξαιτίας των αναπόφευκτων(;) εκ των υστέρων εξιδανικεύσεων ή αφορισμών (ή ακόμη και εν επιγνώσει και υστεροβουλία ψεμάτων), ούτε μόνο επειδή η μνήμη είναι εκ φύσεως ένας ευαίσθητος μηχανισμός ο οποίος διαρκώς γράφει και σβήνει επιλεκτικά, και κάποια στιγμή μας προδίδει κιόλας. Είναι επιπλέον και απατηλός, καθώς διαμορφώνεται και αναπλάθεται συνεχώς, από υποβεβλημένες μνήμες άλλων, από νέες αναλύσεις και οπτικές, από το παρόν και τις νέες ορίζουσες του.
Μία κατ' αναλογία "αντάρτικη" αποτίμηση του παρελθόντος είναι και τούτο το βιβλίο. Ή, όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο, "το προϊόν μιας συζήτησης: μιας συζήτησης ζωντανής και ανοιχτής του συγγραφέα με τη γενιά του-τουλάχιστον με μερικούς από τους εκπροσώπους της". "Αντάρτικη" και με την έννοια ότι ασχολείται με τον χώρο του ροκ, μια περιθωριακή μειοψηφία σε μια χώρα όπου ο σπόρος του ροκ ποτέ (ακόμη;) δεν έδωσε καρπούς ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής (και απεύθυνσης!), πόσο μάλλον το αγγλόφωνο κομμάτι του. Είναι που έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για του "'80 τους εκδρομείς" να κάνουν το δικό τους απολογισμό (με απομνημονεύματα, με διδακτορικές διατριβές - όπως π..χ η πρόσφατη του Γιάννη Κολοβού για το αθηναϊκό πανκ- ακόμη και με εκθέσεις σαν την πρόσφατη λίαν αμφιλεγόμενη). Σε όλους αυτούς είναι αφιερωμένο και το βιβλίο, "στη γενιά μου, στα μικρά της κληροδοτήματα".
Ο συγγραφέας, ο Μπάμπης Λάσκαρις (κάπου στη βιβλιοθήκη μου υπάρχει το δικό του "Punk, η ιστορία μιας επανάστασης" το οποίο είχε κυκλοφορήσει από το Οξύ πριν από μία δεκαετία περίπου), υπήρξε και αυτός απλός στρατιώτης του χώρου, το συγκρότημά του οι Sex Beat, από το έτσι κι αλλιώς δύσκολο Ηράκλειο, πέρα από κάποιες χέρι-χέρι κασέτες, δεν άφησε κάποιο έντονο αποτύπωμα στην σκηνή (κάτι που κατάφερε σε κάποιο μεγαλύτερο βαθμό το κατά έναν τρόπο διάδοχο σχήμα των Σάρκα).
Ο κορμός του έργου συντίθεται κυρίως από συνεντεύξεις, άλλες του ιδίου και άλλες αναδημοσιευμένες, τις οποίες έρχεται μετά να σχολιάσει με το δικό του ιδιότυπο ύφος και τρόπο, το οποίο πολλές μπλέκεται σε έναν ακαδημαϊκότροπο και όχι πάντοτε διαυγή λόγο (στον πρόλογο μάλιστα χρησιμοποιούνται κάποια εκτεταμένα αποσπάσματα από το αφιέρωμα που είχε κάνει πριν πολλά χρόνια το MiC στο αγγλόφωνο ελληνικό ροκ, πιο συγκεκριμένα από κείμενα του Πάνου Πανότα, του Άρη Καραμπεάζη και του Θάνου Σιόντορου, οι οποίοι κατά τον συγγραφέα "γράφουν στο διαδίκτυο", χωρίς περιέργως καμία αναφορά στην πηγή, λες και το διαδίκτυο είναι ένας ενιαίος και αφηρημένος χώρος χωρίς διακριτές ταυτότητες).
Τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνει (αναμενόμενα;) μία συνέντευξη των Last Drive από το 1986 και το Μικρό Παρά Πέντε. Από κει και πέρα ο Λάσκαρις απευθύνεται και σε άλλους μικρούς και μεγάλους ήρωες των καιρών, πάει σε δισκοπωλεία και συναυλιάδικα, μιλάει με τον Πέτρο Κουτσούμπα για την πορεία του από τον Πήγασο μέχρι το Gagarin, με τον Νεκτάριο Παππά από το πάλαι ποτέ Vinyl Microstore, δίνει το λόγο στον Βασίλη Τζαβάρα των Anti Troppau Council και στην σοφά αποστασιοποιημένη του ματιά (όπου μαθαίνουμε και για μια μυστική συνέχεια του γκρουπ, η οποία ευδοκίμησε ακόμη και σε ...σπηλιές στην Πεντέλη αλλά ποτέ δεν βγήκε παραέξω) αλλά στον Λάμπρο Τσάμη (aka R.R.Hearse), μία περσόνα της οποίας η δράση πολύ πέρα της στενής μουσικής έννοιας ποτέ δεν αποτυπώθηκε πλήρως στη δισκογραφία (και πως θα μπορούσε άλλωστε;)
Ο Λάσκαρις αγαπάει το αντικείμενο του (full of love γαρ) και αυτό δεν κρύβεται παρά τις όποιες διακηρύξεις αντικειμενικότητας. Άλλωστε όπως είχε πει και ο θείος Όσκαρ στο σπουδαίο "Περί κριτικής" δοκίμιό του (συστήνεται σε οποιονδήποτε γράφει δημόσιες κρίσεις): "μόνο για ζητήματα που δεν μας ενδιαφέρουν μπορούμε να δώσουμε μια πράγματι αμερόληπτη γνώμη˙ κι αυτός αναμφιβόλως είναι ο λόγος που μια αμερόληπτη γνώμη είναι πάντοτε απολύτως άχρηστη". Δεν νοσταλγεί όμως... Μην περιμένετε λοιπόν άλλο ένα βιβλίο νοσταλγίας για τα 80s, τύπου πάρε το μηδέν και "ααα που παίζαμε Pacman", "ααα βλέπαμε εκείνο το σίριαλ", "φορούσαμε το τάδε μοντέλο αθλητικών παπουτσιών" και άλλες τέτοιες ρηχότητες. "Υπήρχε μια μόνιμη συννεφιά στα ελληνικά 80s" σημειώνει ο Λάμπρος Τσάμης, τον σιγοντάρει ο Γιώργος Κουλούρης, μπασίστας των South of No North ενθυμούμενος "μια άγρια τελικά δεκαετία" αλλά και ο Αλέξης Καλοφωλιάς "θυμάμαι την δεκαετία του '80 σαν μια άγρια δεκαετία. Δεν τη νοσταλγώ. Τη θυμάμαι σαν μια διαρκή μάχη για επιβίωση".
Και όπως συμβαίνει και στους παλιούς αντάρτες της εισαγωγής, και εδώ είναι τα πολλά Αν που αναδύονται διαρκώς. Όχι, δεν αναφέρομαι φυσικά στο θρυλικό υπόγειο-μήτρα της σκηνής, αλλά στις διακλαδώσεις της ιστορίας, στις δυνατότητες και τις άπειρες δυνητικές πιθανότητες μιας εναλλακτικής ιστορίας. Αν... Αν π.χ. ο Χρήστος Δασκαλόπουλος είχε βρει τους Sex Beat στο τηλέφωνο και τελικά έμπαιναν στη θρυλική συλλογή Cicadas. Θα είχε αλλάξει κάτι στην μακροϊστορία της σκηνής; Πιθανότατα/βεβαιότατα όχι, αλλά ποτέ δεν θα μάθουμε κιόλας. Ούτε και φωτίζεται έτσι διαφορετικά το κύριο ερώτημα που διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο, ένα αλά-αντάρτικο "Γιατί χάσαμε σύντροφοι;", "γιατί απέτυχε να δημιουργηθεί ένα κάποιο υπόβαθρο για το ανεξάρτητο ελληνικό ροκ;" Δεν δίνεται τελική απάντηση. Ίσως γιατί δεν υπάρχει μία απάντηση.
Κάποιες πιθανές μπορεί να αντληθούν μέσα από τα λόγια των υποκειμένων (έτσι δεν τα λέμε ακαδημαϊκά;) όπου αναδεικνύονται συγχρόνως και άλλα διαχρονικά ζητήματα της ελληνικής σκηνής, "η ιστορία παρουσιάζεται με όλες τις αμφισημίες και τις σκιερές της λεπτομέρειες". Με προεξάρχον ήδη από τον τίτλο το διαβόητο γλωσσικό ζήτημα, είναι που έχουμε ένα θέμα σε αυτή τη χώρα με τη γλώσσα γενικότερα, για τη δημοτική και την καθαρεύουσα έως και αίμα χύθηκε, για το αγγλόφωνο και το ελληνόφωνο ροκ παραλίγο, πόσα χαρακώματα δεν σκάφτηκαν, πόσο ατελείωτο μελάνι δεν χύθηκε για το αν τα ελληνικά ταιριάζουν στο ροκ, αν υπάρχει ελληνικό στίγμα στο ροκ (ή μια κοινή τονικότητα όπως π.χ. την εντόπιζε ή την φαντασιωνόταν το έξωθεν αυτί του Paul Cutler των Dream Syndicate τότε) ή αν ήταν απλά η μέτρια (ή και κακή ενίοτε προφορά) στα αγγλικά.
