Playback: 33 και 1/3 χρόνια κείμενα (Έκδοση: «Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης - Πυξίδα της Πόλης» για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων)
Μια αυτοπροσωπογραφία με μουσική και κείμενα. Τα οποία διάλεξε ο Νίκος Πετρουλάκης, δυο τρία πράγματα γι' αυτά (και γι' άλλα) έγραψε ο Αντώνης Ξαγάς.
Νομίζω σε όλες μας έρχεται η στιγμή που θα κοιτάξεις προς τα πίσω. Ή καλύτερα, που θα έχεις την ανάγκη να κοιτάξεις προς τα πίσω (και όχι απαραίτητα με το πνεύμα εκείνης της παλιάς γελοιογραφίας στο ‘Ποντίκι’ με τον διάλογο "βλέπω καλύτερες ημέρες", "ηλίθιε, κοιτάς προς τα πίσω"). Ένα κάποιο άλγος μιας αδύνατης επιστροφής (τούτο δεν είναι άλλωστε η νοσταλγία;) είναι μεν αναπόφευκτο, ωστόσο συνήθως το πραγματικό κίνητρο είναι μια διάθεση ανασκαλίσματος του παρελθόντος, επανερμηνείας, αναψηλάφησης, τοποθέτησης/τακτοποίησης του σε μια νοηματική αλληλουχία η οποία να υποστηρίζει την ίδια μας την ύπαρξη και υπόσταση στο Παρόντος (φτιάχνοντας κατ' ουσία ένα προσωπικό "αφήγημα" κατά την νεωτερική έκφραση του συρμού).
Εμείς οι (απ)ασχολούμενοι (με την ευρεία έννοια του όρου, ουχί μόνο την στενά εργασιακή) με την δημόσια έκθεση μέσω της γραφής, ειδικά στον αχάριστο κι εφήμερο χώρο της μουσικογραφίας διακατεχόμαστε νομίζω όλοι ενδόμυχα από ένα κάποιο ‘άγχος’ διάσωσης μιας προσωπικής (και όχι μόνο) παράδοσης και κληρονομιάς. Μας βασανίζει το ερώτημα που πήγε όλος αυτός ο ‘μαύρος’ αφανής κόπος, οι ατελείωτες ώρες μπροστά σε ένα μια λευκή σελίδα, ένα χαρτί, μια γραφομηχανή ή έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, το ψάξιμο για εύρεση ή διασταύρωση δεδομένων, η βάσανος όλη της γραφής, της προσπάθειας να μεταφράσεις κάτι ουσιαστικά μη-αναγώγιμο όπως είναι η μουσική και τα συναισθήματα σε λέξεις, κι εν τέλει σε επικοινωνία. Γιατί μπορεί ο αρχαίος Ρωμαίος να είχε πει ότι τα ‘scripta manent’, ωστόσο τα παλιά scripta κατά κανόνα καταλήγουν να σκονίζονται στην ευμενή (και λυτρωτική ενίοτε για πολλούς) λήθη σκονισμένων στοιβών τις οποίες ελάχιστοι πλέον μπορούν ή/και θέλουν να ψάξουν, μέχρι που κάποια στιγμή οι ίδιοι ή μια/ένας απηυδισμένη/ος σύζυγος τα ξεφορτωθεί άσπλαχνα γιατί ‘πιάνουν χρήσιμο χώρο στο σπίτι’. Μια βόλτα στο Μοναστηράκι μεταξύ κυριακάτικου καφέ και μεσημεριανού ροζμπίφ θα σας πείσει για το τι ακριβώς σημαίνει στην πράξη το ‘scripta manent’ (είτε μιλάμε για περιοδικά είτε για βιβλία) οδηγώντας ίσως τον νου σε διόλου εποικοδομητικές σκέψεις περί της ματαιότητας των πάντων. Μοναστηράκι, τερματικός σταθμός, παρακαλούνται οι επιβάτες να κατέβουν, ο συρμός συνεχίζει προς την λησμονιά…
