Nick Drake: The biography
Βιογραφία της soul without a footprint από τον ανιψιό του μαιευτήρα. Του Τάσου Πατώκου
Δεν είμαι σίγουρος αν η βιογραφία του Nick Drake, έτσι όπως την έγραψε ο Patrick Humphries, έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, πάντως πρόκειται για ένα βιβλίο που μπορείτε σχετικά εύκολα να βρείτε στα γνωστά βιβλιοπωλεία, έστω κι αν κοντεύουν να κλείσουν σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που πρωτοτυπώθηκε. Αν το παρουσιάζουμε εδώ είναι γιατί έχει να κάνει με έναν μουσικό που είναι πάντα επίκαιρος, μοιάζοντας ταυτόχρονα και εκτός οποιασδήποτε εποχής. Οι δίσκοι του Drake δε διαθέτουν χρονικά στίγματα. Δεν είναι δίσκοι που τούς ακούς και σε παραπέμπουν σε μια συγκεκριμένη δεκαετία ή χρονολογία. Η δεκαετία του '90 έτυχε απλά να φέρει τις κατάλληλες συνθήκες και το σωστό "timing" ώστε το όνομα του Drake να γίνει γνωστότερο. Κάτι το "new acoustic movement" και το "quiet is the new loud", κάτι ο κατακερματισμός της μουσικής σε δεκάδες μικρότερες σκηνές, και τελικά ο Drake πέρασε στους θρύλους της σύγχρονης μουσικής ιστορίας, παρά τα πρώτα σημάδια που έδειχναν ότι το όνομά του θα πέρναγε μάλλον το πολύ ως μια υποσημείωση στο κεφάλαιο σχετικά με την ετικέτα Island.
Η σπουδαιότητα του καλλιτεχνικού έργου του Nick Drake δε δικαιολογεί καθεαυτή την ύπαρξη μιας βιογραφίας του. Και εξηγούμαι: κάποιος που έχει ακούσει τους δίσκους του Drake έχει λίγο-πολύ σχηματίσει μια άποψη για την προσωπικότητά του. Στις 300 παρά κάτι σελίδες του βιβλίου δεν υπάρχει τίποτα που να αλλάξει αυτή τη γνώμη ή να ρίξει περισσότερο φως πάνω στο χαρακτήρα του εσωστρεφούς μουσικού. Αρχίζεις το βιβλίο με την εντύπωση ότι ο Drake υπήρξε εύθραυστος, μυστηριώδης, ευαίσθητος. Κλείνεις το βιβλίο με την εντύπωση ότι ο Drake υπήρξε εύθραστος, μυστηριώδης, ευαίσθητος. Και αισθάνεσαι και κάπως εκνευρισμένος, γιατί διάβασες 300 σελίδες που δε σου είπαν τίποτα που να μην ήξερες ή να μην ένιωθες.
Ο Humphries αρχίζει το βιβλίο με ένα κεφάλαιο στο οποίο μιλάει για το θείο του, ένας τύπος ο οποίος έκανε 2 πράγματα άξια λόγου στη ζωή του: α) ήταν παρών στο μπαρκάρισμα του Τιτανικού και β) ήταν ο γιατρός που έφερε στον κόσμο τον Nick Drake. Προφανώς το (α) είναι εντελώς άσχετο με το θέμα του βιβλίου, ωστόσο ο συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να αφιερώσει 5 σελίδες στον Τιτανικό. Ακόμα χειρότερα, λόγω του (β), ο συγγραφέας αισθάνεται πως έχει το δικαίωμα να αυτοχαρακτηρίζεται ως ειδικός πάνω στον Nick Drake, και έτσι, γράφει μερικές δεκάδων σελίδων που τις χωρίζει σε τρεις ενότητες, "Before", "During" και "After". Ως επί το πλείστον, ο συγγραφέας παραθέτει μαρτυρίες ανθρώπων που γνώριζαν τον Drake, από συμφοιτητές του και τους ανθρώπους της Island, μέχρι την οικογένειά του. Το θέμα είναι όμως ότι κανένας από αυτούς δε γνώριζε στα αλήθεια τον Drake, πολύ απλά γιατί ο Drake δεν ανοιγόταν σε κανέναν. Κι έτσι όλες οι μαρτυρίες λένε λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα: ότι, δηλαδή, ο Drake ήταν (το μαντέψατε) ένας κλειστός άνθρωπος! Επί πόσες σελίδες αντέχετε να το διαβάζετε αυτό; 5; 10; 20; Ε, από ένα σημείο και μετά γίνεται κουραστικό.