Παράλληλα στο βιβλίο αναδεικνύεται εναργέστατα και η κύρια, η μείζονα αντίφαση η οποία ταλανίζει τον χώρο αυτό (και όχι μόνο σε τούτη τη μικρή τρύπα στη γεωγραφία όπου ζούμε). Η οποία έχει ως αφόρμηση τη διόλου δημιουργική ασάφεια του όρου "ροκ", ειδικά από τη στιγμή που αυτό από ουσιαστικό προσδιοριστικό μιας μουσικής έγινε ένα επίθετο με κάθε λογής ερμηνείες (τόσο που για τον καθένα μπορεί να σημαίνει κάτι διαφορετικό) και περιγραφικό μιας κάπως απροσδιόριστου "αντισυστημικότητας" και ενός ακόμη πιο απροσδιόριστου "ροκ τρόπου ζωής" (αν λάβουμε δε τοις μετρητοίς την ατάκα του Κώστα Σφακιανάκη των Sex Beat και Σάρκα ότι "όλο το ροκ είναι ψυχεδελικό", τότε η μπάλα χάνεται οριστικά και ...I rest my case που λένε και στην ορεινή Αρκαδία). Έτσι, παρατηρούμε έναν μικρόκοσμο στη γωνιά του, ο οποίος μπορεί από τη μία να αναλώνεται σε μελοδραματισμούς και ατελείωτη γκρίνια για έναν άλλο κόσμο πιο δίκαιο, για γκρουπ που δεν έχουνε τίποτε να ζηλέψουν από τα ξένα κλπ κλπ, και από την άλλη τον ίδιο μικρόκοσμο να πετροβολά όποιον ξεφεύγει από τη "λιμνούλα", ας θυμηθούμε το τι άκουσαν οι Last Drive (ή οι Τρύπες και τα Σπαθιά στην άλλη όχθη) για προδοσίες και ξεπουλήματα και συμβιβασμούς και άλλα τέτοια ηρωικά και παχιά. Έτσι κι αλλιώς σε ένα τέτοιο πλαίσιο η σχέση με την εμπορικότητα και την αγορά είναι δύσκολη και αμφίσημη, "οι επιχειρηματίες και οι άνθρωποι που εκμεταλλεύονται εμπορικά τον πολιτισμό στην Ελλάδα δεν σέβονται τους καλλιτέχνες" σημειώνει ο Λάμπρος Τσάμης, ο Βασίλης Αθανασιάδης των No Man's Land σε μια εξαιρετικά προσγειωμένη εκτίμηση παρατηρεί ότι "άμα δεν υπάρχει βιομηχανία, δεν μπορεί εκ των μη όντων να στηθεί κάτι". Με βάση αυτά τα δεδομένα έρχεται ο συγγραφέας να διατυπώσει τη δική του "θεωρία της κύβης" όπως την αποκαλεί, για τους μεγάλους επιχειρηματίες οι οποίοι αλλάζουν κατά πως θέλουν τη μορφή του κόσμου (σε μια ομολογουμένως κάπως συνωμοσιολογική και βολονταριστική οπτική).
Είναι κάμποσα τα σημεία στο βιβλίο του Λάσκαρι με τα οποία θα μπορούσα να διαφωνήσω. Ξεκινώντας από την εμμονή του με το "καθαρό ροκ", το αγνό, το υγιές, το ατόφιο (είναι και που έχω γενικότερα ένα θέμα με τις καθαρότητες και τις γνησιότητες). Ή με την άποψη του για την απέναντι όχθη του ελληνόφωνου ροκ "το οποίο δεν είναι και τόσο ανεξάρτητο". Ή για το γεγονός ότι θεωρεί δεδομένη την "ήττα" και την αποτυχία (κάποια κείμενα είναι εμφανώς γραμμένα κάποια χρόνια πριν, δεν ξέρω πόσο θα έχει αλλάξει η άποψη του συγγραφέα στο ενδιάμεσο).
Μολαταύτα προτιμώ να σταθώ και να κρατήσω την πολυσημία των απόψεων, το κατατεθειμένο μεράκι, τα ανοιχτά ερωτήματα προς σκέψη και συζήτηση και τις απαντήσεις που αφήνει τις άρρητες (έστω και κάποιες ρητώς υπονοούμενες).
Πάνω απ' όλα, το βιβλίο έχει την αξία που έχουν και οι πρωτογενείς πηγές και υπό αυτό το πρίσμα αξίζει να διαβαστεί. Σαν μια απεικόνιση των ανθρώπων μιας εποχής, με τις απόψεις, τις σκέψεις, τις ιδεολογίες, τις εμμονές, τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες και κυρίως τις δράσεις τους. Και τις εκούσιες αλλά και τις ακούσιες συνέπειες αυτών. Μέχρι τη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος δεν αλλάζει όπως θέλει ο καθένας μας, όταν επέρχεται η σύγκρουση με την πραγματικότητα, η οποία δεν είναι μία αλλά πολλές και αυτό είναι το πρόβλημά της (αλλά και η γοητεία της). Όπως και να έχει, η Ιστορία της εποχής μένει ακόμη να γραφτεί. Αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι η Ιστορία συνεχίζεται να γράφεται ες αεί... Θα έλθω να συμφωνήσω με τους πολλούς.
(Τυφλόμυγα)