Κατά διασκευή της παλιάς διαφήμισης ζυμαρικών (ας πέσουν εδώ φώτα ρετρό νοσταλγίας) «σαράντα χρόνια μουσικογραφιάς» ο Νίκος Πετρουλάκης έχει γράααψει… Από εκείνο το πρώτο του άρθρο στην ‘Μουσική’, τεύχος 59, για την ακρίβεια, τον Οκτώβριο του ‘82 για τον Otis Redding. Για να ακολουθήσει μια πορεία η οποία τον έφερε κατά καιρούς σε διάφορα μετερίζια, με μια συνέχεια και συνέπεια η οποία είναι ένα διαρκές ζητούμενο στον ‘χώρο’ (για να μην πω και στην ‘χώρα’), από δισκογραφικές εταιρείες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, καταστήματα δίσκων (το «Playback» του τίτλου ήταν μάλιστα το πρώτο του), δισκοεπιλογές σε νυχτομάγαζα και διάφορα άλλα παρεμφερή συν τα μουσικά και μη περιοδικά και τις εφημερίδες (ίσως το μόνο που δεν έκανε ήταν να γράψει ο ίδιος μουσική και να ανέβει στη σκηνή). Κι αν η γνωριμιά μας δεν έχει φτάσει ποτέ σε πραγματικά στενό προσωπικό επίπεδο δεν θα δυσκολευτώ να πω ότι πρόκειται για έναν από τους πιο θετικούς κι απλόχερους ανθρώπους στον χώρο, με το χαρακτηριστικό του βροντώδες γέλιο να δηλώνει την παρουσία του πριν καν αποκατασταθεί οπτική επαφή. Έχει ασφαλώς τα γούστα και τις σταθερές (και διόλου κρυφές) απαρέσκειες και εμμονές του, τόσο με την θετική όσο και την αρνητική έννοια του όρου (ποιος δεν έχει;), μια σχεδόν… στρατευμένη προτίμηση στα τραγούδια τα αμερικάνικα, ενώ πρέπει να του πιστωθεί το γεγονός ότι ήταν από τους λίγους εκείνους που ασχολήθηκαν εκτενώς και εμβριθώς με την μαύρη μουσική σε μια χώρα όπου κάτι τέτοιο για διάφορους λόγους (και όχι απαραίτητα μιας κάποιας φαντασιακής πολιτισμικής υστέρησης) σπάνιζε. Του αρέσει επίσης η λεπτομερής και ακριβής παράθεση πληροφοριών (μια τάση κι ένα αξεπέραστο χούι των γενιών που έζησαν και μεγάλωσαν χωρίς να κολυμπάνε μέσα σε ωκεανούς διαθέσιμων χρήσιμων και άχρηστων δεδομένων) αλλά δεν στέκεται σε έναν αποστασιοποιημένο εγκυκλοπαιδισμό, είναι της σχολής που προσεγγίζει την μουσική με μια πιο προσωπική ματιά, που αναζητά τον τρόπο που αυτή συμπλέκεται με τα βιώματα μας, του αρέσουν οι ιστορίες για την μουσική και τους ανθρώπους που την/ις γράφουν, ιστορίες πραγματικές που μοιάζουν με φανταστικές αλλά και φανταστικές που μοιάζουν πραγματικές (τέτοια «Μυθεύματα» προτάσσει και στην επιλογή που κάνει στο βιβλίο τούτο, αντιθέτως π.χ. οι καθαυτό δισκοκριτικές είναι λίγες, υποθέτω πολλές έμειναν απέξω καθώς υπερέβαιναν το χρονικό όριο που επέτασσε το εύρημα του τίτλου, τα 33 και ένα τρίτο δηλαδή χρόνια, και κάποιες που περιέχονται δεν είναι γραμμένες σε χρόνο συγκαιρινό με τον δίσκο).