Μη σας τα πολυλογώ κι εγώ, το resume έχει ως εξής: ο Νick πέρασε ξέγνοιαστα χρόνια ως έφηβος, είχε πάει στο Πανεπιστήμιο, ήταν ψηλός και έτρεχε γρήγορα, ήταν ντροπαλός, λιγομίλητος αλλά είχε χιούμορ, τού άρεσε πολύ η μουσική και δούλευε πάνω σε δικές του συνθέσεις στη φοιτητική εστία, και με τη βοήθεια των Fairport Convention έβγαλε το πρώτο του album για την Island (όλα αυτά σας τα λέω γρήγορα, αλλά στο βιβλίο παίρνουν καμιά εκατοστή σελίδες, χωρίς να υπάρχει πολύ περισσότερο ζουμί από ό,τι σας έγραψα). Οι επόμενες εκατό σελίδες: ο Nick άρχισε να κλείνεται στον εαυτό του, ηχογράφησε το δεύτερο album, αλλά ήταν ιδιαίτερα αρνητικός να κάνει live κι έτσι το album έμεινε ουσιαστικά χωρίς promotion, οι πωλήσεις ήταν λίγες, κάτι που επιδείνωσε τη μελαγχολία του Nick. To φινάλε: με την κατάθλιψή του να γίνεται όλο και πιο βαριά, ο Nick ηχογράφησε το τελευταίο του album, επέστρεψε στο σπίτι των γoνιών του, και το Νοέμβριο του 1974 πέθανε από overdose αντικαταθλιπτικών (δώρο του συγγραφέα: μια φιλοσοφική συζήτηση καμιά δεκαριά σελίδων για το αν ήταν αυτοκτονία ή όχι - εννοείται ότι δεν υπάρχει συμπέρασμα). Μετά το θάνατό του, κυκλοφόρησε ένα box-set, ένα τέταρτο album με ακυκλοφόρητο υλικό, και σιγά-σιγά ο Drake έγινε cult φιγούρα, και άρχισε να αναγνωρίζεται από τους ακροατές και από άλλους καλλιτέχνες. Τhe end. Τώρα, αν σας ενδιαφέρει να διαβάσετε πώς θυμάται τον Drake ένας συμμαθητής του στο Λύκειο, τι είχε γράψει τότε το Melody Maker για το "Five Leaves Left", αμέτρητες περιγραφές του στυλ "καθόταν σε μια γωνία και δεν έλεγε λέξη", ή τι γνώμη έχει ο Paul Weller για τις κιθαριστικές ικανότητες του Drake, τότε προσεγγίστε, και καλό κουράγιο. Με αυτό δε θέλω σε καμιά περίπτωση να πω ότι η ζωή του Drake είναι χωρίς ενδιαφέρον. Το ακριβώς αντίθετο. Και για να γίνω πιο σαφής:
Κάπου στο βιβλίο ο Drake χαρακτηρίζεται ως "a soul without a footprint". Μια τέτοια ψυχή που είχε τόση δυσκολία να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο, πολύ απλά δεν μπορεί να περιγραφεί και να αναλυθεί με γήινα μέτρα και σταθμά. Η αποτυχία του βιβλίου (όπως άλλωστε και του σχετικού ντοκυμαντέρ που είχαμε δει πριν 3 χρόνια στο φεστιβάλ του περιοδικού Σινεμά) έγκειται στο ότι προσπαθεί να περιχαρακώσει με απλές μαρτυρίες την προσωπικότητα ενός καλλιτέχνη που είχε την ποίηση στο αίμα του, και να φτιάξει τη βιογραφία ενός ανθρώπου που ήδη έφτιαχνε την αυτοβιογραφία του μέσα από τα τραγούδια που άφηνε πίσω του, κάνοντας περιττή την ανάγκη για ο,τιδήποτε άλλο. Έχοντας τα τρία albums, καθώς και τα δύο με το επιπλέον υλικό που βγήκαν μετά το θάνατό του, τι περισσότερο υπάρχει για να ανακαλύψεις; Τίποτα, γιατί ο Drake είχε ήδη φροντίσει να φτιάξει το πορτρέτο του εύθραυστου ψυχισμού του, και να το απευθύνει σε όσους θα καταλάβαιναν. Και βιβλία σαν αυτό του Humphries δε συμπληρώνουν την εικόνα, δε βρίσκονται καν στο ίδιο μήκος κύματος, μιας και είναι σα να προσπαθείς να γυρίσεις την ιστορία του Μικρού Πρίγκηπα σε ταινία: οποιαδήποτε σαφής οπτικοποίηση του παραμυθιού δε θα μπορούσε παρά να υπολείπεται της φαντασίας.