Νίκος Νικολαΐδης - Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
[μυθιστόρημα, greekworks.com , Ιανουάριος 2008, 394 σελ.]
Ο "φύλακας στη σίκαλη" κυκλοφορεί αδέσποτος στους δρόμους της Αθήνας.
Αυτή η φράση θα μπορούσε να συνοψίσει καταρχήν το θέμα του βιβλίου. Ένας δεκαπεντάρης κάπου στη δεκαετία του '50 βγαίνει βόλτα παγανιά στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας. Βλέπει γύρω του πολλούς κάλπηδες κι ολίγους μόρτηδες, ανεξαρτήτως φύλου. Δε μασάει τίποτα ούτε και τα λόγια του. Καθώς μεγαλώνει παρακολουθεί τον οδοστρωτήρα χρόνο να ισοπεδώνει, να ασφαλτοστρώνει και να "εξομαλύνει" τα πάντα γύρω του. Φίλους, παρέες, σχέσεις, όνειρα, ζωές, ακόμη και κτίρια. Μέσα σε μια περίπου δεκαετία όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει. Ορόσημο, τέλος εποχής και φινάλε η νύχτα της εθνοσωτηρίου επανάστασης, τότε που μόλις είχαν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα του "Κιέριον" του Δήμου Θέου.
Η θραυσματική αφήγηση του ήρωα αποτυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, προφανώς διότι είναι κάργα αυτοβιογραφική. Η γλώσσα του τσακίζει κόκαλα, είναι μπρούτα, αθυρόστομη, τραχιά, φόρα επιθετική κι έχει κουκούτσι πικραμύγδαλο. Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται με τη φράση "όταν είμαι κακός είμαι κακός, μα όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος". Οι κινηματογραφικές σπουδές του και η μανία του για μαυρόασπρα νουάρ, κοινωνικό ρεαλισμό και φρι σίνεμα, διαποτίζουν κάθε του σκέψη και κάθε του κίνηση. Ο τίτλος του βιβλίου αντικατοπτρίζει με τον πλέον κωδικοποιημένο τρόπο τα υπόλοιπα ενδιαφέροντά του [πολύ σεξ, πολύ ροκεντρόλ αλλά καθόλου ντραγκς]. Συνάμα, ό,τι ζει και περιγράφει παραμένει βαθιά και άγρια ανθρώπινο, βγαλμένο θαρρείς [πάω στοίχημα] από τα σπλάχνα και τα εντόσθια της ψυχής.
Όσο για τον ίδιο το συγγραφέα, δε νομίζω πως χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Τα πρώτα του διηγήματα με τίτλο "Οι τυμβωρύχοι" [Αθήνα 1966] είναι γραμμένα την περίοδο 1962-1965 και υπάρχει εδώ ανάλογη αναφορά σε αυτά. Ο ψαγμένος και ο φανατικός μελετητής θα βρει εύκολα διάφορες παραπομπές και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, "Γουρούνια στον Άνεμο" και "Ο οργισμένος Βαλκάνιος". Εξάλλου είναι απόλυτα εμφανές ότι η εποχή εκείνη τον σημάδεψε βαθιά, αφού επιστρέφει διαρκώς εκεί, είτε μέσα απ' τα γραπτά είτε και μέσα απ' τις ταινίες του. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν του έχουν συγχωρήσει ακόμη το "κόλλημά" του με τη συγκεκριμένη περίοδο, η οποία -ειρήσθω εν παρόδω- υπήρξε καθοριστική για όλο το δυτικό κόσμο.
Κι όσο για το αναπόφευκτο γεγονός της μετάβασής του στο επέκεινα, δε νομίζω πως χρειάζονται μοιρολόγια και νεκρολόγια. Με το παρόν βιβλίο ανά χείρας μπορώ να φωνάξω δυνατά πως ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Κι ενώ κάποιοι πιθανόν να τον έχουν από καιρό ξεγραμμένο, αυτός χτυπάει μετά θάνατον [θανάτω θάνατον πατήσας] με ένα κύκνειο άσμα μια ολόκληρης εποχής και μιας γενιάς που χάθηκε στη σκόνη του χρόνου. Ταυτόχρονα όμως, γελάει πονηρά χωρίς να τον βλέπουμε και μας παραδίδει απλόχερα την καινή του διαθήκη, τη σοφή του παρακαταθήκη στο ταμείο των ονείρων και των επόμενων γενεών. Με τέτοια ντρόγκα, παιδιά, φτιαχτείτε άφοβα και πάρτε τους τα σώβρακα [και τις φανέλες που προσκυνάνε].
Μας το χρώσταγες από πολύ καιρό αυτό το βιβλίο, Νίκο μου!