Όλα τούτα αναδεικνύονται με ζωντανό και διαυγή τρόπο μέσα από την λίαν επιμελημένη και καλαίσθητη αυτή συλλογή (μια στάση εδώ για να τονίσουμε αυτά τα δύο επίθετα, δεν είναι διόλου αυτονόητα, σε μια χώρα όπου οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι, αν και όταν αποφασίσουν να ασχοληθούν με την μουσική -η οποία όπως γνωρίζουν όσες έχουν αποτολμήσει μια προσέγγιση, «δεν πουλάει»-, αρκούνται σε μια λίαν στοιχειώδη έως και ευτελή γραφιστική άποψη), μια συλλογή η οποία συγκεντρώνει κείμενα του Πετρουλάκη από διάφορους χρόνους και χώρους, περιοδικά, εφημερίδες και ιστότοπους, επιλογή –εν μέσω καραντίνας- δια χειρός του ιδίου κι από μόνη της in principio πράξη κρίσης και αυτοβιογραφικής (ανα)θεώρησης, πραγματοποιούμενη όμως με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, ζητούμενη και επιθυμητή προϋπόθεση τέτοιων εγχειρημάτων: «θεώρησα επίσης σωστό να αφήσω τα κείμενα όπως ακριβώς δόθηκαν στη δημοσιότητα, ούτε διορθώσεις, ούτε παρεμβάσεις, ούτε καλλωπισμοί… Οφείλω, βέβαια να ομολογήσω ότι μπήκα στον πειρασμό να προσθέσω κάτι από δω, να βγάλω κάτι από κει, να τσεκάρω ιστορικές ανακρίβειες, να προσθέσω μνημόσυνα ή αλλαγές στα δεδομένα αλλά τελικά δεν…» σημειώνει στον πρόλογο (θα είχε όμως νομίζω ένα επιπλέον ενδιαφέρον αυτές να έμπαιναν σε θέση σημειώσεων και παρατηρήσεων).
Μπορώ να φανταστώ πολύ καλά την περηφάνια και την συγκίνηση του Νίκου όταν κράτησε στα χέρια το βιβλίο αυτό, την αίσθηση του χειροπιαστού έργου, την αίσθηση του «καλώς καμωμένου», του κλεισίματος (αλλά και γιατί όχι;) του ανοίγματος λογαριασμών και νέων κεφαλαίων (κάπως έτσι δεν λειτουργούν κάποιες φορές και στην δισκογραφία οι ‘best of’ συλλογές;). Κι επειδή εμείς οι άνθρωποι λειτουργούμε εξ ορισμού με προβολές, και τελικά όλα τα ανάγουμε στο Εγώ και στα δικά του βιώματα, για να βάλω κι εγώ λοιπόν έναν προσωπικό τόνο, δεν μπόρεσα να αποφύγω το ερώτημα αν θα έκανα κι εγώ κάτι ανάλογο. Ξεκινώντας από την διαπίστωση ότι εμείς οι (λίγο) νεότεροι συνάδελφοι- και ειδικά εμείς του διαδικτύου- είμαστε πολύ πιο εκτεθειμένοι στον παλιό μας εαυτό και τα γραφόμενά του, τα οποία είναι εκεί έξω ανελέητα διαθέσιμα κι ένα κλικ μακριά από κάθε επικριτικό/καταδικαστικό εκ των υστέρων βλέμμα (ξεκινώντας από το δικό μας). Δεν έχω απάντηση… Προς το παρόν ωστόσο (πάντα με μια τέτοια προσωρινή συνθήκη πορευόμαστε στην ζωή) μένω στο «ω γέγονε γέγονε», τα κείμενα ανήκουν στον χρόνο και την εποχή τους, και κατά βάθος θέλω να μείνουν εκεί. Εκεί όπου δεν μπορώ φευ να ξαναγυρίσω… Πρόσφατα ήρθε στα αυτιά μου η ιστορία ενός θρυλικού ελληνικού σχήματος των 80s, οι οποίοι αρνούνται πεισματικά να επανεκδώσουν τους δίσκους τους και να μπουν σε όλο αυτό το λίαν προσοδοφόρο παιχνίδι του βινυλιακού φετιχισμού. Νομίζω είμαι μαζί τους…
Είναι ωστόσο χρήσιμα πολύ τέτοια βιβλία (για τις επανεκδόσεις δεν είμαι τόσο σίγουρος χεχε), όχι τόσο για τους συγκαιρινούς και συνοδοιπόρους, οι οποίοι ξεφυλλίζοντας θα θυμηθούν, θα αναπολήσουν και αναπόδραστα θα νοσταλγήσουν παλιές «καλές» εποχές που τα πράγματα ήταν αλλιώς (με βασικότερο ότι οι ίδιοι ήταν νέοι), είναι κι ένα είδος παρακαταθήκης για την συνέχεια, τόσο του ιδίου του συγγραφέα αλλά κυρίως των νεότερων, που κάποια στιγμή θα αναζητήσουν τι συνέβαινε και τι (και πως) γραφόταν παλιότερα (έστω και μόνο από αρχαιοδιφικό ενδιαφέρον), ειδικά εκείνοι οι λίγοι (που πάντα λίγοι ήτανε) που θα έχουν την πετριά της βαθύτερης και πιο επίμονης ενασχόλησης με την μουσική. Και όχι, δεν συμμερίζομαι διόλου τις συνήθεις θρηνολογίες και τις εσχατολογικές διακηρύξεις περί «τέλους», είτε μιλάμε για την Ιστορία (για να θυμηθούμε την διαβόητη μπαρούφα του Φουκουγιάμα) είτε για το ροκ (ή οποιοδήποτε άλλο είδος) είτε για την μουσικοκριτική την ίδια. Μπορεί η μουσικοκριτική και με την ευρεία έννοια η περί μουσικής γραφή να έκλεισε αμετάκλητα έναν κύκλο, όσον αφορά την εποχή των ισχυρών έντυπων περιοδικών και των επί μισθώσει γραφίδων που ανεβοκατέβαζαν δίσκους στις πωλήσεις τουλάχιστον, των ανθρώπων που έγραφαν «οδηγούς αγοράς» για τον απλούστατο λόγο ότι τότε υπήρχε ‘αγορά’. Ωστόσο συγχρόνως και η ίδια η μουσική, όχι μόνο έκλεισε αλλά και άλλαξε κιόλας κύκλο, δίχως να κοιτάζει την δική μας μελαγχολία. Και πάντα θα είναι σημαντική για τους ανθρώπους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η κάθε νεότερη γενιά θα συνεχίσει να γκρεμίζει τα είδωλα (ή συνηθέστερα να τα αγνοεί) της προηγούμενης και να φτιάχνει τα δικά της, τα οποία θα αμφισβητήσει η επόμενη, κι έτσι πάει σχοινί κορδόνι η ιστορία με γιώτα μικρό αλλά και μεγάλο. Και όσο θα υπάρχει μουσική και δημιουργία και έκθεση τόσο θα υπάρχει και ένα είδος κριτικής, είναι αναπόφευκτα αλληλένδετα αυτά, η κριτική διάθεση είναι σχεδόν εγκατεστημένη στο ανθρώπινο γονιδίωμα, είναι έως και ζωτική προϋπόθεση επιβίωσης (κι ας επέτασσε το αντίθετο η ευαγγελική ρήση ‘μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε’). Η ζωή άλλωστε ήταν, είναι και θα είναι μια διαρκής Κρίση (κι εδώ που τα λέμε, με αμφότερες τις σημασίες του όρου).
(Το βιβλίο μπορείτε να το αναζητήσετε στο βιβλιοπωλείο σας, σε όλη την Ελλάδα, είτε να το παραγγείλετε απευθείας από το ηλεκτρονικό κατάστημα των εκδόσεων, στην διεύθυνση